Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

03:50


 κωμωδία μου
 τάμα προκαταβολικό
 πληγή διακοσμητική
 ηλίθια εποχής
 δίκιο πότε-πότε
 δικαίωμα φαντεζί
 πορνό βουβό
σκουριασμένο μου.




Πολλά

 Στην στάση λεωφορείου, στην Τσιμισκή, κουτί της ΔΕΗ το βλέπω σαν βήμα. Απλώνω την μπυρίτσα μου την φτωχομπινεδιάρικη και βιβλία δανεικά. Πιάνω κουβέντες και φακελώνω.

- Μετά την τρίτη έκτρωση, σοβαρεύτηκα. 

- Λιγότερο από μισό κιλό και είχα όρεξη να το μοιραστώ.  . .

- Όχι τώρα. . . Ναι. . . Παλιότερα. . . Καυλες, στραβομάρα. . .

- Γάμησε τον. . . Έρχομαι. . . 

- Να μην ήσουν μαλάκας, να μην έπαιρνες. . . Τώρα μου ζητάς βερεσέ;

- Μπαμπά, αν με αγαπάς θα μου πάρεις παγωτό. . . Λεμόνι μου αρέσει. . .


- Άντε γαμήσου ρε. . . Όταν εσύ έλεγες μαλακίες, εγώ γύριζα από εξορία. . .

- Τι κακό είχε το ΠΑ.ΣΟ.Κ το 1981;

- Κώλος σουρωτήρι και μπούτι αλφάδι.

 Και άλλα πολλά, περισσότερα, ο κόσμος προχωρά, προσπερνά - πρόοδος και κατάντια, αγκαζέ.

 Σκέφτομαι σαν χαζός, σαν να μην έχω να χάσω τίποτα. Όλα είναι μπροστά μου, δεν μου ανήκει τίποτα, εκτός από ό,τι φοράω. Οπότε χαζεύω. Χαζός, είπαμε.

 Σκέφτομαι τον Βότση, ικανό για τίποτα το εγκληματικό, να αναποδυγυρίζει τον κόσμο και να πέφτουν όσοι αγάπησε και να του λένε - Χα, ο Βότσης.

 Σκέφτομαι τον Ντινάκο, τον Ντίνο, τον Γδύνο, τον φίλο και χορηγό να μου λέει - Πάντα είσαι ωραίος. . . και να εννοεί την βραδιά που χωρίς να είμαι φορτσάτη γκόμενα, όλοι να με χαζεύουν πλάι του και κανείς να μην τολμά να μου κάνει παρατήρηση.

 Την Λένα-Βον-Τι, την Κιουμπρίκενα, την Φελίνα, που ένα βράδυ μου έφτιαξε ελληνικό σκέτο να με θεραπεύσει και άλλα πολλά.

 Εμφανίζεται ο Ζώρζης Τίλκης και ο Μπουρ Γκαζάν, στα χακί, στην γαμοζωή των 8 και 63. Ο πρώτος να μου λέει, ΄΄ Σκόρδα, έχω ένα φίλο που θεωρεί ότι η μπύρα, είναι μπύρα όταν είναι ένα λίτρο. . . Θα κάνατε ωραία παρέα. . .΄΄ και ο δεύτερος να μην λέει τίποτα. Να με ακούει, να με χαίρεται.

 Η Γ.Δ. με ένα γέλιο που σπάει τζάμια και ειδικότερα βιτρίνες. Τα ποιήματα της περίεργα, σαν στραβές μύτες σε τρυπάνι, να καθορίζουν δικιά τους πορεία.

 Η Α.Π., με βαριά ποίηματα που εγώ τα χαζεύω - ποίηματα βαριά, όχι ατάκες, ποίηματα με θεμέλια χωρίς αδικοχαμένο, χυμένο αίμα - να λέει στην πρωην κυρά μου - Πως τον αντέχεις; και να γελάω σαν χαζό, όχι, ο χαζός.

 Η Αντζελίν Βοναπάρτη. Ενάμιση μέτρο σοφία, και νεύρο, αντοχή και δημιουργία.

 Ο Γ.Φ. με ένα πιάνο-ξεκουρδιστάν και νότες χαρχάλες στην σειρά να μου χαρίζει φιλοξενία και τον χρόνο του.

 Χάνομαι. Η γη να θέλει να με χωρέσει, ο θεός λείπει για δουλείες και ο Διάολος στο πόδι του. Οι δυο πλευρές ενός κάλπικου νομίσματος.

 Και η Δέσπω. Η Σπούλα. Όραμα γκρινιάρικο, ποιος ήρωας να το αντέξει; Σηκώνω το χέρι - Εδώ. . . Εδώ, βρε σκερβελέδες. . .

 Μου σκάει μπροστά ο απατεώνας, ο Σούλης Ντάλης, ο γρηγορογαμούλης, σιγανοπαπαδιά, ο απατεώνας με τα αισθήματα του κρυμμένα, έτοιμα για απογείωση, για ξεπούλημα και ένα ισόβιο φιλί.

