Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

η αιχμαλωσία του νικητή

πολέμησα ανάμεσα σε δυο δεμένα πόδια
και μόλις εκείνα λύθηκαν
πιάστηκα αιχμάλωτος.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

πετώντας το ξυπνητήρι




ο πατέρας μου έλεγε πάντα: «νωρίς στο κρεβάτι και
νωρίς στο πόδι, ο άντρας γίνεται υγιής, πλούσιος
και σοφός».

τα φώτα στο σπίτι μας έσβηναν στις οχτώ
σηκωνόμασταν χαράματα απʼ τη μυρωδιά του
καφέ, του τηγανιτού μπέικον και των χτυπητών
αυγών.

Σʼ όλη του τη ζωή, ο πατέρας μου έμεινε πιστός στο
πρόγραμμα
Αυτό.
πέθανε νέος, απένταρος,
κι όχι ιδιαίτερα
σοφός, νομίζω.

Μετά απʼ αυτή τη διαπίστωση, απέρριψα τις συμβουλές του
κι έτσι
αργά έπεφτα στο κρεβάτι κι αργά ξυπνούσα: το μεσημέρι.

δεν ισχυρίζομαι ότι κατέκτησα
τον κόσμο αλλʼ απέφυγα τουλάχιστον
τα πρωινά μποτιλιαρίσματα, γλίτωσα από κάμποσες παγίδες
γνώρισα παράξενους, υπέροχους
ανθρώπους

ένας απʼ τους οποίους
ήταν
ο εαυτός μου - κάποιος που ο πατέρας μου
δεν γνώρισε
ποτέ.

Τσάρλς Μπουκόφσκι ( μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου )

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

διάλογος ανάμεσα σε 2 πρεζάκηδες έξω απο τα δικαστήρια

-Ρε μαλάκα εσύ φταις..εσύ μου την κόλλησες την πρέζα και τώρα δεν μου δίνεις;

-Ας μην ήσουν μαλάκας,ρε μαλάκα,να μην έπαιρνες..

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

στην Γκιουλμπαχάρ

Νύχτες, Νύχτες αλκοολικές να καταριούνται το ξημέρωμα


απόψε θα διεκδικήσω τα κομμάτια της Νύχτας, θα χτυπήσω, θα ματώσω, θα εγκαταλείψω για λίγο τις τυπικότητες που κοροϊδεύω ( αλλά σέβομαι...) και θα πορευτώ.
Ο Πατέρας λείπει, η Μητέρα δεν θα μάθει ποτέ. τα έχω ξανακάνει αυτά,με έχουν βαρεθεί όσοι τα έχουν ακούσει, με φοβούνται όσοι συνοδεύω.

σήμερα θα γίνει κάτι παρόμοιο;όχι. μου είχες πει ΄΄το καλό που σου θέλω να προσέχεις΄΄.

θα κάνω ότι μπορώ ( και όχι ότι με παίρνει ).

Γράμμα στην Ζυστίν 8

όταν καρδιά μου παραπατούσα και έπεφτα στους δρόμους, τότε καταλάβαινα πόσο σίγουρο ήταν το βάδισμα των άλλων...

«H ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία».Αυτό είναι. Σκέψου το και θα σωθείς.

και όμως κάπου στέκει κάποιος και ίσως σε περιμένει να σε χτυπήσει ή να σε σώσει
( η και τα δυο ταυτόχρονα )
δεν ξέρω.

ταλανίζομαι ανάμεσα σε ΄΄ίσως΄΄ και ΄΄πρέπει΄΄.
πονάω και έχω 2 μέρες να πιω
οι ρυθμοί πάνε πιο γρήγορα
και ο κύριος από απέναντι παίζει με τα φώτα.

παρόλα αυτά ( θέλω θέλω θέλω.....) να τα πούμε.

Apostrophes

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Παραρλάμα


Κάποτε του Φάρμα τού ερχόντανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα, της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Αλλο τίποτα! Ολα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά τι ήθελε να θυμάται;

Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει. Οταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα που πρώτη φορά το έβλεπε.

Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανότανε μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.

Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε ήτανε το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο φίδι.

Οταν εσχόλαζε, έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.

Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος.

Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Ελεγε για το χέρι κείνο που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στον βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.

Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη, ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ητανε το μόνο που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.

Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήτανε κει και κοιμότανε.

Ενα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού συλλογισμένη.

Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.

Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω, και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.

Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα. Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και, αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μια λέξη:

«Παραρλάμα».

Ηταν φανταστική η λέξη, του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.

Εφυγε όπως είχε πάει.

Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:

­ Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το 'γραψε αυτό;

Η φωνή του καταστηματάρχη ήτανε σα φοβισμένη.

Ολοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.

­ Παραρλάμα!

Η λέξη που έβγαλε το κρανίο του βρισκότανε στα χείλια όλων. Μα ποιος την έγραψε;

Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε. Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.

Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.

Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο αλλά με χρώμα κόκκινο:

«Παραρλάμα».

Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:

­ Πρέπει να βρεθεί!

Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.

Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι' αυτόν, όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!

Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο, γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.

Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.

Ολοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.

«Παραρλάμα».

Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς των όρκους, πολλοί έκλαιγαν ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο... Ηθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν...

Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει. Επειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!..



Δημοσθένης Βουτυράς

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

χθές..........



τα μαλλιά μου μάκρυναν
τα γένια μου κόκκινα
με σπασμένα ζάρια
σε ζόρικη παρτίδα



τα λόγια μου χάνονται στο κρύο


αφήνω ένα παράθυρο ανοικτό

μια ελπίδα, μια ελπίδα




-αδειάζει το μπουκάλι - παλίρροια συναισθημάτων - και αυτό ο συνεχής ψίθυρος που με αναστατώνει: κινδυνεύεις από τον εαυτό σου και μόνο... -


Παρόλα Αυτά Η Πατρίδα Μου Αρχίζει Και Τελειώνει

Από Την Στιγμή Που Ακούω την Φωνή Σου Μέχρι Που Σωπαίνεις


Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Vincent Van Gogh - Starry Night (1889)


στη νύχτα
που όλα είχαν σβήσει
μια στιγμή πριν έρθεις.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

οι αποστάσεις ενώνουν...


εκείνος παίζει ακορντεόν πάνω στα δέντρα
και βηματίζει πάνω σε νότες φοβισμένες και χαμηλές σέρνεται σέρνεται και της ζήτα να μιλήσει να διπλωθεί σαν χαρτονόμισμα σαν γράμμα ερωτικό κιτρινισμένο και να τη βάλει στην τσέπη του παλτού του,στο μπαλωμένο βασίλειο του και να τη κουβαλά καθώς κατρακυλάει...

