Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

ηθελημένα ή αθέλητα



κατηφόριζα, κατρακυλούσα από την Ροτόντα

όλοι ήταν σε ταξίδι ή λουστράρανε την ψυχή τους κάπου

μια κοπέλα - μπαλαρίνα ή απλήρωτη φόνισσα
έσκασε μπροστά μου

΄΄Είσαι ωραίος΄΄ είπε
και κύλησε σαν μηδέν
με την παρέα της στην Εγνατία.

χαμογέλασα
ξέχασα όμως
να την πληρώσω να της πω ένα αστείο
ή μια ιστορία που όλοι νομίζουν ότι
ξέρουνε το τέλος - για εκείνον τον διακριτικό που
την απάτησε χωρίς να της πατήσει την καρδιά,
για εκείνη που της έκλεψε την σειρά στην ουρά
για τον γκρεμό, για τα δεντρά που την καρτερούν
να τα στολίσει όπως εκείνη πιστεύει ότι θα
είναι ΄΄ωραία΄΄ πριν τα κάψει, να την ρωτήσω πως
την βάφτισαν τα συμφέροντα και πως την φωνάζουν
οι καβαλάρηδες της.



Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

α




άπειρες απόπειρες απόψε
πορείες άπειρες απόψε
απόπειρες απόψε άπειρες
άπειρες
άπειρες
πορείες
απορίες
απόπειρες
απόψε
απόψε

πορείες
άπειρες απορίες απόψε
απόπειρες άπειρες απόψε




όλοι κάπου γεννήθηκαν
τους γέννησαν
για να χτυπηθούν και
να αγαπήσουν
αλλά ποιος μετράει πια πληγές;
- αυτός που τις θέλει πάντα αλατισμένες
και νόστιμες. . . διαφημιστής και εμφανίσιμος
πάντα και από παντού, σαν κέρατο στο κεφάλι
σαν μιζέρια κολλημένη στο πρόσωπο σαν μάσκα
από την μια άκρη ο βάλανος και από την άλλη ο
μαλάκας που φιλοσοφεί και χαζεύει το άπειρο
στα σκέλια την συμπαθητικής, της αυτόματης
αγάπης, της ρημαγμένης αγάπης
σε ένα τρελό πηγαινέλα στα χαρακώματα της
με το συναισθηματικώς
ενδιαφέρον ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ στο μέτωπο της.

Πριν σβήσει θα χαθεί για να βρει κάτι
κάπου να φτάσει
να δακρύζει, να κλάψει να γεμίσει τα ποτήρια
τα μπουκάλια το σπίτι τον πλανήτη, να πλημμυρίσει
σαν πλήθος χωρίς διμοιρίτη τους δρόμους που του
ανήκαν από πάντα.


άπειρες απόπειρες απόψε
πορείες άπειρες απόψε
απόπειρες απόψε άπειρες
άπειρες
άπειρες
πορείες
απορίες
απόπειρες
απόψε
απόψε

πορείες
άπειρες απορίες απόψε
απόπειρες άπειρες απόψε

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Μ.Ε.ή Θ. ή 3,52



αν είχα μια αλυσίδα θα σε έβαζα στα κλειδιά μου
μα εσυ γλιστράς απότομα και φεύγεις
και ψάχνω πασπαρτου
το βρίσκω το γυαλίζω
το περιφέρω

μα οι πόρτες
χωρίς κλειδαριές.


Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Θεσσαλονίκη, Κατοχή




«Η νεκροφόρα του Δήμου προοριζότανε για τους άπορους. Μιλάμε για μια μαύρη παλιοκαρότσα με ένα ψοφάλογο, που το κουμαντάριζε ο ατυχής ηνίοχος. Τον ηνίοχο τον λέγανε Χαρίτο και ήταν πασίγνωστος στην πιάτσα των χασικλήδων, γιατί ο Χαρίτος πούλαγε στη ζούλα τσίκες. Ο Χαρίτος ήταν ένας γιγάντιος αμπλαούμπλας. Φόραγε πάντα στο κεφάλι έναν πλεχτό μάλλινο κούκο με φούντα. Μίλαγε βραχνά και κουτσαβάκικα, σαν τον Μάρκο Βαμβακάρη. Γνώρισα τον Χαρίτο το ’44 και κράτησα την φιλία μαζί του για πολλά χρόνια, γιατί ήτανε έξυπνος και αξιαγάπητος.

Όταν λοιπόν, ο Χαρίτος κατέφθανε στο νεκροταφείο της Αγίας Φωτεινής, σταμάταγε στην πύλη κι άφηνε τα σχετικά χαρτιά στην γραμματεία και, συγχρόνως, καλούσε τους νεκροθάφτες. Το άλογό του ήταν καταϊδρωμένο από τον ανηφορικό χωματόδρομο, που σήμερα τον λένε οδό Λαχανά. Οι νεκροθάφτες παρίσταναν τον κουφό, ώσπου ο Χαρίτος οδηγούσε τη νεκροφόρα πλάι σε κάποιον ανοιχτό ομαδικό τάφο. Εκεί, άνοιγε τα δύο πίσω πορτάκια της νεκροφόρας κι απομακρυνότανε τρέχοντας, εξαιτίας της μπόχας.