 Και η Φωταύγεια - Διαύγεια. Μαρία Ελευθερία ή Θάνατος. Την έχω υπόψιν στους κατήγορους που έχουν δίκιο.

 Και ο Κ. που ξέρει να ζευγαρώνει λέξεις και έχει την Πενέλοπε δίπλα του, να τον λέει - όπως εκείνος, εμένα - ΄΄Βασιλάκη μου΄΄.

 Ο Άκης, συντοπίτης με πνευμόνι και φαντασία να ενισχύει την φυσαρμόνικα και να δημιουργεί.

 Ο Δημήτρης Κ., από μηχανης BMW, θεός, με πετάει στον Εύοσμο ( πρώην Κουκλουτζά). Καλοσύνη, καλοσύνη - Μ΄ ακούς;


 Και η Ιωάννα που κάποτε αγάπησα επειδή δεν είχα χρόνο να πεθάνω, με την λατίνα Ιοκάστη να μου σερβίρουν ζυμαρικά και καμπύλες πέρα δώθε.

 Ο Σκαρίμπας να αλλάζει νόμισμα σε ΄΄Μπαναγίες΄΄ ( ε, Άντζυ; ) την ελληνική λογοτεχνία και η φαλακρή γενιά του '30, να μοιράζει την εξουσία. Δεν τα έζησα, να χέσω τότες, εδώ τώρα χαρίζω ό,τι δεν μου περισσεύει, να το πάρει άλλος, να το προκόψει, ακάλεστος σε μεγαλεία.

 Ο Γιώργος ο Σ., να μαζεύει τα κομμάτια του blog και να μου τα δίνει στο χέρι. Με καλοσύνη. Με αγάπη.

 Σκέφτομαι πολλά. Ρωτάνε

- Ρατσιστής; Μισάνθρωπος; Μισογύνης;

- Αυτά θέλουν χρόνο ( κοιτάζω το ρολόι ) και εμένα μου τελείωνει πολύ γρήγορα. Δεν με αγαπάω πολύ αλλά ανάγκη από αυτό δεν έχω. Απλώνομαι, χαρίζω και τίποτα να μην μου μείνει, θα βρω κάτι άλλο να χαρίσω. Πάντα.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Stupid Heart, Cupid Heart. . .


 . . . (μου) τραγουδάει ο Καπετάνιος, πίσω μου Πέρσες φοιτητές από την Ιταλία. Ήρθανε μέσω Τρικάλων στην Θεσσαλονίκη και εδώ ρωτάνε που είναι η πλατεία Ελευθερίας να πάρουνε το 6, να πάνε στην Κρήνη. Τους παίρνω πάνω μου. Είμαι ο άνθρωπος τους. Έχω χρόνο για χάλασμα να τους πάω όπου θέλουνε. Χαίρονται με τον αργόσχολο. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι αργόσχολοι - οι απλήρωτοι, οι ακίνδυνοι, εκείνοι που απέχοντας υπερέχουν.

 - Freadom Square, Death Squaer. . . τους λέω με τα σπασμένα αποικιοκρατικά μου και ρωτάνε τι και πως. Τους λέω για την μάζωξη των Εβραίων και το μακέλεμα-tour που έγινε. Ακούνε. . . Φτάνουμε στην στάση, μια μικροκαμωμένη μου σκάει ένα φιλάκι και όλοι μαζί χορωδία των ευχαριστώ.

  Μυθολογία εύπλαστη. Μια μαλακία, μια σύμπτωση, διψήφιο - ανατρεπόμενο πάντα - αριθμό θυμάτων, τετραψήφιο αριθμό εισιτηρίων, μια τρελή που πάντα θέλει κάτι, μια γλύκα που δεν θέλει τίποτα. Στο πιάνο το κολοβό και κεράκια αναμμένα. Προβάρισμα για σύνθεση χωρίς την βοήθεια της Δ.Ε.Η. το βράδυ. Βγαίνουν όλα σαν νεράκι. Ο Γ. στο πιάνο. Το κοπανάει, το χαιδεύει, το κοροϊδευει για να βγάλει γέφυρες και εγώ από δίπλα. Πετάω ιδέες, πατάω κάποια πλήκτρα μαζί του - νιώθω σαν να μου υπαγορεύει ένα κείμενο για ανθρώπινα δικαιώματα και εγώ να γράφω ένα τιμοκατάλογο με τα πιάτα της ημέρας.
  Όλα αυτά καταλήγουν - χέσε την διαδρομή - σε δυο ορχηστρικά κομμάτια και ένα διασκευασμένο τραγούδι. Με τον τρόπο που θα διασκεύαζε - κάνοντας τα ουσιαστικά δικά του - o Σκαλκώτας παραδοσιακούς χορούς αλλά με την κουφαμάρα, το ξέμαλλο και την φαντασία του Μπετόβεν. Ή όπως ο Φρανκ Ζάππα θα έκανε ηλεκτρονική μουσική με μια πριονισμένη στην μέση πορδή και κυβερνητικούς εκπρόσωπους να εύχονται καλό γαμημένο καλοκαίρι και να ορκίζονται ΄΄ό,τι το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία.''


