Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

μ.


μουσική το χάραμα από την χαραμάδα 
καρφωτή, ρημάδα μουσική για βουβό πορνό
και μια ζωή.
 

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

μ.


δες ποιός τα μετράει μετά το χαλασμό
μετά το μακελειό ποιός τα λογαριάζει
ποιός χαμογελάει και κουδουνίζει ολόκληρος.


μ.


ανεπανάληπτοι (μοναδικοί) όταν κοιμούνται
ανεπανάληπτοι (μοναδικοί) όταν μας ξεκάνουν.

κρίμα, να μην υπάρχεις να τους θυμάσαι.  

μ.


 μην προσεύχεσαι για μένα 
βγάλε τον σκασμό και κάνα ρούχο καθαρό 
άσε την ψυχή μου κάτω 

όχι προσευχές και γκρίνιες 
ούτε μνήμες και μπαλώματα 

τώρα
μόνο δίπλα μου κι
απάνω μου θρονιάσου.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

προς Ν.Β.


  Βρήκες δουλειά, εγώ κάτι ψιλά από Δευτέρα, να μαζέψω φράγκα να γίνει άλλη μια κάθοδος, κατρακύλα στην Αθήνα, γαμπρός πάλι για τ' ανάθεμα γαμπρός. Όταν πάρεις το πρώτο βδομαδιάτικο, θα είμαι, τυχαία, κάτω από το σπίτι σου, να μου δώσεις τα μισά από τα μισά, να βγάλω τα Δισέγγονα της Αντιπαροχής ή τον Ξεναγό. Πρέπει να είσαι ο μονάδικος που έχει αγόρασει κάτι από αυτά που γράφω αλλά ήταν το μονάδικο χειρόγραφο όποτε ξεπούλησα και άλλο δεν θέλω. . .


 Και;  
Οι υπερτιμημένοι και κάτι παραπάνω;
 Με βλέπει το κάθαρμα και τον πιάνουν τρεμούλες.
Του κλείνω το μάτι και δεν μιλάει. . .
 Ένα βράδι του είπα - από το τηλέφωνο  - 
ότι αν ξανασηκώσει χέρι πάνω της θα τον μπαουλιάσω, 
θα τον βαράω μέχρι να πει ήμαρτον, ο ρεζίλης. . .
 Τα μασούσε. . . 
Στο τσακ ήταν ο ηλίθιος να μου πει 
΄΄Δικιά μου είναι, ό,τι θέλω την κάνω΄΄.
 Φάνηκε ό,τι ήξερε τι έκανε.
Ακόμα είναι μαζί.
Το παιδί δεν το χτυπάει, αλλά ούτε και εκείνη πια.
Όμορφες οικογένειες, ε; 
Δεν χωράνε κομπάρσοι και κασκαντέρ.


  Η ξεσκουριασμένη ξεκληρίδου παίρνει τηλέφωνα, βρίζει, απειλεί - θα σε κάψω, θα σε τελειώσω ρε. . .- της πετάω το περασμένες μου αγάπες, αφρίζει. . . Μπορεί καμιά μέρα να με βρείς με ένα μπουκάλι - άδειο μπουκάλι, όχι μαλακίες - στο κεφάλι. . . Δεν θα την προλάβω, θα γυρίσει εκεί που διάλεξε. . . Και θα γράφω μετά. . . Πως δεν την πρόλαβα και τράβηξε για εκεί που διάλεξε. . .



 Τα γκαντεμόσκυλα της κόλασης γυρνοβολάνε όπως πάντα. . .


  Με το Πτώματα, Πτώματα, Πτώματα του Ηλία Πετρόπουλου (με πρόλογο του Ηλία Χ.Παπαδημητρακόπουλου), πριν λίγες μέρες, πίσω από το Γεντί Κουλέ, εκεί που καθάριζαν αβέρτα.
  Στα πέριξ, κάποιοι που φαίνονται να έχουν ξεμπουκάρει και κάπνοι φεύγουνε ψηλά ψηλά, ελεύθεροι. . .