Οι νεκροθάφτες με διάφορες προφάσεις κωλυσιεργούσαν. Δεν φαινόντουσαν πουθενά για πουθενά. Και τότε, επαναλαμβανότανε ομοιόμορφα μια απερίγραπτη σκηνή: ο Χαρίτος γαμωσταύριζε, οι νεκροθάφτες του φώναζαν από μακριά να κατεβάσει τα πτώματα από τη νεκροφόρα, ο Χαρίτος απαντούσε ότι τυγχάνει αναρμόδιος, οι νεκροθάφτες ισχυριζόντουσαν ότι δικιά τους δουλειά είναι μόνον η ταφή κτλ. κτλ. Στο τέλος ο Χαρίτος (αναθεματίζοντας την μοίρα του) γράπωνε από το ποδάρι ένα-ένα τα πτώματα και τα βρόνταγε καταγής. Καθώς τα πτώματα έπεφταν χάμω έσκαγαν σαν μπαλόνια. Τότε πλησίαζαν οι νεκροθάφτες και έπιαναν να σκουντάνε τα κουφάρια με τα φτυάρια, για να κυλήσουν μέσα στον ομαδικό τάφο. Όλο αυτό το διάστημα ο παπάς του νεκροταφείου έμενε κρυμμένος στην δροσιά της εκκλησιάς. Ποτέ μου δεν είδα αυτόν τον πουστόπαπα να ψέλνει μιαν ευχή για τα σκοτωμένα παιδιά…»


«Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου ο Χαρίτος εξαφανίστηκε. Είπανε πως τον σκότωσαν οι ταγματασφαλίτες, για να του πάρουν τις τσίκες. Την άνοιξη του ’45 τράκαρα τυχαία τον Χαρίτο στον δρόμο. Έμεινα ξερός. Τον ρώτησα πού είχε χαθεί. Και μου διηγήθηκε την ιστορία του. Τον είχαν εκτελέσει οι ταγματασφαλίτες με ριπές και τον άφησαν νεκρό. Όταν έφυγαν, ο Χαρίτος πήρε τα χυμένα άντερά του στα χέρια και σύρθηκε προς κάποιο νοσοκομείο, ψιθυρίζοντας στον εαυτό του: αγάντα, Χαρίτο! Τελικώς επέζησε».


Ηλίας Πετρόπουλος
παρμένο από το βιβλίο
Πτώματα, Πτώματα, Πτώματα

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

στο τηλέφωνο



Παρακαλώ;. . . Όχι δεν παρακαλώ να με γαμήσεις. . . Ναι,ναι. . .Αστειάκι. . . Έλεγα και εγώ παλιά τέτοια και με δέρνανε. . .Κατάλαβα. . . Που είσαι;. . . Ωραία είναι εκεί. . . Σου έβγαλε τίποτα;. . . Α, τα ρούχα της. . . Και τί κάνει;. . . Άντε ρε. . . Άμα πηγαίνεις σε πορείες, αυτά είναι παιχνιδάκι, ναι. . Είναι δίπλα σου τώρα;. . . Στο μπάνιο. . . Και γιατί δεν πας και εσύ;. . . Είναι μικρό ε; Σωστά. . .Αυτή είναι και ψωμωμένη. . . Ναι, ναι, άλλο να παρκάρεις Ferrari και άλλο νταλίκα. . .
Τι; Το βράδυ; Ναι, μπορώ. . . Θα πάω σε λίγο να καταθέσω στο Τμήμα. . . Ε, να. . . Ο από πάνω πήδηξε από το μπαλκόνι και έσκασε στο δρόμο. . . Πέρασαν και δυο μηχανάκια από πάνω του. . . Τώρα θα πάω να καταθέσω. . . Θα τα ρίξω όλα στο αφεντικό του. . . Η γυναίκα του είναι το αφεντικό του. . . Αυτή τον έστειλε. . . Έχω και ένα σημείωμα δήθεν δικό του που το αποδεικνύει . . Στα 6 μέτρα θα την στήσω. . . Θα στην μάθω εγώ να μου κάνει τράκα τσιγάρα. . . Τι; Γιατί είμαι μαλάκας; Να την στήσω καλύτερα στα τέσσερα; Μαλακίες. . . Άμα την ακούσεις μόνο. . . Ούτε καν να την δεις . . Άντε τέλειωνε. . . Μου τελειώσανε και τα τσιγάρα. . .
Σε απέλυσαν;. . . Για το καλό σου; Σωστά. . . Για να δεις τις άλλες προοπτικές που έχεις. . . Εγώ βρήκα δυο μεροκάματα. . . Σακιά με άμμο . . Όχι σε αερόστατα ρε. . . Σε μια οικοδομή κάνουνε κάτι μερεμέτια. . . Μια μέρα δουλειά την τραβήξανε μια βδομάδα. . . Μην πέσεις σε μάστορες και γιατρούς. . . Άστα να πάνε. . .
Βγήκε από το μπάνιο ε; Τι που το κατάλαβα; Άκουσα τα βήματα της. . . Άντε κλείσε να σε φάει με την ησυχία της. Θα τα πούμε το βράδυ με ο,τι απομείνει από εσένα. . . Γεια. . .


BAD AS ME





You’re the head on the spear
You’re the nail on the cross
You’re the fly in my beer
You’re the key that got lost
You’re the letter from Jesus on the bathroom wall
You’re mother superior in only a bra
You’re the same kind of bad as me

I’m the hat on the bed
I’m the coffee instead
The fish or cut bait
I’m the detective up late
I’m the blood on the floor
The thunder and the roar
The boat that won’t sink
I just won’t sleep a wink
You’re the same kind of bad as me

No good you say
Well that’s good enough for me

You’re the wreath that caught fire
You’re the preach to the choir
You bite down on the sheet
But your teeth have been wired
You skid in the rain
You’re trying to shift
You’re grinding the gears
You’re trying to shift
And you’re the same kind of bad as me

They told me you were no good
I know you’ll take care of all my needs
You’re the same kind of bad as me

I’m the mattress in the back
I’m the old gunnysack
I’m the one with the gun
Most likely to run
I’m the car in the weeds
If you cut me I’ll bleed
You’re the same kind of bad as me
You’re the same kind of bad as me


Tom Waits

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

όντας



εμπειρίες ομορφιάς
χωρίς πλήθος ή εξηγήσεις
άνευ νοήματος
άνευ αριστουργήματος
φασαρία δίχως λόγο
μουσική

με το ον και το προϊόν αγκαλιά

μαύρα μεροκάματα στα
πόδια σου / φιλιά απλήρωτα
χαρτογραφούν αυτή την
γαμημένη ερημιά / δεν
περιμένεις / στέκεσαι σε
μια επανάληψη

και εγώ προβλέψιμος
του κερατά

και εγώ ζωντανός
σχεδόν
υπογράφω / παίρνω
όλες τις ευθύνες και
γελάω με αστεία ερωτικά
τραγούδια, ντυμένα με
πανέμορφες δύσκολες μελωδίες

με χέρια που τρέμουνε
σου δείχνω το φεγγάρι
με χέρια που τρέμουνε
φτιάχνω τον κάθε ρυθμό
να ζήσω να σκαλίσω
πάνω σε μαρμαρένια λογική
τύχες και ευχές, να στολίσω
τις εικόνες που δεν πιστεύει κανείς
με στίχους και άλλα
τάματα, να ματώσω για
να βρω λίγο χρώμα να
βάψω τους τοίχους πριν
πέσουν.