- Γιατί δεν ασχολήσε με την μουσική;

- Επειδή την αγαπάω και θέλω να με αγαπάει.



  Έχω ένα τούβλο βιογραφία του Προυστ πλάι μου και έχει πολλά χαριτωμένα και πολλούς καφέδες αλλά και άσχημα με πολλά ποντικάκια βασανισμένα.


- Έρχεσαι ρε μάπα να κρίνεις τον νεκρό; Τι είσαι; Ιατροδικαστής;

- Σκηνογράφος είμαι. Παίρνω αυτό εδώ, το πάω εκεί, και από ΄΄αυτό΄΄, γίνεται απαυτομένο και με ευχαριστεί και μου χαμογελάει.

- Χαμάλης; 


- Σαν να λες τους γιατρούς, χασάπηδες. Ή ότι οι ταξιτζήδες δεν έχουν καρδιά, αλλά ταξίμετρο. Δεν έχουν παλμούς, έχουν ταρίφα.

- Ο πατέρας μου είναι ταξιτζής, πρόσεξε πως μιλάς.

- Ο δικός μου, έδειρε κάποτε έναν.

- Γιατί;

- Γιατί δεν πρόσεχε πως μιλάει αλλά και ήθελε να τον πάει στο Κορδελιό από την Επτάλοφο ενώ τον είχε πάρει κούρσα από την Καμάρα.



  Έχω και μερικά του Γκόγκολ. Μου έρχεται να παίξω τον βοηθό του Επιθεωρητή. Τον Οσίπ. Ωραίος τύπος. Τα ξέρει όλα πριν καν γίνουν και του αρέσει η λαχανόσουπα. Όμως πέφτω να κοιμηθώ. Πρέπει. Τηλεφώνημα από την Ίστανμπουλ. Η καρδιά μου, η παλιά, η γκρινιάρα, η μεταξένια, μοβ μπομπονιέρα με το μοβ της χιούμορ, που όταν φωνάζω και έχω άδικο, με μια ματιά μου δίνει - δεν με βάζει - μια θέση να καθίσω.

  Καλοσύνη της.


Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

μ.


 λόγος γραμμένος στο γόνατο,  της ανάποδης στιγμής
 και όνοματα στα αρχίδια, Κρανίου τόπος και γωνία ζωής.
 

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Β. & Λ.



 Οικτρά μόνο μετανιώνουμε. Ποτέ μισές δουλειές.
 Οι από πάνω γαμιούνται να φωνάζουν ή γαμιούνται όταν φωνάζουν, δέρνονται, τα παιδιά τους κρατάνε το σκορ - τους άφησα κάτι φυλλάδια από οίκους ευγηρίας για μια τελευταία ώρα ανάγκης - και βρέχει όλη μέρα σαν θέλει η φύση να μας ποτίσει ή να μας πνίξει.

  Αυτοί που δείχνουν με το δάχτυλο, σαν τους παλιούς επενδυτές με τις κουκούλες, τους πήραμε εδώ και καιρό χαμπάρι. Δεν έχουν οι καριόληδες που να το βάλουν και δείχνουν. Πότε πότε το κουνάνε κιολάς, οι ρουφιάνοι.


Ασυμφωνία οι αχαρακτήριστοι.
Αντιλογία τα οινοπνεύματα.
Παλιότερα πουτάνες, τώρα φιλότιμες.
Και ζεστές, και πρόθυμες.

Τα ξέρω, τα ξέρω.
Μην με χτυπάς ρε στο κεφάλι.
Θα ανοίξει και τα μυαλά μου θα πάρουν αέρα.
Εγώ που μόνο να μασάω ξέρω και όχι να δαγκώνω.


 Νεκροί;
 Όχι ποιοι.
 Πόσοι να ρωτάς και πότε. Το πως θα αποφασιστεί μετά. Έχω κάποιες ιδέες και μια που κάνει ανάποδο κατακόρυφο όταν έχει κέφια. Έχει ωραία φωνή όταν τραγουδάει και είναι ήρεμη όταν κοιμάται. Τα προβλήματα αρχίζουν σε κάθε τρίτη φράση, δικιά της ή δικιά μου. Πέφτουν και ερωτήσεις. Ανακρίσεις στο σκοτάδι. Τι να κάνεις;


 Ζήτησε να τον θάψουμε με την φυσαρμόνικα του.
 Πάλι καλά. Σκέψου να έπαιζε πιάνο. Ή να έπαιζε πιάνο με την σύντροφο του. Η γκρίνια της θα ακουγόταν ακόμα και στην πιο βαθιά τρύπα.
Χωμάτινες μελωδίες, ζωντανά τα λιπάσματα.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

μ.


ό,τι σημαδέψαμε

μας πέτυχε.