Να πάτε. . . 
Να πάτε εκεί που αγαπάτε.
Μπουκιά, φάπα, γκρίνια.
Κι ο άλλος ο χτικιάρης μας στέλνει ανταποκρίσεις 
από την Ιβηρική χερσόνησο 
για το πικρό μουνί της ξενιτιάς και πως του έλειψε η ρετσίνα.


  Σε ένα πρόσφατο διήγημα, ο Τολστόι μπουκάρει στην βιβλιοθήκη Κοζάνης. Ο δικός σου, ο Χ.Φ.Λ. ,σε ποια ελληνική πόλη θα πήγαινε; Στην Καλαμάτα; Στα Ιωάννινα; Στη Σύμη; Θα έπαιρνε και την μάνα του μαζί
και. . .

 . . . το Νεκρονομικόν με σελιδοδείκτη από λιγνίτη.
Και λίγη ακόμα αγάπη, από τα μπατζάκια. . .

02:44

  
  Δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα για αυτόν. Μόνο στέκεται μπροστά σου, φωνάζει κόκκινος - έχει δίκιο, δεν έχει; Ποιος βοσκάει με κουτόχορτο; - και το μόνο που ξέρεις είναι η κορμοστασιά του και ότι κάποια στιγμή θα σε πληρώσει - νάτο το δίκιο.  Σκέφτομαι εκείνη την στιγμή, τον George Carlin να λέει στο κοινό / εξελιγμένη ανθρωπότητα. . .  “Reminds me of something my grandfather would say. He'd say, "I'm goin' upstairs to fuck your grandmother." He was an honest man, and he wasn't going to bullshit a four-year-old'' και συνεχίζω τον κόπο μου. Μετά φεύγω προς τα πίσω, εκεί όπου εκείνη έρχεται, τρέχει μόνο με το μπουρνούζι - τρέιλερ ταινίας βραβευμένης στην άλλη άκρη της γης - ενώ μυρίζει κουτόχορτο αναμμένο και. . .

-  Πολύ καπνίζεις
- Γιατί το λες αυτό;
- Γιατί μου 'χεις γαμήσει το πακέτο, ρε. 
- Δεν θυμάμαι να έχει γίνει ποτέ αυτό. 
- Εσύ όλα τα θυμάσαι. . . Μόνο για αυτό δεν μπορώ να σε κατηγορήσω. Από μνήμη σκίζεις.
- Εντάξει, όχι και όλα αλλά θυμάμαι καλά εκείνη την φορά που είχες κάτσει σταυροπόδι απέναντι μου και μετά έμπλεξες τα πόδια σου περίεργα.
- Σου άρεσε;
- Σαν φιόγκος ήσουν, χωρίς την κούτα με το δώρο.
- ΑΛΗΘΕΙΑ;
- Μάλλον. Εσύ τι λες;
- Θα σου λεγα. . .

  Αλλά δεν λέει. Ξέρει ότι θα απαντήσω και αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Ίσως όταν τελειώσουμε και οι δυο. Θα φτάσουμε να πουλάμε τα μαχαίρια που καρφώθηκαν στην πλάτη μας, μισοτιμής. Για αυτό δεν λέει. Ευγενική, σαν κληρονόμος που έχει μάθει να περιμένει.



Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Ανταπόκριση

   
  Δεν ξέρω πόσο θα πάρει το κόμμα στις εκλογές, στο κουτάκι της μπύρας αυτής γράφει 7% και από κάτω STRONG. Με ένα μαρκαδόρο σημειώνω πλάι στο 7, 1 και την κάνω πιο δυνατή. Τα γραφτά ξεμένουν, τα ξεγραμμένα έρχονται με φόρα από τα αζήτητα και εκδικούνται, το χαρτί υγείας παραμένει σταθερό.