εκείνη αφουγκράζεται, παρατηρεί, συμμετέχει..με λίγες φράσεις, με λίγες αναπνοές ζει, δεν ξεχωρίζει το όνειρο, δεν υποτιμά την πραγματικότητα, στέκεται φωτίζοντας, στέκεται ελπίζοντας σε λίγο σκοτάδι, ίσα ίσα να να μην φάνει αυτό το λίγο κόκκινο μέσα της, στο παιχνίδι που είναι αυθόρμητα τα λόγια και οι κινήσεις φυσικές όσο ένα φιλί ή ένα αστείο πάνω από ένα ποτάμι κρασί...

ακούω το όνομα σου και μετά ευτυχία, οι πρώτες στιγμές αμηχανίες δίνουν την θέση τους σε ένα χαμόγελο και οι αποστάσεις μας ενώνουν...

και η μουσική που δεν χορταίνεις μόνο ως άκουσμα
και ο ρυθμός - σαν παλμός ματωμένης καρδιάς, σαν θρόισμα τσακισμένου δέντρου, σαν τραύλισμα -
ένας δρόμος
ένα θαύμα
μόλις σε δώ.

Η αβοήθητη μοναξιά του άντρα



«Ποτέ γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άντρα>>

ΑΜΛΕΤ


Η φίλη μου Ρ. έκλεισε τη συζήτηση για έναν κοινό μας φίλο ομοφυλόφιλο και τα αδιέξοδά του, με το γνωστό οξύ και θρασύ της χιούμορ: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ομοφυλόφιλοι. Αν δεν υπήρχαν, εσείς οι άντρες θα περνούσατε έτσι από τη ζωή, χωρίς να σας έχει αγαπήσει κανένας».

Έφερα στον νου μου πάμπολλες λατρευτικά αφοσιωμένες αγάπες γυναικών προς άντρες που θα διέψευδαν αμέσως τον, εξεζητημένο άλλωστε, ισχυρισμό της Ρ. και ταυτόχρονα, ωστόσο, σκέφθηκα τη διαφορετικότητα των γυναικείων και ανδρικών συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών. Στην ιδανική ερωτική σχέση της η γυναίκα εξαντλεί όλα τα αιτήματα της δικαίωσής της, ως προσώπου προπαντός, αλλά και ως ύπαρξης ή, έστω, εξασφαλίζει τον ουσιωδέστερο όρο για να προχωρήσει απερίσπαστη προς ό,τι θεωρεί επιτυχία για τον δημιουργικό εαυτό της. Ενώ για τον άντρα, στην αντίστοιχη περίπτωση, περισσεύουν πολλά (και μάλλον τα σημαντικότερα γι' αυτόν) τέτοια αιτήματα ­ που, θά 'λεγε κανείς, η ερωτική δικαίωση μοιάζει να τα κάνει ακόμη πιο επιτακτικά. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι ικανή, και ώριμη, για την ιδανικότητα της ερωτικής σχέσης, τοποθετώντας εκεί, με πολλή υγεία κι ακόμα περισσότερη υγιεινή, ολόκληρη τη φυσιολογία της ανθρώπινης κατάστασης ­ ο άντρας όμως όχι.

Σημαίνει ακόμα, πέρα από την ολιγάρκεια της πρώτης και την απληστία του δευτέρου, ότι ο άντρας πάσχει από μια χρόνια, ανεκπλήρωτη φιλοδοξία ανόρθωσης, που ξεπερνάει κατά πολύ το σπουδαίο γεγονός της ανόρθωσης του ανθρωπίνου όντος στα δύο του κάτω άκρα, όπου η γυναίκα πιστεύει, και πολύ σωστά, ότι μ' αυτό τέλειωσε οριστικά κάθε ιστορία περαιτέρω ανόρθωσης. Και προφανώς αυτή η φιλοδοξία πρέπει να υπαγορεύεται από μια λειτουργία, αμιγώς αρσενική, επικράτησης και θριάμβου, η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο των φυσικών προδιαγραφών του φύλου, λείπει από τη γυναίκα σαν περιττή. Ο θρίαμβός της εξάλλου στη σχέση της είναι με το παραπάνω αρκετός, μια και η γυναίκα πάντα θριαμβεύει στη σχέση της με τον άντρα· ο μόνος τρόπος να θριαμβεύσει ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σ' αυτήν.

Το γεγονός είναι ότι η γυναίκα είναι σκανδαλωδώς ευνοημένη από τη φύση. Βρίσκεται πιο κοντά της, την έχει πάντα με το μέρος της ­ η φύση συνεχίζεται μέσα της, χρησιμοποιεί το σώμα της για ν' αναπαραχθεί. Ας μην το ξεχνάμε: η γυναίκα έχει συγγένεια με το φως του φεγγαριού (που στον άντρα προκαλεί την επιληψία), με τις παλίρροιες των ωκεανών. Ο άντρας είναι αφύσικος, τεχνητός. Κατασκευασμένος μέσα σ' ένα ανοίκειο γυναικείο ικρίωμα, το σώμα της μητέρας του, κατασκευασμένος ακόμα από εντολές κύρους και εξουσίας, «ανδρισμού» και αντοχής, τις οποίες, στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, είναι καταναγκασμένος πειθήνια και καθημερινά να εκτελεί. Κι ας μην επικαλεστεί κανείς τις κοινότοπες ιστορικοκοινωνικές αιτιότητες ­ ασφαλώς ισχύουν, αλλά βασίζονται στους δεδομένους, βιολογικούς χαρακτήρες του φύλου του.


Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της ­ ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστο· κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, οπότε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό ­ ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει.

Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι' αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ' εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων ­ ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο ­ αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ' αυτές και αποκλειστικά μ' αυτές ο άντρας επιβιώνει.

Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο. Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ' ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής ­ ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία· ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λορραίνης ­ ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλείες. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του ­ εύθραυστος και χωρίς ­ σε αντίθεση με τη γυναίκα ­ να επιζεί του θρυμματισμού του· ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους· από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόμους γενναίος. Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες ­ κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.

Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή λύπη, γι' αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του ­ παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί.

Γιώργος Χειμωνάς - απο το βιβλίο ''Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ;''

Γράμμα στην Ζυστίν 7

Νοέμβρης Ζυστίν,

τα πρώτα γερά κρύα.... και οι καθιερωμένες κρυάδες.


Βρέθηκα σε μια ομιλία ενός λειψάνου για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Τον άκουγαν από κάτω κάποιοι φοιτητές - η πλειοψηφία όμως κοιτούσε την ώρα να ξεκινήσει η πορεία.

Όμως έπρεπε να τον ακούσεις. Μίλησε για το ΄21 και σιγά σιγά ερχόταν προς το '73 και το Πολυτεχνείο. Για το σήμερα όμως; Τίποτα. Μα τι να πουν; Aυτοί κατάντησαν ΄΄εμπόγοι αναμνήσεων΄΄ ( που έλεγε και ο Χατζήδάκις,τρώγοντας το ρο ) ιδανικοί εκφωνητές για επικήδειους ή για λόγους σε εγκαίνια. Θλιβέρα πράγματα. Τους βλέπεις κάθε χρόνο να διαβάζουν τα ίδια κείμενα,να αναμασάν τα ίδια εμβατήρια ( που βγήκαν σε δίσκο μετά την χούντα ) και αναρωτιέσαι; Αν δω μια παρόμοια εκδήλωση πριν 4 ή 5 χρόνια θα δω κάτι διαφορετικό;

Διαβάζουν Λειβαδίτη, τραγουδούν Θεοδωράκη/Ρίτσο....
Συγκινούνται....
αλλά μένουν με την συγκίνηση.