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Μεροκάματο έχε γεια

  
  Ποιο ήταν το σπουδαιότερο λα λα λα;
  Που έγκειται η σπουδαιότητα του; Στο ότι δεν δείρανε αυτόν που λαλάλιζε; Στην μουσική που συνόδευε; Στα κορμιά που λάμπανε οι καμπύλες τους κατά την διάρκεια της ακρόασης;

   Ένιωσα λίγο βιβλιοθηκάριος - αποθηκάριος πολυτελείας - σήμερα. 200 κάτι βιβλία κατέβασα σαν παναγίες πριν κοινωνήσω. Στο σπίτι ενός ποιητή, μεταπολεμικής γενιάς, μετά δηλαδή την δεύτερη παγκόσμια κοροϊδια.  Τα ξεσκόνισα, τα ξεφύλλισα. Βιβλία πολλά, περισσότερα. Το πολιτικό ημερολόγιο του Σεφεριάδη - εκείνου που τον γοήτευε η απλή,η παλιά η λαϊκή γλώσσα  - ΄΄Λυσσέα για έλα, κι αν δεν έρθεις στον μπούτζο μου, κι αν έρθεις στον μπούτζο μου΄΄ - με πολλά ανέκδοτα να γελάς και να κλαίνε όσοι τον λιβανίζουν, εκεί μέσα. Τα τούβλα τα αναπόφευκτα του Ρίτσου, οι Βάκχες σερβιρισμένες από τον Γιώργο Χειμωνά, αστυνομικές επιθεωρήσεις της λογοτεχνίας, μελέτες για ζωγράφους και μπογιατζήδες, μπακαλοτεφτέρια για το ΚΚΕ, αναμνήσεις του Ν. Χριστιανόπουλου στα μαλακισμένα χακί και άλλοι Θεσσαλονικείς μεταπολεμικοί. Εμείς - όλοι που έχουν τον χρόνο να γράψουν, τι δεν έχει και τόση σημασία, θα ρθουν ανατόμοι και πιο μετά νεκροθάφτες να τα κρίνουν αυτά - είμαστε μεσοπολεμικοί σε στιλ ΄΄μέχρι το επόμενο μακέλεμα, καλή διασκέδαση΄΄. Έχουμε το χρόνο για βλακείες. Έχουμε το χρόνο για οτιδήποτε' κουτουλιές, κακίες, μισογαμήμενα αστειάκια, μισοαποτυχίες και μονοπάτια για μεγαλεία, καρναβάλια, τσιμπούσια με την γόπα αγκαζέ. Το μόνο που μένει να κολλήσουμε δίπλα στο χρόνο, είναι ο σκοπός. - Πες μου το ΄΄γιατί΄ σου, μη σε κατουρήσω τώρα. . . έλεγε μια από τις τρελές που είχα νταλαβέρι. Αλλά δεν είχα γιατί. Ποτέ δεν είχα. Μόνο ότι σάλευε χαζό ή σίγουρο μπροστά μου. - Σκοντάφτει το μουνί σου σε έρωτες και τα παίρνεις όλα από πίσω και σοβαρά. . . της έλεγα πριν αρχίσω να τρέχω μακριά της φωνάζοντας ΦΩΤΙΑ.


  Όλα αυτά τα βιβλία απλωμένα μπροστά μου. Καθαρισμένα από 'μένα. Λες και ήμουν σε μια κάβα με υπάλληλο συμπαθέστατο να μην με κρίνει. Τα ρίχνω όλα από μια ματιά και τα χαίρομαι. Κάποτε θα βγάλω και εγώ ένα. Μικρούλι σαν ορεκτικό. Έτσι, για να δώσω κάτι στον Πολυβάκι. Προσωπική, συγγενική υστεροφημία, όχι μαλακίες και η μάπα, βιτρίνα.

  Αφού τα έχω τακτοποίησα όλα πάω να δω εκείνη που γύρισε από την Σεβίλλη.
  Μου μεταφέρει χαιρετίσματα.
  Μου λέει για την Ιβηρική χερσόνησο.
  Μου χαρίζει ένα μπρελόκ με μια μικροσκοπική Τουρκάλα δεμένη στην αλυσίδα.
  - Όσες Τουρκάλες συνάντησα, μύριζαν ωραία. Χαμογελαστές με το μάγουλο φράπα.
 Γελάει. Στην τσέπη της έχει τόσα λεφτά, όσο είναι το ύψος της. Όσο είναι, τόσο έχει. Όχι ανάποδα.
 Μου δείχνει το Ταξίδι στην άκρη της Νύχτας του Γιατρού από τον Άδη.
 Ανατιναχτικό βιβλίο. Ξαναμοιράζει ένα κόσμο έτοιμο να αλληλοσκοτωθεί ή να το ρίξει στην νοσταλγία από κάτι που δεν έζησε και απλά άκουσε και του καλάρεσε.
 Της αξίζουν αυτής της κοπέλας, όλα τα ανατιναχτικά βιβλία. Γιατί δεν περιμένει τίποτα. Γιατί όλα είναι μπροστά της και ξέρει. Όλα τα ανατιναχτικά. Ακόμα και αυτά που δεν τυπώθηκαν αλλά έχουν γραφτεί.