  Κατεβαίνουμε με τον Β., στην υπόγα που δεν είναι ταβέρνα - μας το είπε η σερβιτόρα κάποια στιγμή όταν της ζήτησα να φέρει κάνα μεζέ. Ο Β. μου λέει για ένα μυθιστόρημα του Χόθορν, το Σπίτι με τα εφτά αετώματα και πως αυτό ήταν αγαπημένο του Χ.Φ.Λάβκραφτ κι εγώ σκέφτομαι τρεις ηλίθιους που μπέρδεψαν το μασονισμό με τον μαζοχισμό και κατέληξαν κάπου κοντά στις Δωδεκαόροφες, πλάι στο σπίτι της γκόμενας του Αργάμη, να τους κοπανάνε με βούρδουλες και να τους φτύνουν. Ο εγωισμός τους τσαλακώθηκε εκείνη την ημέρα αλλά τους έμεινε η εμπειρία. Είναι σίγουρο ότι θα τους χρησιμεύσει κάποτε.
   Μετά από λίγο ο λούτρινος προβοκάτορας από την Κοζάνη, προχωράει στην σκηνή, βουτάει μια κιθάρα και μεταξύ χειροκροτήματος και ΄΄ Άντε γαμηθείτε΄΄ με το κοινό,  τραγουδάει κομμάτια ερωτικά, στα αγγλικά. Δεν καταλαβαίνουμε τι λέει - εγώ, ο Β. ίσως πιάνει τα μισά - αλλά φαίνονται ερωτικά. Εκείνος έχει ωραία φωνή, ρυθμό και φεύγει αύριο στα χακί - Γρεβενά μεριά. Από τα τραγούδια στις αναφορές τώρα. Δεν πειράζει. Ξεμπερδεύει σε εννιά μήνες. 

- Άλλοι υπηρέτησαν σαράντα μήνες, ρε.
- Ναι, ναι. . . Κι άλλοι πήγανε στον πόλεμο. Να κάνουμε τώρα ένα;

  Εμβόλιμα ακούγεται από το πάλκο ένας στίχος μου. - Θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάνε. Κι ανάποδα. Κρεμασμένοι. - Λέω στον Β. ΄΄Είναι δικό μου αυτό. . .΄΄ Μου λέει ΄΄Τα φυστίκια θα τα φας;΄΄. Παραγγέλνω δεύτερη μπύρα, να φέρουν κι άλλα φυστίκια και την μοιράζομαι χριστιανικά - όπως οι Ρωμαίοι μοίραζαν τους χριστιανούς στα θηρία πριν αλλάξουν τα κουμάντα - με τον Β. .

- Θα πάρετε άλλη; ρωτάει η σερβιτόρα.
- Όταν πάρει ο κύριος απέναντι μου το εφάπαξ.

 Έχουμε όμως να δούμε και άλλον νεοσύλλεκτο - Θήβα μεριά αυτός. Χαιρετάμε βιαστικά και φεύγουμε σαν θείτσες από την υπόγα.

  Στον δρόμο μετά.

- Αυτός είναι άνεργος.
- Που το ξέρεις;
- Ό,τι στοίχημα θες.
- Όχι, θα χάσω.
- Αν έβαζε εκείνος το ίδιο στοίχημα για εμάς, θα κέρδιζε.
- Ο καριόλης.