Άχαρα Κοράκια που ξεσκίζουν και καπηλεύονται το τόλμημα των φοιτητών - οι οποίοι εξεγέρθηκαν ενωμένοι - και όχι διαχωρισμένοι σε οπαδούς και υπαλλήλους και τσιράκια.

Σωστά. Σήμερα όμως;
Σήμερα κάποιοι οργανωμένοι αγωνίζονται για να μην αλλάξει τίποτα
Μόνο λίγα ψύχουλα για να μην χορεύει η Αρκούδα νηστικιά.

Εσύ όμως ρουφιάνε τι κάνεις για αυτό; θα με ρώτησεις.

Κάτι έχω στο μυαλό μου Ξεμυαλισμένη Μούσα μου.
Φέρε μια μπύρα και έλα να σου δείξω τι θα κάνω...

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008



ο Pollock αγριεμένος προσπαθεί να πετάξει χρώμα στο φεγγάρι
αλκοολικός
τρία χρόνια χωρίς να αγγίξει ποτήρι


δαίμονες και μπαλαρίνες λύκοι και χρώμα

άναρχη αλκοολική ( όχι μεθυσμένη) τεχνική

να υπολογίζει
να υποφέρει τα πάντα...


να κοιμάται μήπως και δεν ξυπνήσει
ή να ζωγραφίσει ένα δέντρο ηλεκτροφόρο

για να δροσιστεί κάτω από την σκιά της τρέλας

Μήτσος Γκόγκος - Μπαγιαντέρας 1903 - 18/11 1985





Ένας από τους πιο σπουδαίους ερμηνευτές, οργανοπαίχτες και συνθέτες της εποχής, ο Μπαγιαντέρας, μιλάει ο ίδιος για την ζωή του, σε μια συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στο σπίτι του, το 1972, τυφλός και σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο καλό περιοδικό Δίφωνο, πολλά χρόνια μετά, τον Οκτώβριο, του 1997.


Μ. Μόλις τελείωσα το γεύμα μου. Δεν τρώω ποτέ το βράδυ. Δυστυχώς, έχασα, μαζί με τα μάτια, και τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Δεν έχασα το θάρρος μου όμως. Δυστυχώς η κοινωνία με πέταξε, να το πούμε έτσι, πιο ξεκάθαρα. Παλιοί συνεργάτες μου, που τους ανέδειξα, φερ`ειπείν. Οταν άρχισα καριέρα είπα τρία-τέσσερα τραγούδια μόνος μου. Μετά πήρα κοντά μου τον Χιώτη, τον Μανώλη.

Ποια χρονολογία γίνονταν αυτά;
Μ. Προ του `40. Τραγούδησα "Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει". Τραγουδάω πρώτη έκδοση μόνος μου, μαζί με τον Χιώτη, "Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη" μαζί με τον Χιώτη, ¨Μάτια μου γλυκά και γαλανά" μαζί με τον Χιώτη, "Αλάνι πώς κατάντησα" μαζί με τον Χιώτη. Λοιπόν, ολ`αυτά. Μετά άρχισα: "Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια" έδωσα στον Ευστράτιο Παγιουμτζή, τον συχωρεμένο τον Στράτο. Μετά στον Περπινιάδη, τον γέρο Περπινιάδη, τον Στέλιο, τον παλιό. Του` δωσα "Αποβραδίς ξεκίνησα", "Νυχτερίδα", "Ξεκινάει μια ψαροπούλα απ` το γιαλό" - όλα τα παλιά μου που έκανα σουξέ, αυτοί τα είπανε. Και όμως δεν ήρθε ο Στράτος ποτέ να μου χτυπήσει την πόρτα και... Ούτε ο Παπαϊωάννου... Οταν πρωτοβγήκε εγώ τον πήρα, σ`ένα κέντρο στην περιοχή Χατζηκυριάκειου που άνοιξα. Δυστυχώς. Και αναγκάστηκα λοιπόν - έχασα τα μάτια μου, δεν θ`άφηνα όμως και την οικογένειά μου να λιμάξει το ψωμί, ε; - άρπαξα το μπουζούκι, έβγαζα ένα νουμεράκι σε πέντ`-έξι μαγαζιά, κονόμαγα το μεροκάματο και γύρναγα σπίτι. Ξεπετάξαμε τα παιδιά μας, παντρεύω το πρώτο στη Γερμανία, το δεύτερο τον παρελθόντα Αύγουστο (σ.σ.: σηκώνεται και σταυροκοπιέται). Δόξα το Θεό, με αξίωσε κι έμεινα με τη γριούλα μου και το αγόρι αυτό.

Εσείς απ`ότι βλέπω, είστε μορφωμένος άνθρωπος.
Μ. Οχι, εγώ δεν έκανα αυτή τη δουλειά. Εχω πτυχίο ηλεκτριστού. Να σας το φέρει τώρα η κυρία μου να το δείτε.

Πόσων χρόνων είστε;
Μ. Εξήντα εννέα.

Που γεννηθήκατε;
Μ. Πειραιεύς. Χατζηκυριάκειον.

Οι γονείς σας τι ήταν;
Μ. Ο πατέρας μου ήτανε υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος και η μητέρα μου μια οικοκυρά.

Εσείς, που πρωτακούσατε μπουζούκι; Λαϊκά τραγούδια.
Μ. Από ηλικία επτά χρονών πήρα ένα μαντολίνο. Το 1910... Μα νομίζω 16 δραχμές το`χα πάρει. Χωρίς δάσκαλο, χωρίς τίποτα, άρχισα κι έπαιζα. Προχώρησα καλά. Είχα το εκ φύσεως ταλέντο.

Μπορείτε να θυμηθείτε κανένα τραγούδι απ`αυτά που έλεγαν εκεί στη γειτονιά σας;
Μ. Σ`ένα καφενείο, στη γωνιά του σπιτιού μας, έλεγαν αυτά τα παλιά τα μάγκικα. Αυτό το "Αντιλαλούν δυο φυλακές", κάτι άλλα.

Μα είχανε βγει αυτά τα τραγούδια;
Μ. Αυτά ήταν παμπάλαια που τα `βγαλε ο Μάρκος.

Δεν είναι του Μάρκου;
Μ. Οχι. Αυτά, μην ακούτε,... αυτά είναι όλα παλιές στιχουργίες διαφόρων, ακόμη παλαιοτέρων. Κατάλαβες;

Μπουζούκι έπαιζαν πολλοί τότε;
Μ. Πολλοί λίγοι και όχι τέλεια. Το πρώτομπουζούκι που βγήκε στον Περαία ήμουν εγώ.