 Χαμαλίκι απρόσμενο σήμερα και στο τέλος πληρώνομαι. Ο τύπος με τα λαχεία βλέπει το χαρτονόμισμα στα χέρια μου και μου κοτσάρει τα δελτία στην μούρη.

 - Πάρε, πάρε. . . 
 - Τι να τα κάνω τα λεφτά; Και αυτό που βλέπεις - το βλέπεις ρε; Δανεικό είναι. . . Θα φύγει γρήγορα για να πάω να κουβαλήσω να βρω άλλο. 
 - Ε;
 - Όχι, παίζουμε. Παίζουμε να μην χαθούμε, μάστορα. Κι αν χαθούμε αλίμονο σε όποιον κερατά μας βρει.

  

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

προτροπή

  Θα σας παρακαλούσα, όταν τελειώσω ό,τι έχω να πω, να μην χειροκροτήσετε και αυτό σας το ζητώ επειδή έβαλα ένα στοίχημα με την γυναίκα μου. Υποστήριξε ότι δεν θα με χειροκροτήσει κανείς γιατί τίποτα άξιο για παλαμάκια δεν μπορώ ή έχω να πω και επειδή την αγαπάω, θέλω να το κερδίσει το στοίχημα. Δεν έχει κερδίσει και πολλά τελευταία. Ας την βοηθήσουμε. Φυσικά μπορεί και να μην χειροκροτήσετε έτσι κι αλλιώς και να κερδίσει το στοίχημα δίκαια. Αλλά θα ήταν προτιμότερο να μην το ρισκάρουμε.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Μ.


Για μια καλύτερη ζωή με τόκο ανθρώπινο

Για το ξεπάτωμα που ξέκανε την γλύκα

Για σένα που αλληθωρίζεις   ομορφαίνεις

Σηκώθηκα νωρίτερα από κάθε άλλη μέρα  Να αγιάσω λίγο

Να ξυστώ  Να βγω και να χαρίσω

Να μην μοιάσω σε ό,τι γαμημένο σε κομμάτιασε στα ίσα.


Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

καλοψημένο


  Μπέκετ. 
  Τούβλο η βιογραφία του. Την κατάφερα όμως. Φιλάσθενος, πότης, γενναιόδωρος, γραμματέας του άλλου Ιρλανδού, γοητευτικός που ήθελε την ηρεμία του - ψυχούλα που έγραφε (και) για να ζήσει και γράφει κάπου μια κοπέλα πολύγλωσση και με χιούμορ από την Αθήνα, για εκείνον -  ". . . . θα πάω να τους απαυτώσω τη μπαναγία στην κατάθλιψη". Του άρεσε και το Θάνατος επί πιστώσει του άλλου του διαβολεμένου του Σελίν. Στον Καμί δεν άρεσε. Κάπου γράφει - από άλλο τούβλο βιογραφία το είδα'

<<Με πολύ μεγάλη προσοχή έφτασα στη σελίδα 23' εκεί το παράτησα. Είναι η καυχησιολογία της αηδίας. Θέλει να φαίνεται απαισιόδοξο, αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που επιδιώκει είναι να πουλήσει 300.000 αντίτυπα.>>

  Σκέφτομαι τον Σελίν, αφού έχει κουράρει φτωχοδιάβολους, να του απαντάει.

- Σελίδα 23; Πολύ, πολύ είναι, Αλμπέρ. Και γιατί μόνο 300.000 αντίτυπα; Γιατί όχι, 500.000 αντίτυπα; Γιατί όχι 1.000.000; Ένας δυο ταχυδρόμοι μέσα σε αυτό το εκατομμυριάκι και το μπιφτέκι μου καλοψήμενο και τα άλλα βλακείες. . . Επαναληπτικές καραμπίνες. . . Φουλ σε όλα. . . Ντούρα πράματα. . . 

 Ένας μισός ήρωας επιθεώρησης είμαι. Κακής επιθεώρησης με καλούς ανθρώπους. Το αστείο δεν είναι δικό μου. Το αστείο το κουβαλάω, το σέρνω. Κοίτα πόζα. Κοίτα πλάτες.  Από ένα μπαμπάτσικο μηδέν σε ένα σίγμα τελικό.

- Να προσέχεις τον εαυτό μου.
- Αυτόν έχω μόνο και λίγα λογάκια.. . Να κυλάνε όταν περνάς από μπροστά μου και ορμάνε όταν είσαι μακριά. 