με το ον και το προϊόν αγκαλιά








τάξη



ανοίγεις περισσότερους λάκκους
από αυτούς που μπορείς να
αγαπήσεις

μα πάντα ζεσταίνεις το χώμα
για εκείνον που θα ρίξεις
μέσα.

ανοίγεις το στόμα σου
δεν ξέρεις τι θέλεις να πείς
δεν ξέρεις τι λες

μα ο τρόπος τους πείθει
όλους και συμφωνούν.

ανοίγεις τα μάτια σου
και βλέπεις τα
πάντα τρομαγμένα
και κρυμμένα / μια
παρέλαση μπροστά σου
τρέχει να σωθεί

όμως αν τολμήσεις
να σκεφτείς
σε όλα υπάρχει λογική
και τάξη.


από εκεί. . . από εδώ. . .






Στα Οινοπνεύματα Αντιλογίας θα δημοσιεύονται στίχοι και διηγήματα. Το ημερολόι θα δέχεται άλλου είδους ανταποκρίσεις. Η απολογία συνεχίζεται.


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Οινοπνεύματα Αντιλογίας



λίγο φως
αν αντέξεις
λίγη πλάνη
αν πιστέψεις




΄΄ο παλιάτσος κοιτάει αυτούς που χορεύουν,εκείνος που δεν χόρεψε ποτέ και σκέφτεται : θα σας κρεμάσω στον πολυέλαιο και γύρω γύρω θα σας γυρνώ,σε τροχιά γύρω από την δυστυχία μου.

η νύφη ξαπλωμένη μέσα στο νυφικό της αναρωτιέται γιατί ο γάμος της δεν ήταν όπως στις ταινίες - ο γαμπρός τρεκλίζοντας ψάχνει κάπου να ξαπλώσει μέσα στο νυφικό΄΄



της είχα πεί
μπορείς να ανάψεις
το φεγγάρι να σε δω;

απάντησε
-περίμενε να ξημερώσει
ακρίβυνε πάλι το ρεύμα


΄΄Μην μου σαλιώνεις τα τσιγάρα,ρε. . .΄΄




Κάποτε τον ρώτησαν σε μια συνέντευξη ποιος είναι τελικά ο τρελός λαγός.
απάντησε χαμογελώντας:

-Εγώ.





. . . χαμόγελό χωρίς γιατί. . . .





''πες τα παιδιά
ότι οι μπύρες
είναι φτηνές
μα οι γιατροί
σου πίνουνε
το αίμα
για να σε κάνουν
καλά


πες
τα παιδιά
ότι αν θέλουν
να ονειρεύονται
πρέπει
να κοιμούνται
πολύ''






''- μην με υποβιβάζεις σαν άνθρωπο. . .
- κοίτα μην σε υποβιβάσω από τις σκάλες και κατρακύλας . .''




΄΄. . .οι Τρώες, αλογομούρηδες φανατικοί, πόνταραν σε λάθος άλογο. . .΄΄




- Υποτιμάς τον εαυτό σου νομίζω.
- Μην νομίζεις. να είσαι σίγουρη. το θέμα δεν είναι ότι εγώ υποτιμώ τον εαυτό μου. Όλος ο αγώνας μου είναι να μην τον χάσω. Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες
- Μα οι λεπτομέρειες κάνουν την διαφορά...
- Και ένα στόμα μπορεί να λέει τις μεγαλύτερες μαλακίες αλλά να κάνει θεϊκά τσιμπούκια.
- ε ;




Το τασάκι είναι γεμάτο αποτσίγαρα, ένας λόφος αποτσίγαρα. Στην κορυφή τους έχεις καρφιτσώσει μια οδοντογλυφίδα με ένα κουρελόχαρτο .΄΄Θα κατακτήσω τον λόφο του καρκίνου΄΄ λες και γελάς.




΄΄Κάποιος
πρέπει
να αλλάξει
την λάμπα
στο μπουρδέλο

και
οι Πουτάνες απεργούν...΄΄




έβηξα.
ήρθε δίπλα μου.
- Καρκίνος, έ;
- Άντε και γαμήσου ρε Καργιολόπουστρα.






δεν στο πλήρωμα του Enola Gay
δεν δολοφόνησε τον Καρυωτάκη
δεν ήταν αυτός που πέταξε το τσιγάρο και λαμπάδιασε η Jeanne d'Arc
δεν ήταν εγκληματίας με ιδεολογία
ούτε είχε απόψεις όταν δεν υπήρχε σώμα να τριφτεί.