Και τραγούδια συνθέτατε;
Μ. Οχι, όχι. Επαιζα σκοπούς της εποχής. Δώδεκα χρονώ ήμουνα. Πήγαινα και στο σχολείο. Στο Β` Δημοτικό σχολείο, μετά στο σχολαρχείο, μετά γυμνάσιο.

Πότε αρχίσατε να παίζετε μπουζούκι; Παίζατε μπαγλαμά.
Μ. Ναι. Τον μπαγλαμά δεν τον κράτησα παραπάνω από ένα χρονάκι. Ξανασυνέχισα με το μαντολινάκι μου μέχρι τα 18. Από `κει και πέρα, πήρα ένα βιολάκι. Επαιξα κάνα δυο χρόνια, το άφησα και αυτό.

Ησασταν γεννημένος για μπουζούκι...
Μ. Ναι. Από `κει και πέρα, μου `φερε ένα μπουζουκάκι ο Πετρόπουλος, που είχε μια ταβέρνα, του το πλήρωσα, άρχισα μόνος μου κι έπαιζα. Μέχρι κλασικά. Ο,τι πεις τα παίζω `δω πάνω.

Τότε υπήρχαν άλλα μπουζούκια;
Μ. Οχι. Μόνο κάτι γυρολόγοι που και αυτοί είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.

Το μπουζούκι ήταν του υποκόσμου. Μήπως και αυτοί ανήκαν στον υπόκοσμο;
Μ. Οταν λέμε "υπόκοσμος", πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπόκοσμος λέγεται κι ο κλέφτης. Γενικά οι χασισοπότες. Αυτοί ήταν όλοι ντερβισάδες, χασίκλες. Τσιμπούκι πίνανε. Αργιλέ. Δεν ήταν κλέφτες. Αλλοι ήταν ψαράδες, άλλοι αραμπατζήδες μες στο Τελωνείο.

Που το ξέρετε ότι τραβάγανε χασίσι; Αφού ήταν απαγορευμένο και δεν καπνίζανε μπροστά σας.
Μ. Α, εδώ να δεις. Μέσα στα καφενεία, μεταξύ τους, οι ίδιοι μιλάγανε, είχανε την αφέλεια να μιλάνε. Κατάλαβες; Οπως αίφνης εκεί στου Κολιέρου. Και καφές υπήρχε, και βαρελάκια κρασί υπήρχαν, και η γλώσσα λυνότανε... "Χτες πήγαμε και ήπιαμε τα τσιμπούκια μας στου Σειρηνάκι", φέρ` ειπείν.

Εσείς, πότε πήγατε για πρώτη φορά σε τεκέ, για να μας τον περιγράψετε;
Μ. Να σας πω. Κάποιο βράδυ, κάποιος άλλος, ο οποίος κι αυτός έπαιζε λίγο μπουζουκάκι, Ιωάννης Μιχαλαρέας το όνομά του, μου λέει "γίνεται μια εορτούλα σ`ένα μαγαζί του Μίχαλου", χωρίς να μου πει ότι είναι τεκές και τέτοια. Εγώ όμως είχα ακουστά. Λέω "ξέρω, ξέρω που θες να με πας". Τέλος με πήγε λοιπόν και λέει "θα` ρθει κι ο διοικητής της Ασφάλειας". Ο Νίκος Τσαγκλής. "Θα παίξεις και θα μας πάρουν φωτογραφίες". " Α, πα, πα, δεν έρχομαι" του λέω. Με παρακαλέσανε λοιπόν και πήγα, έπαιξα τρία-τέσσερα τραγουδάκια έτσι κι έφυγα. Εκεί είδατο περιβάλλον, πως γίνεται, πως σερβίρεται ο αργιλές.

Πως ήτανε; Κάντε μου μια περιγραφή. Ηταν ένα δωμάτιο ο τεκές;
Μ. Μια σάλα να πει κανείς. Ανοιγε μια πόρτα κι από ένα άλλο διαμέρισμα ερχότανε κάποιος με μία καρύδα, αυτές τις ινδιάνικες. Με το καλάμι της να πούμε, αργιλές, αποπάνω ο λουλάς, τουμπεκί μέσα (ο καπνός, τα φύλλα), το χασίσι και σ` το` φερνε και σ` το σερβίριζε.

Κι ο καθένας τράβαγε από μία; Βόλτα; Δηλαδή, η περιγραφή που κάνει ο Τσιτσάνης: "και βόλτα φέρνει ο αργιλές...";
Μ. Αυτός κατά φαντασίαν και κατά ερωτήματα, όπως ρωτάτε και εσείς, τα` χει δει. Εγώ τα` χω ζήσει στην πραγματικότητα.

Παντως έτσι είναι, όπως τα λέει το τραγούδι.
Μ. Ναι. Εχει έναν ταμπή. Ταμπής, όπως είναι στους καφέδες. Αυτός έφτιαχνε τους αργιλέδες. Επαιρνε το καρύδι, το άναβε... Ξέρεις, τη φλούδα του καρυδιού, την κάνανε φωτιές. Την έβαζε απάνω κι ερχότανε κοντά σου και σου `λεγε "ορίστε κύριε, τράβα". Εβαζες στο στόμα σου τον αργιλέ... Αλλοι είχανε, που ήτανε πιο ντερβισάδες να πούμε, "χάντρα". Πως είναι οι αργιλέδες οι σπιτίσιοι, που έχουνε μπροστά ένα κοκαλάκι... Το βγάζουνε απ` την τσέπη και το βάζουνε άλλος για το στόμα του, άλλος έτσι. Πατ, το έβαζε μπροστά λοιπόν και τράβαγε. Την ώρα που τελείωνε έπαιρνε τη "χάντρα". Αν ήθελε έπαιρνε μακροβούτι, να αδειάσει τον αργιλέ. Να μην μείνει τίποτα.

Κι εκεί πόσα πλήρωνε;
Μ. Ενας τα πλήρωνε. Αυτός που θα έκανε την παραγγελιά. Αν ήθελε κέρναγε. Αν ήθελε ατομικά να τον πιει τον αργιλέ μόνος του, αλλά...Οπως και το κρασί δεν μπορείς να το φχαριστηθείς μόνος σου, έτσι και οι χασισοπόται εκείνη την εποχή - και τώρα ακόμα, που δεν υπάρχουν βέβαια πια, έχει ενταθεί η δίωξή τους τόσο πολύ που δεν υπάρχουν πια... Μέχρι την εποχή αυτή είχε δέκα δραχμές ο αργιλές.

Η Αστυνομία δεν έμπαινε μέσα να τους πιάσει;
Μ. Και βέβαια έκανε μπλόκα. Κάθε τόσο. Τους τσακώνανε, τρώγανε τρεις μέρες κράτηση και δρόμο. Μόνο τόσο διότι εκείνη την εποχή δεν είχε νομοθεσία της δίωξης λαθρεμπορίας και ξέρω `γω τι.