 Χθες. 
  Καφεδάκια κοντά στην αρχαία ρωμαϊκή αγορά.
 Ο ένας ντυμένος στα μαύρα - καλά μαύρα, όχι σαν τα δικά που έχουν ξεθυμάνει από το 2008 - και η εκείνη  ντυμένη στα λευκά. Κάθομαι ανάμεσα τους. Το ΄ξεραν και εγώ παρατηρώ, φακελώνω στο κεφάλι μου.
  Κρατάω ένα κουτί γεμάτο πράγματα που γίνονται δώρα.
  Η αδέκαστη νομικάρια, ρωτάει

- Τι έχεις μέσα;
- Την πρώην μου.
- Και που την πας;
- Στο δημαρχείο. Πάντα ήθελε να κάνουμε πολιτικό γάμο.


 Και γέλια. Αυτά που κουβαλάω και να δούμε ποιος τελευταίος θα ανασάνει.


Πολύβιε,


 είμαι ο θείος σου. Βασίλη με λένε.

 Με τον πατέρα σου έχουμε το ίδιο ύψος και είμαστε γεννημένοι την ίδια μέρα - 19/10 αμφότεροι - εκείνος το 1983 και εγώ το 1989. Θα μπορούσε να πει κανείς - σίγουρα κάποιος αργόσχολος ή ένας ωραίος τύπος που έχει πολλά ή λίγα χρέη - ότι είμαστε δίδυμα. Μπορεί, αν εγώ έμενα 6 έξτρα χρόνια στην κοιλίτσα της γιαγιάς σου, της Ξανθίππης.

  Τώρα που σου γράφω, έχω μια μερίδα, ψημένο καλά, κρέας πλάι μου - μια γυναίκα που κάποτε είπε ότι με αγάπησε, στην Καβάλα, και μια άλλη, πιο περίεργη, στην Αθήνα, με μια αφέλεια που με σκοτώνει, με γλυκαίνει, μου χαρίζει τα πάντα και αυτοσχεδιάζω.

 Ο θείος σου γράφει.
 Ποιήματα;
 Και ποιήματα.
 Δικά σου είναι, ανιψιέ, αν βγει ποτέ κάνα φράγκο από αυτά. Στα έχω επίσημα γραμμένα, δικά σου. Μπορεί να μη τα καταλάβεις, μπορεί να μην με προλάβεις να σου πω ΄΄Το και το στο τάδε ποίημα, η τάδε γκρινιάρα που με ανατίναξε κτλπ, και εγώ αγαθομούνης κτλπ΄΄.

 Αταξίδευτός ο θείος σου, αόρκιστος και άοπλος στον στρατό. Έχασα εκεί 9 κιλά και καμάρωναν οι από πάνω. Για τίποτα, ρε Πολύβιε, δεν είμαι.. . Αλλά είμαι θείος σου.

 Ο πατέρας σου είναι δύναμη. Αγαπητός, αλήθεια. Αγαπημένος για μένα. Να τον ακούς. Να έχεις ό,τι αντίρρηση θες αλλά να τον ακούς. Η μητέρα σου, πανέμορφη, ήρεμη δύναμη. Εμένα άσε με. Θα σου σκάω ξαφνικά μπροστά σου και θα σου κάνω τον καλό. Θα σε στέλνω στο περίπτερο να μου παίρνεις καρέλια χρυσά και θα σου λέω ΄΄Κράτα, Πολύβι, τα ρέστα΄΄, και εσύ να τα κρατάς, ανιψιέ, ομορφιά μου, που θα έρχεσαι με τσιγάρα μου και θα (να) κρατάς τα ρεστα. Κι αν κάποιος πει κακό λόγο για τον θείο Βασίλη να γελάς, να απαντάς και να λες ΄΄Και λίγα ρε πούστη, λες. . .΄΄. Και να γελάς, Πολυβάκι μου.



Ο θείος Βασιλάκης

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

αβαντάζ

Σε κάθε ερώτηση
για να την γλυτώσει
έλεγε - Εξαρτάται.

Το ίδιο είδα αλλιώς

με ρωτούσαν
το αίτιο να χωρέσει στο κεφάλι

και έλεγα αφήνοντας τα πάντα

- Τους πλήρωσα.


Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Αντιγόνη, σύζυγος Ιωάννου

1.

- Πως ήταν η διαδρομή;
 - Υπέροχα. . . Έκατσε δίπλα μου μια κάβλα 78 Μαιών και μου έλεγε τον πόνο της.
 - Χαχαχαχα. . . . Και εγώ έτσι θα είμαι στα 78 μου. . . ΚΑΒΛΑ. Εσύ πως λες να είσαι;
- Στα 78 σου; Θα είμαι 72.
- Χαχαχαχα. . . Εσύ της είπες τον πόνο σου;
- Βαριόμουνα.
- Πάχυνες. Ο αναπτήρας χρυσός;
- Σαν την βέρα σου. Την κάνει την δουλειά του.
- Πάμε.
- Ο άλλος που είναι;
- Πήγε για τσίπουρο, θα αργήσει.
- Μέχρι τα επόμενα γενέθλια του;
- Χαχαχαχα. . . . Άσε τις μαλακίες. Πάμε. . . Λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι. . . Τι έχεις στην τσάντα;
- Την Lolita και μπύρες. . .
- Φτωχομπινεδιάρες;
- Μην τις πιεις αν. . .
- Όχι, όχι. . . Κατέβασα τον Ροζ Πάνθηρα που μου είπες.
- Μαγείρεψες;
- Τα έχω όλα εδώ' σαλάμι αέρος, παξιμάδια, ρακί και πικάντικες αλοιφές. Τι θα έλεγε ο γιατρός σου για όλα αυτά;
- Θα του άρεσαν. . . Δεν μου λες, το σπίτι δικό σου είναι;
- Όχι, φίλου.Έχει και το σκυλάκι του εκεί. Να θυμηθείς να το ταΐσουμε.
- Τι μάρκα είναι ο σκύλος;
- Ράτσα το λένε, όχι μάρκα. Δεν ξέρω.