καθαρό το πρόσωπο
οι λεκέδες στο μυαλό

το χαμόγελο

σαν θεός
και το γέλιο
σαν ύμνος




και άκουγα όλη μέρα Καζαντζίδη
και περίμενα να ΄ρθούνε να με πάρουνε
και δεν ήρθε κανείς
και όλα ήταν στην θέση τους
και εγώ έδωσα την θέση μου σε μια στρίγγλα να κάτσει
και εκείνη είπε ότι εκτός από την θέση, της ανήκει και ο κώλος μου
και γέλασα όπως ποτέ μου
και ήθελα να μάθω κιθάρα μα τα χέρια μου είναι χοντρά και τρέμουν
και κανείς άγγελος δεν ψιθύρισε το όνομα μου
και ειρωνευόμουν
και πεθαίνω
και κανείς
και τίποτα
και ο,τι δεν θες να πάει καλά είναι τόσο γαμημένα υπολογισμένο
και ο,τι θέλεις να πάει καλά είναι ότι θέλω
και μια πουτάνα στην Γιαννιτσών μου χαμογέλασε χωρίς να μου δείχνει
τους κυνόδοντες της ή να την πληρώσω
και μια ιστορία αστεία που όλοι είναι τακτοποιημένοι
δεν είναι αστεία
και μια ιστορία που όλοι είναι γυμνοί δεν είναι ξεκάθαρος
έρωτας, είναι ανελέητη αγάπη - υπάρχουν και οι υπότιτλοι που το αποδεικνύουν
και αυτοί που πήγανε να μας ρουφήξουν το αίμα
με τρύπιο καλαμάκι, ψάχνανε για μαλάκες
και εμείς κάποιον να μας ακουσεί
και ο Bukowski, ο Celine, o Hamsun, o Χάκκας, ο Χειμωνάς, ο Αναγνωστάκης και
ο Hieronymus van Aken, είναι νεκροί
και στην άνω πόλη μια που αξίζει χαζεύει φεγγίτες
και στην άνω πόλη άλλη μια που αξίζει δεν αντέχει την ηρεμία της
και το σώμα μου ας ήταν ακορντεόν να βγάλει μια μελωδία που να αξίζει
ή να σε κάνει να κλείσεις τα μάτια σου και να σκεφτείς να θυμηθείς κάτι καλύτερο
από αυτό που νομίζεις, από αυτό που κάθεται δίπλα σου
και όποιος μαθαίνει στα στριφτά πάει σφαίρα για καριέρα χασικλή
και τα δάχτυλα μου ακόμα τρέμουν, έχουν ρυθμό, έχουν στόχο μα δεν βρίσκουν
σκανδάλη να τραβήξουν
και ήταν Κοζάνη του Καλογήρου
ο Σοχός (ουχί Soho) του Βέλγου Δικτάτορα Goulou
το Νεστόριο με συναυλιές και ζαχαρωτά και Ντιν Νταν Ντον Ντίνο να ρολάρει
η Βεργίνα με άτριχους αντιεξουσιαστές και σημαδεμένες αντιεξουσιάστριες
και ήταν τρεις απόπειρες εναντίον μου
και ήταν οι νοσοκόμες για την βρώμικη δουλειά και οι γιατροί
με τα καθαρά χέρια - ήρθαμε ισοπαλία
και ήταν η νύφη και ο γαμπρός με το ραγισμένο χέρι, δυο φτωχομπινεδιάρικες
πλαστικές βέρες και βίος ανθόσπαρτος
και ήταν ο Ερωτικός Μετανάστης Σούλης Νταλέσκου
και ήταν ο Ονειρικός Καριόλης Νικολάϊ Βότσίνσκι
και ήταν η Debbie Tourbo που είναι ξωτικό και μάγισσα και ο,τι θέλει πάντα
και ήταν η Αγγελύνω /Αγγεδένω και η πομπή από πίσω της
και ήταν η Μ. Ελευθερία ή Θάνατος που έχει δίκιο και ωραία φωνή
και ήταν η Αθήνα, μπουρδέλο-πολυκατάστημα για να έχουμε να λαμβάνουμε
και ήταν η Θεσσαλονίκη, μπουρδέλο-ρετρό για να έχουμε να λέμε
και ο ουρανός κόκκινος από την μόλυνση, τα ζευγαράκια να τον χαζεύουν,
να κάνουνε όνειρα, να σχεδιάζουν την ζωή τους πάνω σε ένα πεδίο μάχης
και ήταν μια γροθιά οργισμένη που ανέβαινε κατέβαινε, πορείες
που δεν φτάσανε πουθενά

και ήταν στις 19/10 1983 που έγινε η πρώτη προβολή και 6 χρόνια ακριβώς και
μισή ώρα αργότερα, η επανάληψη της.


Χρόνια μας Πολλά Παναγιώτη.


υ.γ.

΄΄. . .στο ορκίζομαι θα γίνω μια μέρα μεγάλος συγγραφέας και θα γράψω πολλά βιβλία που θα έχουν πολλήν ανθρωπιά και θα μιλάν για όλους μας έτσι καθώς είμαστε στριγμωμένοι ο ένας μέσα στον άλλο . . .΄΄*


Γιώργος Χειμωνάς, Πεισίστρατος

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Σημειώσεις 3


καντάδες / στίχοι αράδες, κανένα βιβλίο δεν τους χωράει δεν τους βολεύει / ο νεκρός πάντα μαζί μας / το φιλί μετά από διαπραγματεύσεις / περιμένουμε έναν ηλίθιο να ξεκινήσουμε για να πάμε στους πολλούς / μια κοπέλα ψάχνει να διακοσμήσει τον εσωτερικό κάτωθεν της χώρο - από εκεί και η έκφραση ΄΄ του χώρου΄΄ .ψύχρα - πρόσωπα κατεβασμένα προσέχουν μην τους πατήσει κανείς περαστικός τα μούτρα.


Ο Βότσης που μέσα του τρέχει αίμα και φιλμ από b-movies - θητεία στην σαπίλα και τα διαμαντάκια να γυαλίζουν. Ναι, το ΄΄Επίθεση στον Σταθμό 13΄΄ του Carpenter ήταν αριστούργημα και άσε όσους ψάχνουν το νόημα να τους βρει σαν κακό, από μόνο του.

Ο Ντίνος - που δεν μου απάντησε τι είναι μελωδία - βγάζει λεφτά από την Τέχνη1 του. Ζωγραφίζει, γρατζουνάει την κιθάρα και τραγουδάει παλιά λαϊκά άσματα σε παλαιούς βετεράνους που τα κυπαρίσσια τους γνέφουν.

Ο Αδερφός μου ελέγχει την κίνηση των υδάτων στα σύνορα και φτιάχνει Cheese Cake για αξιωματικούς που έχουν σιχαθεί την στολή τους - το πετσί τους.

ο Μάριο Μονιτσέλι, ο maitr της Ιταλιάνας Κωμωδίας,σε ηλικία 95 ετών, έκανε φέτος το Salto Mortale από τον πέμπτο όροφο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν με καρκίνο του προστάτη. Δεν ήθελε να γίνει βάρος στους δικούς του.