Υπήρχε και κάποιος που έπαιζε μπουζούκι εκεί;
Μ. Εκεί πάντα υπήρχε κα`νας μπαγλαμάς, κα`να μπαλάκι κρεμασμένο, κα`νας παλιός φωνόγραφος, κι εκεί που τους έβλεπες να`ναι σε βαριά μέθη, αναλόγως να πούμε, που μαστουριάζανε να το πούμε έτσι, γινότανε και κα`να μπλόκο, τους αρπάζανε. Αν ήταν εκεί μέσα κανένας που έπαιζε μπουζούκι, διασκέδαζε όλους τους άλλους.

Εσείς μαθαίνεται καλό μπουζούκι γύρω στο 1923. Αρχίζεται και να συνθέτεται κιόλας;
Μ. Οχι. Συνθέσεις άρχισα το 1937, γιατί είχα άλλη απασχόληση. Είχα πτυχίο ηλεκτριστού είπαμε. Ερασιτεχνικά, όχι μόνο το μπουζούκι αλλά και την κιθάρα.

Επαγγελματίες δεν υπήρχαν τότε;
Μ. Μπουζουκιού; Οχι ,κανένας. Ο πρώτος που βγήκε ήταν ο Μάρκος. Αυτός βγήκε πριν από μένα και ο οποίος χρωμάτισε και όλους τους τεκέδες με το πρώτο του τραγούδι. Εγραψε ένα τραγούδι και υπόδειξε , να πούμε, τις τοποθεσίες που υπήρχανε τεκέδες κι από τότε...τους κυνηγούσε η αστυνομία. Γιατί το πρώτο του τραγούδι έλεγε "Χαρμάνης είμαι απ` το πρωί", δηλαδή ξεμαστουρωμένος, "και πάω να φουμάρω. Μες στον τεκέ του Μίχαλου που` χει το σύρμα μαύρο." Βγήκανε οι πλάκες αυτές στην κυκλοφορία, ακούει η Αστυνομία "στου Μίχαλου πάω να φουμάρω", ποιος είναι ο Μίχαλος, που είν` ο Μίχαλος, βγήκε το άντρο του στην επιφάνεια. Αλλά δεν έλεγε στα τραγούδια του μόνο του Μίχαλου, έλεγε κι άλλους. Αυτά όλα έγιναν το `34-`35, ένα-δυο χρόνια πριν από μένα βγήκε.

Βγαίνανε τότε δίσκοι με ρεμπέτικα τραγούδια;
Μ. Βγαίνανε, αλλά όχι με μπουζούκια. Σαντούρια, κιθάρες, βιολιά και τέτοια, δημοτικά τραγούδια με κλαρίνα και τέτοια. Ο Μάρκος είναι ο πρώτος που έβαλε μπουζούκι στα ρεμπέτικα.

Εσείς έχετε γράψει ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια.
Μ. Δεν έχει καμιά σημασία. Ο Μάρκος έβγαλε δίσκο. Οταν έμπαινα εγώ στα κεντράκια αυτά που πήγαινε κι αυτός, καμιά φορά, κι έπιανα το μπουζούκι στα χέρια, αυτόνε τόνε πιάνανε τρεμούλες. Δεν είχε την τέχνη και την ευχέρια στο μπουζούκι που είχα εγώ και μου έλεγε "για` δεν πα` να βγάλεις...". Ωσπου ήρθε ο Στράτος, ο συχωρεμένος ο Στράτος αν έχεις ακουστά, το `37. Ηρθε λοιπόν και με βρήκε στο Χατζηκυριάκειο και μου λέει: "Ερχεσαι να πάμε ένα τουρνέ στη Θεσσαλονίκη;". "Να κάνουμε τι;". "Ρε Στράτο, εγώ δεν ξέρω τι...". "Αυτά που ξέρεις" μου λέει, "θα πάρεις τόσο μεροκάματο" - μού όρισε ένα μεροκάματο μεγάλο, 300 δραχμές, 250, δεν θυμάμαι, ενώ ως ηλεκτρολόγος έπαιρνα 100 φράγκα στην Εταιρεία Λιπασμάτων. Μπορούσα να μην πάω; "Ερχομαι" του λέω. "Θα σου δώσω...". Α, κι ο Μπάτης ο συχωρεμένος μαζί. "Ερχομαι" του λέω.

Ο Δελιάς;
Μ. Ο Δελιάς είν` ένας Σμυρνιός. Τώρα που τον θυμηθήκατε κι αυτόν; Τ` Ανεστάκι λεγόμενο. Πολύ καλό μπουζουκάκι και γλυκοδάχτυλο, ο πατέρας του έπαιζε τσέμπαλο, απ` τη Σμύρνη, κι όταν ήρθε εδώ παραστράτησε, έγινε πρεζάκιας και ξεψύχησε πρεζάκιας. Ερωτεύθηκε μια γυναίκα, η οποία τον έριξε στην πρέζα, στην ηρωίνη. Πέθανε πολύ νέος και ήταν ομορφάντρας. Κι έχει γράψει και κάτι τραγούδια... "Απ` τον καιρό πού έμαθα την πρέζα να φουμάρω", "Τον ξέρεται μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον τρελάκια", ένα ζεϊμπέκικο, και κά`να δυο άλλα τραγουδάκια.

Εν τέλει πήγατε στην Θεσσαλονίκη;
Μ. Πήγαμε για ένα δίμηνο. Το 1937. Γυρίζοντας έριξα και τον πρώτο μου δισκο. Στην ορχήστρα υπήρχαν ένα μπουζούκι, εγώ, μια κιθάρα και δυο μπαγλαμάδες. Ο Μπάτης και ο Στράτος ήταν μπαγλαμάδες, δεν ξέραν οι άνθρωποι. Κατάλαβες; Λέγαμε τραγούδια του Τούντα, ενανού παλιού, του Σκαρβέλη...

Πείτε μου κανένα τραγούδι.
Μ. Που να θυμάμαι... Να, Σκαρβέλης "Τι σου λέει η μάνα σου για μένα". Και ο Τούντας είχε γράψει εκείνη την εποχή ορισμένα τραγούδια, και επειδή ούτε ο Μαρκος είχε ευρύνει τον κύκλο του σε τραγούδια να πούμε της προκοπής, για να μπορεί κανείς να τα πει δημοσία, δεν μπορούσε να λέει όλο χασικλίδικα πάνω στο πάλκο... Φυλαγόμουνα, όταν είχε βγάλει μια σειρά έπειτα από δυο χρόνια που βγήκα εγώ, να παίζω αίφνης τα τραγούδια, τη "Φραγκοσυριανή" μάλιστα, άλλα τραγουδάκια του Μάρκου, να πούμε, που ήτανε λίγο πιο σεμνά και πιο ξέρω `γω τι. Κάτι ζεϊμπεκάκια έτσι όμορφα του Μάρκου επίσης τα παρουσίαζα. Αμα ήτανε βαριά και τέτοια, απόφευγα.