19/1/2014

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Φωτιές


Στον Γιώργο Σαββίδη

  Ο Γιατρός μπήκε μέσα στο θάλαμο αγκαλιά με ένα σωρό φακέλους με εξετάσεις.΄΄Πόσοι κόβονται σήμερα, Γιατρέ;΄΄. Δεν μου απάντησε και πήγε στον πρώτο ασθενή. 8 κρεβάτια στον θάλαμο, το δικό μου δίπλα στο παράθυρο και ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών 127. Είμαστε το οριζόντιο group των Αείμνηστων.  Με φέρανε εκεί όταν άρχισαν τα μέσα μου να ματώνουν. Κακή διατρόφη και ολίγα ψυχοπαθολογικά. Μαζεύτηκαν πολλά μέσα μου, έσκασαν και βρήκαν τρόπο να αδειάσουν.
   Μου βάλανε ορό και ο Γιατρός έδωσε εντολή  να μην μου δώσουν τίποτα να φάω. Σε τρεις μέρες έχασα κάπου 3 κιλά. Τα γένια μου τότε είχαν φτάσει μέχρι το στέρνο. Ο απέναντι μου, ένας κωλόγερος με το ίδιο πρόβλημα με εμένα μου είπε ότι είμαι σαν Ονούφρης. Τον ρώτησα γιατί δεν έρχεται κανείς να τον δει και το βούλωσε. Αμέσως ένιωσα άσχημα για αυτό που είπα. Αλλά μετά με έπιασαν οι πόνοι και το ξέχασα. Μπορεί και εκείνος.

  Το πρώτο βράδυ, με ξύπνησαν ουρλιαχτά. Ένας υστερικός νοσηλευτής φώναζε στις νοσοκόμες ΄΄Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΧΕΣΤΗΚΕ, ΕΛΑΤΕ, ΧΕΣΤΗΚΕ. . . ΤΙ ΜΠΟΧΑ. . . ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΕΜΈΝΑ. . .΄΄. Ο παππούς ήταν με εγκεφαλικό, δεν ένιωθε τίποτα και αυτός ο πούστης ούρλιαζε λες και έπιασε φωτιά. Ήθελα να σηκωθώ και να τον κάνω κόμπο αλλά ήμουν εξαντλημένος, αφυδατωμένος από την αιμορραγία. Ίσως αν του έλεγα ΑΓΑΠΟΥΛΑ, ΕΛΑ ΛΙΓΑΚΙ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ και τότε θα του την κάρφωνα με το κοντάρι του ορού. Δεν τον πρόλαβα, έφυγε και ήρθαν οι νοσοκόμες να καθαρίσουν τον γέρο.
 Κοιμήθηκα αμέσως.

  Παράξενο το όνειρο. Νύχτα, λέει έξω από ένα στρατόπεδο και περιμετρικά του αμάξια με τους οδηγούς να καβαλάνε πουτάνες. Έσκαγαν περιπολικά αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία. Μέσα στο στρατόπεδο, στην κορφή του όπου ήταν ο όρχος με τα οχήματα είχε ξεσπάσει πυρκαγιά. Καναδέζες σκάγανε, τα φανταράκια να τρέχουν με βρεγμένη πετσετούλα στο σβέρκο να σβήσουν την φωτιά. . . Οδηγοί και πουτάνες είχανε βγει έξω και χάζευαν, όπως χάζευουν το φεγγάρι στις ταινίες τα ζευγάρια . . Ένας μου ζήτησε φωτιά και του έδειξα αυτή μέσα στο στρατόπεδο. . . Γέλασε.

  Το πρωί ένιωθα να πνίγομαι και ξύπνησα. Η καθαρίστρια σφουγγάρισε το θάλαμο χωρίς να ανοίξει ούτε ένα παράθυρο και η μυρωδιά της  χλωρίνης κόντεψε να μας στείλει όλους αδιάβαστους. Βήχαμε όλοι μαζί με ρυθμό. Σηκώθηκα αργά αργά και άνοιξα το παράθυρο. Καταχείμωνο και οι γέροι άρχισαν να τρέμουν και να βρίζουν. Ο απέναντι μου είπε να με πετάξουν από το παράθυρο πριν το κλείσουν. Το έκλεισα, ξάπλωσα και κουκουλώθηκα για να μην τους βλέπω.