ο Ιερώνυμος Μπος, μια ιδιοφυΐα που έπεσε από τον ουρανό στον δέκατο πέμπτο αιώνα.

Παιδιά, λένε, λιποθυμούν σε προαύλια σχολείων, από την πείνα. Η αξιοπρέπεια του κανιβαλισμού είναι θέμα χρόνου να συζητηθεί. Μέχρι τότε εξετάζουμε ρουφιάνες στατιστικές, αναλύσεις και θύματα άνευ ευθύνης και θύτη. Η Αθώα δεκαετία του ΄50 που δεν είδαμε στις ταινίες, επιστρέφει.


1''Art is making something out of nothing and selling it'''
εκ του Ζαππείου

παραμονή


στις ράγες
στις μάντρες
στις ραγάδες
στις χαράδρες

η αγάπη είναι θέμα ισορροπίας
χρόνου

αναλογίας

δύναμης
μελωδίας


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

. . . . / . . . . .



είπε ξεφυσώντας ΄΄ τέλοσπάντων΄΄
και
ήρθε το τέλος των πάντων.


Σημειώσεις 2


Υπήρχε ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε ποτέ. Τίτλος - Πάρτι Μασκέ. Ήμουν μικρός και ο Βότσης ήταν όπως είναι και σήμερα, ίσως λιγότερο πυρπολημένος. Ήταν μια ιστορία ενός ιερέα και ενός τραπεζίτη. Δυο καθίκια που θα βλέπανε σε ένα πάρτι μασκέ τα εγκλήματα τους στα πρόσωπα μικρών παιδιών. Η ιδέα μας ήρθε έξω από ένα φροντιστήριο την ώρα που περπατούσαμε χωρίς να έχουμε κάποια Ιθάκη στο μυαλό μας. Οι Ιθάκες είναι για όσους ξέρουν να διαβάζουν ή να ταξιδεύουν ΄΄στην μοναξιά του Χρόνου΄΄. Εμείς μπερδευτήκαμε με βλακείες και προσπαθήσαμε να ξύσουμε μια κρούστα μαλακίας πάνω από την παράνοια. Πράγματι. Θα το γράφαμε μισό μισό με τον Βότση. Αλλά δεν τράβηξε. Ήταν όμως καλή ιδέα για ταινία, έ, Νίκο;


vals vals



ξυπόλητη πάνω στα μάρμαρα - ταπ ταπ ταπ ταπ -


τίποτα το περιττό.

ξυπόλητος πάνω στα κάρβουνα

όλα κανονισμένα.

και πως ταιριάζουν.


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Σημειώσεις


Με ένα κάρο προκαταλήψεις και μια εντερορραγία από πίσω. ΄΄Θέλω να ζήσω...΄΄, κανέναν δεν άκουσα να το λέει σκέτο αυτό, όλοι βάζανε κάτι για σάλτσα από δίπλα. Στο νοσοκομείο. Στο τραπέζι, στην μέση του θαλάμου έγραφα. Ένας από το Άργος Ορεστικό, σειρά 311, με ρωτάει ΄΄Είσαι Συγγραφέας;΄΄. Πήγα να του απαντήσω αλλά εκείνη την στιγμή μας σερβίρισαν την κομπόστα και έτσι τον άφησα να την απολαύσει. Βγήκα έξω στο μπαλκόνι να καπνίσω. . . Από κάτω ήταν η αυλή του ψυχιατρικού. Οι ασθενείς με χαιρετούσαν και μου ζητούσαν τσιγάρα. Πέταξα δυο τρία. Χάρηκαν. Ένας είχε φυτέψει φλούδες από μανταρίνια, τα πότιζε συνέχεια και περίμενε να φυτρώσουν, να φάει μανταρίνια. Ένας άλλος έκανε ασκήσεις πολεμικών τεχνών και μου έλεγε ΄΄Κοίτα. . . Κοίτα τι θα κάνω΄΄. Χοροπηδούσε, έριχνε γροθιές στον αέρα, έβγαζε ιαχές πολεμικές μέχρι που βγήκε η νοσοκόμα έξω και τους μάζεψε όλους μέσα. ΜΗΝ ΜΙΛΑΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΣ μου είπε. ΕΝΤΑΞΕΙ. . . ΔΕΝ ΣΑΣ ΜΙΛΑΩ, ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ. . . της είπα τονίζοντας το ΄΄Δεσποινίς΄΄. Ηταν κάπου στα πενήντα αλλά έμοιαζε μεγαλύτερη. Με κοίταξε βλοσυρά. Τηλεφώνησε ύστερα στην Προϊσταμένη του ορόφου που ήμουνα μου και της είπε ότι κάπνιζα στο μπαλκόνι. Μου κάνανε παρατήρηση. Τους είπα ότι ότι αυτή που με κάρφωσε είναι ψυχασθενής, για δέσιμο και ότι φύτεψε στην αυλή του κάτω ορόφου φλούδες από μανταρίνι και περίμενε να φυτρώσουν. Η Προϊσταμένη έδειχνε ότι με πιστεύει. Την επόμενη μέρα μου είπανε να κατέβω στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου για μια συζήτηση με τους γιατρούς. Ο ψυχίατρος αφού έμαθε το όνομα μου, με ρώτησε χαμογελώντας - Σου αρέσουν τα μανταρίνια;

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

3834 ή Α.Β.Ν.


- Το μυαλό σου και μια λίρα

- Λίρα εκατό

όλες οι ειρωνείες και οι εξυπνάδες που δεν κατέληξαν πουθενά - πάντα οι πιο πετυχημένες ήταν αυτές που δεν είχανε ουσιαστικά στόχο, μια μάχη που ξέρουμε πως θα αρχίσει και ποιος θα μείνει σακάτης στο τέλος - τις έχω όλες μέσα εδώ μέσα, έχουν σκουριάσει και τις λαδώνω, όπως κάθε αξιοσέβαστη σύντροφος τις κλειδώσεις του καλού της και τούμπαλιν.