Ολοι αυτοί ήταν μεγαλύτεροι από σας;
Μ. Βέβαια μεγαλύτεροι. Και πιο πεπειραμένοι από τέχνη. Οχι ο Μπάτης, μόνο ο Σκαρβέλης. Ο Μπάτης ήταν ένας απλός άνθρωπος που βάσταγε ένα οργανάκι και δεν ήξερε ούτε να παίξει ούτε τίποτα. Το ακομπανιάριζε μόνο. Ο Τούντας έπαιζε μαντολίνο και ήτανε και καλός συνθέτης. Ούτε κατά σύγκριση να τον βάλεις, να τον προσεγγίσεις με τους άλλους... Είχε χτυπήσει δίσκους πρωτύτερα από τον Μάρκο. Οχι με μπουζούκια. Μετά επειδή πιαστήκανε το μπουζούκι του Μάρκου και το δικό μου, άμα γράφανε κα`να τραγουδάκι μας το δίνανε από τα μαντολίνα τους, μας το μαθαίνανε στο μπουζούκι και το παίζαμε. Φερ` ειπείν ο Τούντας: "Είν` ευτυχής ο άνθρωπος π`αγάπη δεν γνωρίζει, και με κοπέλες όμορφες το νου του δεν σκοτίζει". Δάσκαλος καλός και στην πένα και συγγραφεύς καλός. Εγραφε κι ο ίδιος στίχους , κατάλαβες;

Πότε θυμάστε να πρωτοεμφανίστηκαν λαϊκές ορχήστρες στον Πειραιά;
Μ. Από την εποχή του Μάρκου και μετά :`34, `35, `37. Εγώ δεν έπαιξα σε καμιά απ`αυτές. Επαιζαν ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Δελιάς, καμιά γυναίκα εκείνης της εποχής- η Δήμητρα, η Ρόζα Εσκενάζη, η Ρίτα Αμπατζή, που πέθανε και αυτή.

Γιατί γράφατε για τεκέδες; ήταν της μόδας;
Μ. Ητανε η εποχή τέτοια. Ητανε πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μ` αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω σ` αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε.

Ο Μάρκος έγραφε εκείνη την εποχή;
Μ. Βέβαια. Ο Μάρκος είχε κάνει το σάλτο από `κει (Κολούμπια), μόλις παρουσιάστηκα εγώ, και πήγε στην Οντεόν, απέναντι. Εγώ εκεί πήγα με μια συστατική επιστολή, για να είμαι ειλικρινής, γιατί δεν με προσέξανε εμπορικώς, πριν. Εχω ένα φίλο ο οποίος είναι καθηγητής στο Πανεπηστήμιο, Μανώλης Πρωτοψάλτης. Εκεί λοιπόν είχε έναν υφιστάμενο. "Ελα πάνω" μου λέει μια μέρα. Πήγα στην Ακαδημία, εκεί έμενε. Μου` δωσε μια συστατική επιστολή. Προς τον κ. Φαλτάις. Ηταν ένας τσιγγάνος ο οποίος ήταν επί της διαλογής των μουσικών τεμαχίων μες τον Λαμπρόπουλο. Και πρωτόγραψα τον πρώτο δίσκο. Μετά λοιπόν ο κ. Φαλτάις άρχισε: "κάτι πιο ωραίο, πιο πεταχτό", "άσ`τα αυτά" μου λέει, "γράφει ο Μάρκος τέτοια είδη". Γράφω λοιπόν "Αποβραδίς ξεκίνησα" μαζί με το ζευγαράκι του τρία χρόνια μετά. Τα λόγια τα έγραψα μόνος μου.

Στους άλλους ποιοι τα γράφανε; Στον Μάρκο;
Μ. Ο Μάρκος; Πότε λέει ότι τα `γραφε μόνος του. Ορισμένα έγραφε μόνος του. Τα περισσότερα είχα ακούσει ότι κάποιος του `τάδινε και διάφοροι μάγκες, να πούμε, τα ταιριάζανε και του τα κάνανε πάσα.

Εχετε γράψει κι `ένα τραγούδι που θεωρείται κλασικό ελληνικό: "Ξεκινάει μια ψαροπούλα". Πότε το γράψατε αυτό;
Μ. Ενα μήνα μετά την απελευθέρωση, στο κέντρο του Χειλά, την "Τριάνα".







η συνέντευξη απο το http://www.rempetika.com/

Amedeo Clemente Modigliani


σώμα ζωγραφιά
άτακτα πινέλα
τα δάκτυλά σου.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Χαράματα η ώρα τρείς



Χαράματα η ώρα τρείς
θα’ρθω να σε ξυπνήσω
κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ
να βγείς να σου να βγείς να σου μιλήσω

Δε θα μας δεί άλλος κανείς
μόνο το φεγγαράκι
έβγα στο παραθύρι σου να σε χαρώ
και δως μου ένα και δως μου ένα φιλάκι

Την μυστική αγάπη μας
κρυφά να την κρατήσεις
χίλια που να σου τάξουνε να σε χαρώ
να μην την μαρτυρήσεις



του Μάρκου Βαμβακάρη

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Μέριλιν




με αρρωσταίνουν οι επαναστάσεις
απ΄ τα γραφεία
τα λόγια μεγάλα και όμορφα


ιδεολογίες και οράματα


αυτά που γαζώνουν το κεφάλι


και πρήζουν τα αρχίδια


που μετράνε τον άνθρωπο σαν αριθμό
και το μόνο που μένει στο τέλος είναι ένα κάδρο ενός κεφάλα στο τοίχο πλάι στον Χριστό ή στην Μέριλιν
ή στον πάππου που όλοι αγαπούσαν και κανείς δεν θυμάται



προσωπικά προτιμώ την Μέριλιν πριν την σκάσουν με τα βαρβιτουρικά
όταν ο άνεμος της χάιδευε τα χείλη στα σκέλια της


Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Electric Alice


Don't the stars look good tonight
Thought Electric Alice
In the pale moonlight.

Don't the moon look big and bright
Thought Electric Alice
In the pale moonlight .

I thing I hear a baby cry
Thought Electric Alice as she passed by
Makes me feel like I'm a little child again
Thought Electric Alice in the silver rain.

Grinderman


πριν 2 χρόνια περιπου...



μια γριά με τα βυζιά απ΄ έξω,με ένα βαρύ εγκεφαλικό ξαπλωμένη στο φορείο στην μέση του θαλάμου, οι συγγενείς της να φωνάζουν στους γιατρούς, οι γιατροί κοιτάνε τα χαρτιά τους, δεν απαντάνε, οι συγγενείς συνεχίζουν να φωνάζουν,μια άλλη κυρία πρησμένη και κατακόκκινη από αλλεργικό σοκ, τα ουρλιαχτά κάποιου που έχει πέτρα στο νεφρό, μια κοπέλα με κρίση άσθματος να κλαίει,ένας ψηλός,αδύνατος χλομός με μακριά μαλλιά και γένια κρατάει σαν κοντάρι το ορό και περιφέρεται ανάμεσα στους γιατρούς λέγοντας Είμαι καλά...Είμαι καλά, θέλω να φύγω...