 Κάποια στιγμή βρήκα ένα περιοδικό στο συρτάρι του κομοδίνου δίπλα μου. Ο προηγούμενος από εμένα - τι να του είχαν κάνει; - θα το ξέχασε. Λογοτεχνικό. Ποιήματα, πεζά, δοκίμια και ένα αφιέρωμα στο λογοτεχνικό παλκοσένικο της Θεσσαλονίκης. Αυτός που το σκάρωσε, αναρωτιόταν για την εσωστρέφεια, το εσωτερικό μονόλογο που πήγαινε σύννεφο κτλπ. . . Πήρα ένα στιλό και έγραψα από δίπλα 40.000 ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ, ΜΑΣΤΟΡΑ, ΦΑΓΗΤΑ ΒΑΡΙΑ ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕΙΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ.

  Κατά τις δώδεκα ήρθε ο Γιατρός με την ακολουθία του. Μέχρι να έρθει σε μένα σκεφτόμουν πόσο κόσμο έκανε καλά. Σίγουρα την μάνα του. Τον πατέρα του, μπορεί. Στο πρόσωπο του φαινόταν αυτό. Του τρώγαμε το χρόνο. Εγκεφαλικά, εντερορραγίες, διαβητικοί, ο διπλανός μου είχε πιει κατά λάθος - έτσι μου είπε - νέφτι αλλά τον προλάβανε.

  Ήρθε κάποια στιγμή μαζί με το μπουλούκι μπροστά μου. Κοίταξε το φάκελο μου, ρώτησε μια σκατόφατσα από την ακολουθία τι έχω, η σκατόφατσα κάτι πήγε να πει, ο Γιατρός τον διέκοψε και είπε κάτι άλλο. Κοίταξε τις εξετάσεις και μου είπε ΄΄Δεν βλέπω κάτι το αρνητικό. . . Ούτε όμως και θετικό σε εσένα΄΄. ΄΄Γιατρέ αυτό μου το λέει συχνά η γυναίκα μου. . . Μήπως την ξέρετε;΄΄. Δεν μου απάντησε. Είπε να συνεχιστεί η νηστεία και βλέπουμε. Τον ρώτησα αν θα ζήσω. Μου είπε ότι θα ζήσω. Τον πίστεψα. Πήρε το μπουλούκι του και πήγε στον διπλανό θάλαμο.

  Όταν ήρθε το φαΐ, η διάθεση στο θάλαμο έφτιαξε κάπως. Το φαΐ βέβαια δεν ήταν για αρρώστους, ήταν για μελλοθάνατους αλλά ήταν τζάμπα και το χάρηκαν όλοι. Ρώτησα την τραπεζοκόμο τι γίνεται αν κάποιος δηλητηριαστεί από το φαΐ μες στο νοσοκομείο. Τον πάνε σε άλλο νοσοκομείο;  Δεν μου έδωσε σημασία, μια ματιά μόνο μου έριξε και σημείωσε  κάτι σε ένα κωλόχαρτο που είχε.

  Πριν την ώρα του επισκεπτηρίου έγινε. Η φωτιά ξεκίνησε από το ακτινολογικό στον κάτω όροφο. Μας είπαν να μείνουμε στα κρεβάτια μας μέχρι να σβήσουν την φωτιά. Θέλανε να μας κάψουν; Πήρα τον απέναντι και κατεβήκαμε κούτσα κούτσα κάτω στην αυλή για τσιγάρο. Έσβησαν την φωτιά τελικά, το επισκεπτήριο όμως αναβλήθηκε. Ο απέναντι δεν στεναχωρήθηκε και πολύ.

- Στα αρχίδια μου για το επισκεπτήριο. . . Έτσι και αλλιώς δεν θα έρθει κανείς να με δει. . . Έχεις ακόμα ένα τσιγάρο;
- Ένα μόνο.
- Γαμώτο.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

\


το τομάρι
άλλο δεν τεντώνει
δεν μιλάει
δεν κοροϊδεύει
δεν είναι ευχή που χουφτώνει

το καμένο χαρτί
που μουτράκλες πολλές φώτισε
μια στιγμή πριν το πάρουν
είπε τους ανέμους όλους δικούς του


αυτή η στερνή γνώση που στάζει
εκνευριστικά δεν λέει να μας
πνίξει.