όπως τότε που ήθελα να πάρω αναβολή, το αίμα έτρεχε συνέχεια και κατέληξα να σπρώχνω έναν καυστήρα 2 τόνων με άλλους 10 - 5 πομάκους για όλες τις δουλειές και 5 ειδικοδυναμίτες για όλες τις δουλειές - για να ακούσουμε ένα ΜΠΡΑΒΟ πριν έρθει ο General Αρχίδας. η άλλη περίμενε έναν Αρθούρο Ρεμπώ - ομορφάντρα εννοώ, όχι έμπορο όπλων - και της εμφανίστηκε ένας Βασίλης Αυλωνίτης με χαμηλή αυτοεκτίμηση αλλά ΙΚΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. με δανεικά έβγαινα από την μονάδα απόγευμα και το επόμενο πρωί τα επέστρεφα. γόπα αγκαζέ, μπινελίκια και αλλά χαριτωμένα. ρωτούσα επί έξι μήνες, κάθε μέρα, τον άγνωστο μεταφραστή του Δουμά, Τιλκερίδη Γεώργιο, που εξοντώναμε ακακίες μαζί ΄΄Φωτιά έχεις;΄΄. δεν κάπνιζε και μου απαντούσε ΄΄ΜΟΥ ΕΧΕΙΣ ΠΡΗΞΕΙ ΤΟ ΣΥΚΩΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΦΩΤΙΑ. . ΔΕΝ ΚΑΠΝΙΖΩ. . . ΑΪ ΣΙΧΤΗΡ. ΚΑΡΚΙΝΙΑΡΗΔΕΣ΄΄. στο τέλος όμως αγόρασε αναπτήρα. ο επιμένων τα πνευμόνια του τρυπά.΄΄Sex και Βία στο Στρατόπεδο Προκοπίδη΄΄, ένα έργο από ηλίθιους για όλη την οικογένεια. bonus η παρέλαση μπροστά στον Αρχηγό του Ελληνικού Στρατού και εγώ άοπλος, αόρκιστος, άχρηστος για κάθε κομπίνα. στην δεξίωση που ακολούθησε μου είπανε
΄΄Μην πιείς. . .΄΄, μα και να ήθελα να πιώ, είχε μόνο αναψυκτικά και κάτι προπέρσινα βουτήματα.

και ήρθε ο Νοέμβρης, προκηρύχθηκαν εκλογές ενώ περίμενα να κηρυχτεί πόλεμος και απολυθήκαμε όλοι την ίδια μέρα. ο Μπούρ Γκαζάν - ένα κοκτεϊλ με πόδια και χρυσή καρδιά έγινε πολιτικός μετανάστης στην Γλασκώβη μετά της αδερφής του. από εκεί μου στέλνει υπεραστρικές καρώ ανταποκρίσεις - πάει σε ένα εστιατόριο και λέει ΄΄΄. . .Greeks. . .Poor. . . Very Poor'' και δεν συμμαζεύεται και τρώει σαν βασιλιάς. το να είσαι Έλληνας είναι η καλύτερη διαφήμιση αν πεινάς.



Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

)--------------------------------------------(



να βαφτείς απόψε
να μην σε γνωρίσω

θα κάτσω μακριά σου
και ας ηπιαμέ από το
ίδιο πλαστικό ποτήρι

μην με φοβάσαι


απλώς σε αγάπησα.

ξια


όταν πεθαίνεις
κάθε μέρα
μέσα σε ημέρες
μέσα σε παρέα που
ταλαιπωρεί κιθάρες
και η μοναξιά σου
αρχίσει να γίνεται
σοβαρή

- Σε ποιον ανήκουν οι Νύχτες, ματάκια μου;
- Σε αυτόν που μπορεί να δει το ξημέρωμα, ηλίθιε

Όταν δεν πεθαίνεις
μα μόνο την αρρώστια σου
διαφημίζεις

όταν ότι ωραίο πιστεύεις
το βλέπεις και δεν το ακουμπάς
και ζητάς μια ελεημοσύνη
μια θέση στην βιτρίνα του μουσείου
και εγώ κάποτε μ΄ αγάπησα
κάποτε με πίστεψα
μέχρι που κατάλαβα το παιχνίδι
και δεν ήθελα να παίξω.

ναι
λίγο πριν πεθάνεις
χωρίς να έχεις ζήσει
όλα φαίνονται όπως είναι
όλα είναι ή ήταν

και τέλος δεν ζητώ
και τέλος δεν βλέπω

όλα πια είναι δικά μου

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Άποστρωφ



1.


σκεφτόταν να αγοράσει την πανάκριβη βιογραφία του Camus. ήθελε όμως να πάει και στις πουτάνες μια βόλτα. τελικά δεν αγόρασε την βιογραφία του Camus και δεν πήγε στις πουτάνες μια βόλτα. έκατσε σπίτι του και άκουγε Tom Waits. εκείνος πάντα τον περίμενε. δεν ήπιε. όταν βράδιασε πήγε στο κέντρο της πόλης να χαζέψει τα χαμένα που γύριζαν και μοστράριζαν τα καλά τους ή ότι νομίζαν ότι είχαν. ήπιε. δεν έπρεπε άλλα έδωσε μια διορία στον εαυτό του. κατά τις 5 το πρωί γύρισε σπίτι του με τα πόδια. στην Μοναστηρίου οι Μαυρούκες τον κέρασαν τσιγάρο. τα είπανε λίγο. δεν έκανε την ηλίθια ερώτηση ΄΄Σας αρέσει αυτό που κάνετε;΄΄, δεν ξεπέρασε τον εαυτό του, υπήρχε κάποιος σεβασμός. χάρισε το κινητό ( την συσκευή, όχι τον αριθμό ) σε μια από αυτές. τις χαιρέτησε και έφυγε. έφτασε σπίτι του όταν είχε ξημερώσει. ξύρισε την μια πλευρά του προσώπου του, βαρέθηκε να ξυρίσει το υπόλοιπο και έπεσε να κοιμηθεί. την επόμενη μέρα δεν θυμόταν το όνομα της Μαυρούκας. . . ήταν από το Καμερούν, αυτό το θυμόταν. η μέση του τον πέθαινε, το στομάχι του έκαιγε. ήταν ωραίος τύπος αλλά άφηνε πολλά να περάσουν από πάνω του. . .