---

κάθομαι σε ένα σκαμνί στην είσοδο του διαδρόμου προς τον θάλαμο εμποδίζοντας...με φωνάζουν,ένας γιατρός με αγριοκοιτάει, ανταποδίδω αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ να τον φοβίσω, δυο νεαρές γιατροί με φωνάζουν σε ένα αποθηκάκη που το λένε εξεταστήριο, βρώμα και ένα δυνατό φως που με κουράζει.... η πόρτα ανοιχτή,ξαπλώνω σε ένα πάγκο,βγάζω τα ρούχα μου,μου κάνουν καρδιογράφημα, μου παίρνουν αίμα,μου λένε τελειώσανε... ψιθυρίζω θέλω να φύγω,μου λένε ότι πρέπει γίνει εισαγωγή.

--

μόνος, ο νοσηλευτής αργεί....

--

τρείς ώρες μετά με ανέβάζει με το καροτσάκι στον 4 όροφο.περιμένω ένα τέταρτο για να γίνουν τα χαρτιά,ένας πούστης φωνάζει ο Γέρος ξαναχέστηκε,ελάτε,ελάτε...

σκέφτομαι δεν θα με πάνε εκεί,αποκλείεται,έχει τόσους θαλάμους...

με πάνε εκεί...

7 άτομα + εγώ σε ένα θάλαμο - όλοι γέροι...
πέφτω αμέσως στο κρέβάτι...θέλω να κοιμήθω,θέλω να φύγω...

---

στις 7 το πρωί της επομένης μια νοσοκόμα με ξυπνάει για να μου βάλει θερμόμετρο,το βάζει, ξανακοιμάμαι...
 
---

ο γιατρός μου - ένας ήρεμος ηλικιωμένος άνθρωπος -χωρίς κανένα 
ενθουσιασμό μου λέει όλα θα πάνε καλά. Τον πιστεύω.


--

δύο νοσοκόμες μου λένε να σηκωθώ για να δούνε τα σεντόνια αν είναι καθάρα.Υπήρχε ένας μικρός λεκές από αίμα. Κοιτάνε μια τον λεκέ μια εμένα,με ρωτάνε Να τα αλλάξουμε;...Μπα λεώ δικό μου αίμα είναι,δεν σιχαίνομαι...με κοιτάζουν νευριασμένες και τα αλλάζουν μουρμουρίζοντας.


--


το φαΐ απαγορεύεται, μόνο υγρά - η τραπεζοκόμος φωνάζει κάθε φορά το όνομα μου για να μου δώσει τον δίσκο,της εξηγώ τις εντολές του γιατρού,μου λέει εντάξει..


παρόλα αυτά την επόμενη φορά επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή.

με βασανίζει.

--

στην τουαλέτα πάω μόνο το πρωί γιατί μόνο τότε καθαρίζουν

--

το κρεβάτι μου είναι δίπλα στο παράθυρο. Συννεφιά.

--

η μητέρα έρχεται κάθε πρωί με τον παππού - ο πατέρας είναι σε ταξίδι.

την υπόλοιπη μέρα την περνάω διαβάζοντας την βιογραφία του Κάφκα.

μια νοσοκόμα μου είπε ότι το αγόρασε και εκείνη το συγκεκριμένο βιβλίο και της άρεσε. Μου λέει ότι ο Murray δεν αγιογράφει τον Κάφκα, απλά παρουσιάζει την ζωή του με επίκεντρο το έργο του. συμφωνώ απόλυτα μαζί της.


--

κάνει επίθεση στο θάλαμο κάποιος καθηγητής με ένα τσούρμο ασκούμενους ( 2 3 με στρατιωτικά ) - εξετάζουν έναν έναν τους ασθενείς σαν αντικείμενα - κάποιοι κάνουν και χιούμορ με ένα γέρο που είναι μόνος και τα ΄χει λίγο χαμένα - θέλω να φωνάζω ντροπή αλλά ζαλίζομαι...έρχεται η σειρά μου,με ρωτάνε συμπτώματα κτλ

απαντώ μα κάνω το λάθος να πω μια πρόβλεψη για το τι έχω.Ξέσπαει ο Καθηγητής,δεν θα μας πεις εσύ τι έχεις λέει...

--

Εντερορραγία - ένα διαιτολόγιο,ένα εξιτήριο και έξω.....

--

Το Βράδυ πίνω ένα ποτήρι κρασί.Δεν κάνει βέβαια,άλλα μετά απο τόση ταλαιπωρία το αξίζω.



Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

στιχάκια απο το φόρεμα σου


μέλι και μελάνι
χαρτί και χρυσό χαλί
για να πετάξεις
για να γράψεις


κύματα και λέξεις
χείλη κόκκινα να παίξεις
να δροσιστείς να τον χαρείς
τον πνιγμό της φωτιάς

Η Μάρω Δούκα για τον Γιώργο Χειμωνά

Γιώργο Χειμωνά.φίλε μας, αγαπημένε μου Γιώργο,

Ήσουν για μένα ο απαρηγόρητος φύλακας
στην αλάνα των ματαιωμένων παιχνιδιών.
Κι ήσουν αυτός
που σήκωσε το βλέμμα του πολύ ψηλά
αφήνοντας το να περιπλανηθεί πολύ πέρα
εκεί που το σκοτάδι είναι φώσφορος.

Και τώρα που' ξεκίνησες για το μεγάλο σου ταξίδι
αφήνοντας προφητικό και αποκαλυπτικό το έργο σου
να συμπυκνώνει φέγγοντας
τον Λόγο της Αμετανόητης Επανάστασης-
εγώ θα σε συναντώ πάντα ντυμένο στα μαύρα,
απόγευμα ανοιξιάτικο, ανακαθισμένο στο κρεβάτι,
καπνίζοντας, με τον ορό στο χέρι,
να συζητάς οικεία μ΄ εκείνη την γυναίκα,
την καθαρίστρια του νοσοκομείου,
που σου εξιστορούσε την ζωή της ξεκαρδισμένη στα γέλια.
Ακούμπησα, θυμάμαι, την γλάστρα στο κομοδίνο.
Και πόσο το ήθελα αυτό το δεντράκι μου είπες,
το έβλεπα στις βιτρίνες των ανθοπωλείων και το ήθελα.
'Έπειτα με σύστησες στην άγνωστη.
Μάζεψε η νεαρή γυναίκα, η Ελένη τα σύνεργα της δουλειάς της,
θα τα ξαναπούμε κύριε Γιώργο σου είπε χαμογελαστή,
και εσύ της έκλεισες το μάτι σαν έφηβος
που συγκατανεύει στο πρώτο του ξύπνημα.
Μείναμε έπειτα οι δυο μας.
Η Ελένη, Μάρω, καταλαβαίνεις;
Αυτή η απλή γυναίκα είναι ο άτλας,
αυτή βαστάει τον Ουρανό.
Και ξέρεις τι παρακαλώ;
Κάποτε να διαβάσει τους <<Χτίστες>>
όπως θα διάβαζε ένα παλιό, λαϊκό,
ευαγγελικό ανάγνωσμα.