  Στο σπίτι του φίλου. Μικρό και όμορφο. Επίπλωση που μαζεύεται αμέσως αν θες να φύγεις. Εκείνη αδειάζει την σακούλα με τα πράγματα στο κουζινάκι και βολεύει τις μπύρες το ψυγείο. Το σκυλάκι μικροκαμωμένο μια σταλιά, μάρκας Beagle χαίρεται που μας βλέπει. Τρέχει γύρω μου, σαν να θέλει μου δείξει το σπίτι, το χώρο του. Με συμπάθησε.

- Beagle είναι η μάρκα του. 
- Ράτσα το λένε, χάζε. . . 
- Εσύ τι ράτσα είσαι, ομορφιά μου; 
- Γαμημένη ράτσα. 
- ΧΑ.


 Βάζω μουσική. Hoist that Rag,  Hoist that your Heart. Εκείνη σερβίρει.


- Πως το φωνάζει ο φίλος σου;
- Δεν ξέρω.
- Τίποτε μωρέ δεν ξέρεις. Πρέπει να του βρούμε όνομα. Έστω για σήμερα. Να το πούμε Νίκο,να γιορτάσει και αυτό σήμερα. . .
- Σήμερα γιορτάζει και ο φίλος σου, ε;
- Ο Βότσης. Ναι. Γιορτάζει όλο τον χρόνο.



  Νιώθω ήρεμα. Εκείνη αρχίζει να γδύνεται σιγά σιγά. Η ζακέτα της σκεπάζει το βαφτιστήρι μας. Φοράω ακόμα το παλτό μου και βουλιάζω με το Bad as me. . . Έχει βγάλει τα φωνητικά από το κομμάτι και χτυπιέται με την μουσική.  Σε λίγο χτυπιέται πάνω μου. Βουλιάζω. . . Ίσως σταματήσει η καρδιά μου όπως. . .


  Όλα έχουν αδειάσει μπροστά μου, γύρω μου. Ξαφνικά όμως, τον θυμάμαι.


- Άμα μπει μέσα ο καριόλης θα τον σκίσω. . . Θα κάνω το τομάρι του, φίλτρα για τσαγάκι. . .
- Σιγά τα αίματα. Αλλά δεν θα μπει γιατί δεν θα 'ρθει. Ηρέμησε. Βρήκα πριν μια Βότκα στην κατάψυξη. Έχει και λίγο χυμό στο ψυγείο. . .
- Ροδάκινο;
- Ναι. Που το ξέρεις,ρε;
- Όλα τα ξέρω.
- Ναι, ε; Δεν μου λες, πως πήγε η παρουσίαση στην Κοζάνη;
- Θρίαμβος. . . Εγώ τα σκάτωσα, ο Καλογήρου τα είπε καλά.
- Ποιος είναι ο Καλογήρου;
- Ποιητής.
- Σαν και εσένα;
- Σαν και εσένα.
- Μα δεν μου είπες ότι είναι δικιά σου η παρουσίαση;
- Όχι. Δεν είπα ποτέ τέτοιο πράγμα. Σου το ορκίζομαι στην ομορφιά μου. Μου τελειώσαν τα τσιγάρα. Πάω να. . .
- Σου πήρα ένα πακέτο, πριν έρθεις.
- Με σκλαβώνεις. Βγάζω τέσσερα ευρώ από τον λογαριασμό. Πόσα έχουμε υπόλοιπο;
- Δεν έχουμε, έχω. Ογδόντα τέσσερα.
- Καλά πάμε.
- Από πρώτη του μηνός. Θα τα πάρεις, δεν θα στα φάω. 
- Τι άλλο έμεινε να μου φας;
 - Άσε τις γκρίνιες. 
- Και να σε πιάσω από τον λαιμό;
- Μετά αυτά. . . Είδες ανταπόκριση το κείμενο μου για εσένα;
- Ναι. . . Φοβήθηκα ότι θα μου ζητήσεις ποσοστά.
- Χαχαχαχα. . . Είσαι εδώ, το ίδιο κάνει.
- Πάντα.
- Άφησες μουστάκι;
- Οι λόγοι είναι αποκλειστικά εικαστικοί.
- Νόμιζα ότι βαριόσουνα να το ξυρίσεις. 
- Είναι και αυτό. . . Κόβει το μάτι σου. 
- Τελειώσανε οι μπύρες.
- Να φύγω;
- Πάω να πάρω μια εξάδα. . . Άμα δεν γυρίσω σε μισή ώρα, φύγε.
- Θα έχει γυρίσει ο άλλος;
- Ναι.