2.

- Και όμως υπήρχε μια εποχή που διαφήμιζαν τσιγάρα. . . Υπερπαραγωγες. . . Ηθοποίοι, Κομπάρσοι, Μπαλέτα, Μουσικά σύνολα, χιλιάδες μεροκάματα. . . Όλοι ουρλιάζαν χαρούμενοι, ΚΑΠΝΙΣΤΕ ΚΑΠΝΙΣΤΕ. . . ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΕΙΝΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ, ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΕΙΝΑΙ ΓΕΥΣΗ, ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΕΙΝΑΙ ΥΓΕΙΑ. . .

- Ωραία Χρόνια. . . Τι έγινε μετά;

- Πεθάνε όλοι και τα παιδιά τους είπανε να αλλάξουνε τακτική.

- Και;

- Πεθάναν και αυτοί. . .

- Και τώρα;

- Τώρα διαφημίζουν τράπεζες και είναι όλοι καλά. Είδα μια κυρία χθες στο λεωφορείο να κάνει τον σταυρό της όταν είδε μια τράπεζα. . .

- Για να πέσουν τα επιτόκια μάλλον. . .

3.

- Τι βρίσκεις αστείο;

- Τις ταινίες με τον Λογοθετίδη και τον Αυλωνίτη, τους Αδερφούς Μαρξ - και τον Κάρολο - , τις συνεντεύξεις του Ζάππα, τις συμβουλές των φίλων αφού χωρίσει κάποιος - είναι σαν λές σε κάποιον ότι έχεις καρκίνο και εκείνος να σου απάνταει ΄΄Ναι, ε; Και εγώ κάποτε συγκάηκα. . .΄΄- και τις νοσοκόμες και τους γιατρούς όταν τρώνε ξύλο.

- Και τι σου φαίνεται τραγικό;

- Όλα τα παραπάνω. Αρκεί να έχεις το ελάχιστο ταλέντο να τα ξεχωρίσεις. Όλα στον χρόνο είναι.


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

χυδαιότητες



- Ναι... της τον είχε μέσα στο στόμα της και της ζητούσε ταυτόχρονα να του λέει γλυκόλογα. . .


- Μπουκωμένη;

- Ναι. . . θλιβερά πράγματα. . . σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό μιλούσε. . . ΄΄λατμπρεία μμμου. . . μγκαλέ μμου. . . μμμπουτζαχγα μμμμου΄΄.

- Τελικά τι έγινε;

- Τέλειωσε στο στόμα της, αυτή τα κατάπιε. . . αυτός προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά η άλλη άρχισε να ρεύεται . .συνέχεια...

- Να ρεύεται;

- Ναι ρε, ο άλλος είχε χύσει μια θάλασσα, αυτή τα κατάπιε και βαρυστομάχιασε.

- Και τι έγινε μετά;

- Της έδωσε μια σόδα και κάπως ηρέμησε.

- Κοίτα να δεις . . Λες να την άφησε έγκυο;

- Από το στόμα;

- Ναι.

- Μπα . . Το πολύ πολύ να πάρει κάνα κιλό . . . ο Άλλος είχε περάσει μαγουλάδες μικρός και δεν μπορεί τώρα να κάνει παιδιά. . .

- Δεν αγοράζει και καπότες. . .




όλα τυχερά και όλα ωραία
από τον Κάτω Κόσμο στην Άνω Πόλη και πάλι πίσω



- χθες ο Σκορδάς ούρλιαζε΄ έλεγε ότι οι ιστορικοί είναι κατίνες και κουτσομπόλες του κερατά, οι γιατροί πάμπλουτοι χασάπηδες και οι νοσοκόμες φτωμπινεδιάρες σαδίστριες, ότι πήγανε να τον σκοτώσουν αλλά δεν μπόρεσαν, ότι οι ελεγκτές στα λεωφορεία δεν νιώθανε τίποτα, δεν ήταν τίποτα πριν γίνουνε ελεγκτές, ότι από τα χιλιάδες ταξί που τον κουβάλησαν, πέντε έξι άξιζαν τα λεφτά που πήραν. . .

- Τέτοιο ηλίθιο show ε;

- Ναι. . Βλέπει παντού εχθρούς. . . Είπε ότι αν χρειαστεί να πουλήσει την ψυχή του - αν βρεθεί κανείς να την αγοράσει - θα πρέπει να ΔΩΣΕΙ ΛΕΦΤΑ και όχι να πάρει. . . τραγωδία. . .

- Και δεν βούτηξε κανείς κανένα μπουκάλι να τον ξαπλώσει;

- Όχι, τα είχανε επιστρέψει για να πάρουνε καινούργια. . . Μετά τα έβαλε με τους φοιτητές. . . Είπε ότι εκεί στα χορτάρια που στρίβουν χορτάρια και κάνουνε πάρτι, πρέπει να γίνουνε γήπεδα του γκολφ

- Τα έχει με τους φοιτητές επειδή δεν μπόρεσε να γίνει φοιτητής. . . Τρεις φορές έδωσε και πάτωσε. Μόνο ένα 17 και κάτι στην Έκθεση είχε γράψει. . .Και αυτό γιατί έπρεπε να γράψει μια ομιλία . . . Κομπλεξικός. . .

- Το είπε ότι θα το έλεγες αυτό.



η Πόλη σου μοιάζει / μόνο οι τουρίστες μπορούν να δούνε τις ομορφιές της.



- Συνέχισε να φωνάζει;

- Όχι. . . Ήρθε ο Βότσης που τον ανέχεται, τον πήρε και φύγανε. Του έλεγε για κάποιον Lovercaft και ο Σκορδάς τον συνέκρινε με εκείνη την μπέκρα τον Μπουκόβσκι.