Δεν είχα τι να σου αποκριθώ και εσύ με κοίταζες θλιμμένος.
Γιώργο, καλό σου ταξίδι.


Υστερόγραφο:Ένας επικήδειος, υποταγμένος στην τελετουργία του δημόσιου αποχαιρετισμού και εκτεθειμένος στον ναρκισσισμό της θλίψης που καταφεύγει αμήχανα στις λέξεις, δεν μπορεί παρά μόνο την αυτάρεσκη συγκίνηση της στιγμής να αποτυπώσει. Το αληθινό πένθος έρχεται αργότερα. Όπως αργότερα θα έρθει και η ώρα των οφειλών μου στο έργο του Γιώργου Χειμωνά.

Αθήνα

Μάρω Δούκα


από το αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός στο Γιώργο Χειμωνά τεύχος Νο109,Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2000

Πριν 2 ώρες......

...ένα όμορφο βράδυ με τον φίλο μου τον Τάσο....
κρασί ημίγλυκο κόκκινο και όλα ωραία.

πηγαίνει να βρει την κοπέλα του.

επιστρέφω σπίτι...

καθ οδόν για την στάση του λεωφορείου έχω το mp3player στην διαπασών.
HOIST THAT RAG - HOIST THAT RAG....

στην Αγία Σοφίας ένας κρεμανταλάς ( που ήταν με δύο φίλους του ) περίπου στην ηλικία μου με δείχνει με το δάκτυλό του και γελάει...τον πλησιάζω...-Τι γελάς ρε; τον ρωτάω. Ότι θέλω θα κάνω λέει. Τον σπρώχνω, με σπρώχνει,με ορμάνε οι άλλοι,σκάω στον δικό τους μια ανάποδη με όλη μου την δύναμη ...πέφτει κάτω,οι άλλοι οι ''φίλοι του'' τρέχουν. Φεύγω...


Παλιομπινέδες

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

one thirty-six a.m.



I laugh sometimes when I think about
say
Céline at a typewriter
or Dostoevsky...
or Hamsun...
ordinary men with feet, ears, eyes,
ordinary men with hair on their heads
sitting there typing words
while having difficulties with life
while being puzzled almost to madness.

Dostoevsky gets up
he leaves the machine to piss,
comes back
drinks a glass of milk and thinks about
the casino and
the roulette wheel.

Céline stops, gets up, walks to the
window, looks out, thinks, my last patient
died today, I won't have to make any more
visits there.
when I saw him last
he paid his doctor bill;
it's those who don't pay their bills,
they live on and on.
Céline walks back, sits down at the
machine
is still for a good two minutes
then begins to type.

Hamsun stands over his machine thinking,
I wonder if they are going to believe
all these things I write?
he sits down, begins to type.
he doesn't know what a writer's block
is:
he's a prolific son-of-a-bitch
damn near as magnificent as
the sun.
he types away.

and I laugh
not out loud
but all up and down these walls, these
dirty yellow and blue walls
my white cat asleep on the
table
hiding his eyes from the
light.

he's not alone tonight
and neither am
I.

Night on Earth



1."Back in the Good Old World (Gypsy)" (Waits/Kathleen Brennan) – 2:30

2."Los Angeles Mood (Chromium Descensions)" – 2:35 (Instrumental)

3."Los Angeles Theme (Another Private Dick)" – 4:28 (Instrumental)

4."New York Theme (Hey, You Can Have That Heart Attack Outside Buddy)" – 4:03 (Instrumental)

5."New York Mood (New Haircut and a Busted Lip)" – 2:38 (Instrumental)

6."Baby, I'm Not a Baby Anymore (Beatrice Theme)" – 1:58 (Instrumental)

7."Good Old World (Waltz)" – 2:46

8."Carnival (Brunello Del Montalcino)" – 3:05 (Instrumental)

9."On the Other Side of the World" (Waits/Brennan) – 5:19

10."Good Old World (Gypsy Instrumental)" – 2:19

11."Paris Mood (Un De Fromage)" – 2:38 (Instrumental)

12."Dragging a Dead Priest" – 4:00 (Instrumental)

13."Helsinki Mood" – 4:10 (Instrumental)

14."Carnival Bob's Confession" – 2:17 (Instrumental)

15."Good Old World (Waltz)" (Waits/Brennan) – 3:56

16."On the Other Side of the World" – 3:59 (Instrumental)





Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

ευχή σε μια ευχή που γιορτάζει

καμμένη γη και όμως φυτρώνει το λουλούδι / ανθίζει / χαϊδεμένο από τις στάχτες / έστω και με αυτές στήνει γιορτή / σε χρεώνει αγάπη / δεν λογαριάζει να χαθεί / μόνο να ξεγελάσει μια απάτη / να γεμίσει μια ζωή / να στολίσει μια ψύχη / μικροκαμωμένο παραμύθι και στο τέλος αλήθειά / άγρια σιωπή / άγρια μουσική...

μουσική....μουσική...
μουσική....ναι,αυτό,αυτό,μουσική,σε παρακαλώ
κι άλλη μουσική για όσο μπορώ να σ' ακούσω.

μέσα από την πιο λυσσασμένη κραυγή σου,από την πιο αγριεμένη μελωδία σου,από τον χωμάτινο ψίθυρο σου, θα ξέρω ότι θα είσαι εκεί και θα γιορτάζεις και θα είμαι ευτυχής που κάνεις αυτό που πραγματικά θες
και αγαπάς....


--

Χρόνια πολλά δεσποινίς Αγγελίνα,

να είσαι καλά
( ακόμα και όταν δεν είσαι ).

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

απο το βιβλίο ΄΄Η βασιλεία των Κατσαρίδων΄΄


''...για αυτό έσβησαν τα φώτα οι άνθρωποι και τις στιγμές αυτές που τα κορμιά αναθυμιάζουν την κούραση της ημέρας πάνω στ΄ άσπρα σεντόνια, ονειρεύονται την μεγάλη ώρα που θα χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες, γιατί τα όνειρα δεν μπορούν να γεννηθούν παρά μονάχα στην δυστυχία,
τότε που δεν έχεις και ζητάς,
τότε που θες να φωνάξεις και ξένες παλάμες σου φράζουν το στόμα,
τότε που θέλεις να τρέξεις και σου κόβουν τους δρόμους,
τότε που σου γκρεμίζουν το σπίτι και συ κοπιάζεις να τ΄ αναστηλώσεις,
τότε που διψάς και σε ποτίζουν χολή και όξος,
τότε που σου πίνουν το αίμα και σύ σπαρταράς για ζωή,
τότε ονειρεύεσαι,
ονειρεύεσαι και προσδοκάς την Ανάσταση, γιατί το ξέρεις πως στο τέλος κάθε Γολγοθά υπάρχει μια Ανάσταση,........''


Γιώργος Β. Κάτος