- Ποιος είναι ο Μπουκόβσκι;

- Ένας σκατόγερος που γαμούσε ότι έβρισκε και ότι του καθόταν, έπινε ένα σκασμό και έγραφε μετά για να τον διαβάζουν τα λεχάρια που του μοιάζανε ή θέλανε να του μοιάσουν επειδή δεν μπόρεσαν να κάνουνε τίποτα που να αξίζει στην ζωή τους. . .

- Τραγικά πράγματα. . .

- Ναι. . . Αύριο θα πας στην Συνέλευση;

- Δεν ξέρω. . . Αν κοιμηθώ στο σπίτι της Γ. μπορεί. . . Μένει κοντά στο Πανεπιστήμιο. . .


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

)#(



μην με σκοτώσεις απόψε

είμαι κουρασμένος, φύγε
αν θες, εδώ θα είμαι.

θα σου φέρω ένα καφάσι ρετσίνες
να τις πιούμε / μετά θα το φορέσω
στο κεφάλι να ανέβεις
πάνω του να κοιτάξεις τον
κόσμο από ψηλά.


)(


- Δεν έχουμε λεφτά για να ανακαινίσουμε το σπίτι. Θα βγω στην γύρα να βρω τίποτα να ζωγραφίσουμε το σπίτι. Καθάρισε λίγο. . . Μην πετάξεις τους στίχους. . . Μπορεί να βγάλουμε τίποτα από αυτά. . .



Αποφάσισα να καθαρίσω το σπίτι. Είχα βάλει Pink Floyd και τα μυρμήγκια του σπιτιού είχαν εξαφανιστεί. Μου πήρε κάπου ένα τετράωρο με το σπίτι. Πέταξα πολύ σαβούρα. Κάτι εσώρουχα see through, κάτι στίχους για τον Μεγάλο Συνθέτη, κάτι αποδείξεις από την κάβα, άδεια πακέτα - όλα είχαν από ένα τσιγάρο σαν φυλακτό, δεν το ήξερα και με μάλωσε μετά. Καθάρισα τα τζαμιά και έσβησα τις ηλίθιες ζωγραφιές που είχε αφήσει ο προηγούμενος συγκάτοικος σου. . . Στην κουζίνα έριξα παντού χλωρίνη. Το πάτωμα άρχισε να αφρίζει. πήρα το λάστιχο από το μπάνιο και πλημμύρισα το σπίτι. Άνοιξα τα παράθυρα και περίμενα να στεγνώσει. Σκούπισα και σφουγγάρισα. Κατέβασα τις αφίσες από τον τοίχους, άφησα μόνο δυο, με την Winehouse και τον Che που την είχε για να πετάει βελάκια. Κατέβηκα πέντε έξι φορές να πετάξω τις σακούλες στον κάδο. Στην είσοδο της οικοδομής βρήκα τρία κουτιά με υδρόχρωμα. Κοίταξα τριγύρω, βούτηξα τα δυο, τα έβαλα στο ασανσέρ, έφυγα σφαίρα στον έκτο και κάλεσα το ασανσέρ, οι μπογιές ήρθαν και τις φυγάδεψα σπίτι.


Χτύπησε το τηλέφωνο - ΝΑΙ? ΟΧΙ ΛΕΙΠΕΙ. . . ΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ . . ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΩ. . . ΣΙΓΟΥΡΑ. . . ΝΑΙ. . . ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ;. . . ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΧΑΡΙΣΕ. . . ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΩ. . . ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΟΥ ΖΑΠΠΑ; ΟΧΙ. . . ΜΟΝΟ Ο ΖΑΠΠΑ ΤΑ ΕΧΕΙ. . . ΜΗΠΩΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΝΑ ΚΑΘΑΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ; - Το έκλεισε. Πιάνει πάντα αυτό το κόλπο.


Όταν τελείωσα, έβγαλα ένα κουτάκι μπύρα από το ψυγείο. Το κοιτούσα κάπου ένα πεντάλεπτο. Τελικά την άνοιξα και ήπια. Το στομάχι άρχισε να καίγεται. Συνέχισα να πίνω, το κάψιμο γινόταν ανυπόφορο. Κάποτε τελείωσε η μπύρα και το κάψιμο. . . Άνοιξα την τηλεόραση και χάζεψα λίγο. Πέτυχα μια εκπομπή για τον Αναγνωστάκη. Ευτυχώς μιλούσε μόνο αυτός. Μιλούσε αργά και ωραία. Ανθρώπινα.


Μπήκε μέσα με ένα σπασμένο σιδερένιο πολυέλαιο, με γυαλάκια και και σκαλιστά σχέδια΄κάτι μαϊμουδάκια να χορεύουν γύρω από μια τροφαντή καλλονή που κρατούσε ένα τσαμπί μπανάνες. Μαζί με τον πολυέλαιο είχε και μια σακούλα με σοκολάτες και ξηρούς καρπούς.

- Έχει τίποτα καλό;
- Ο Αναγνωστάκης. . . μιλάει.
- Κλείσε την.

Την έκλεισα. Κάθισε και φάγαμε τις σοκολάτες. Δεν μου είπε τίποτα για το σπίτι. ξάπλωσε να κοιμηθεί. Άνοιξα πάλι την τηλεόραση, ο Αναγνωστάκης μιλούσε. ''Όλα μπορούν να γίνουν ποίηση. Δεν υπάρχουν ποιητικά και αντιποιητικά θέματα. Αλλά δεν πιστεύω ότι ο ποιητής μπορεί να συγκινείται εξίσου από όλα.΄΄ λέει.

Της έριξα μια ματιά. Κοιμόταν. Πήρα τον πολυέλαιο, τις μπογιές και τα κατέβασα κάτω. Τις μπογιές τις άφησα εκεί που τις βρήκα. Τον πολυέλαιο τον πέταξα δίπλα από τον κάδο. Κάποια που της έμοιαζε κάπως με ρώτησε γιατί τον πέταξα ΄΄τόσο όμορφο πολυέλαιο΄΄. Της είπα ότι αγόρασα έναν πιο ωραίο. Τον μάζεψε και έφυγε.