  Δεν γύρισε. Άνοιξα την κατάψυξη, πήρα το μπουκάλι με την βότκα και το έβαλα στην τσάντα μου. Ήπια λίγο χυμό ροδάκινο και χαιρέτησα τον Νίκο, στρατιωτικά νομίζω, και έκανα να φύγω. Στην εξώπορτα ήταν ο φίλος της.

- Περάσατε καλά;
- Ναι. Απίστευτη παρέα το Beagle. Πως το φωνάζεις;
- Φίσκα.
- Μα είναι αρσενικό.
- Ο Φίσκας.
- Πετυχημένο. Αλήθεια, πιο πετυχημένο από το Νίκος.
- Νίκο λένε εμένα.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. . . Χρόνια σου πολλά τότε, Νίκο.
- Να ΄σαι καλά.
- Τώρα που θα πας;
- Θεσσαλονίκη. Έχει σε μισή ώρα λεωφορείο.
- Θα σε πάω εγώ. Έχω μια δουλειά απόψε, εκεί.
- Γυναίκα;
- Δουλειά. 

 2.

Ένα χρόνο μετά


   Μου τηλεφώνησε.

- Θα έρθεις από τα ΚΤΕΛ ρε να με πάρεις;
- Θα ρθω από τα ΚΤΕΛ ρε να σε πάρω. . . Η κόλαση γράφεται ακόμα με ωμέγα;
- Σκατά στα μούτρα σου.
- Και στα γένια μου κουδούνια.
- Χαχαχαχαχα. . .

   Έφτασε το απόγευμα και πήγα να την πάρω. Οι άμυνες έχουν πέσει από τα μέσα πια και τα κρύα ξεκίνησαν σιγά σιγά. Στα ΚΤΕΛ όση ώρα με περίμενε είχε πιάσει συζήτηση με μια γριά.

- Α, να ήρθε ο θείος μου.
- Μικρός είναι. . . είπε η γριά.
- Ναι, αλλά είναι θείος μου. Η μάνα μου είναι ξαδέρφη του. Με έκανε πολύ μικρή και έτσι κονόμησα πιτσιρίκο θείο.
- Αλήθεια; Και που θα πάτε τώρα;
- Στο Ιπποκράτειο. Ήρθα για κάτι εξετάσεις.
- Περαστικά σου, κορίτσι μου.

   Χαιρετίσαμε την γριά και πήραμε το λεωφορείο για το Ιπποκράτειο. Είχε ορεξούλες.

- Η μικρή από την Αθήνα, τι κάνει;
- Μεγαλώνει.
- Το τρώει το φαΐ της;
- Πάντα.
- Στην σχολή της πάει;
- Είναι κλειστή, δυο μήνες και κάτι. Πάει στις συνελεύσεις όμως που κάνουν οι συμφοιτητές της. Δίνουν ραντεβού στις δώδεκα για να ξεκινήσουν στις τρεις.
- Και γίνεται τίποτα;
- Όχι, γιατί δεν έχουν πολύ κόσμο και αναβάλλουν την συνάντηση μέχρι την επόμενη αναβολή.
- Καλά, περνάει δηλαδή.
- Φιστίκι.
- Εσένα τι σου βρίσκει;
- Κάτι που δεν είχε για να χάσει.
- Χαχαχαχαχαχα. . . .


   Το γέλιο της, πάντα στην ίδια ένταση, κακαριστό. Λίγο πιο βραχνό από τότε που ήμουνα δεκαεννιά και εκείνη εικοσιτέσσερα. Τότε που δεν είχα μια νοσηλεία ή το στρατιωτικό στην πλάτη και εκείνη ένα παιδάκι να την φωνάζει ΄΄Μάνα΄΄.

- Γέλα. . .γέλα. . .
- Πως πέρασες στην Αθήνα;
- Πολύ καλά. . . Έβαλα και τρία κιλά.
- Φαίνεται.
- Φιλοξενία άριστη. Καλή παρέα. . . Ήταν και ο Καλογήρου, κατέβηκε για μια βάφτιση. Κάποιο από τα εγγόνια του, νομίζω.
- Δεν είναι τόσο μεγάλος.
- Πρέπει όμως να έχει εγγόνια.
- Και εσύ, εμένα ανιψιά.
-  Ο μπόμπιρας σου, τι κάνει;
- Μεγαλώνει κι αυτός, σαν την δικιά σου.
- Πως τον βαφτίσατε;
- Νίκο. Το όνομα του πεθερού μου.
- Έτσι λένε και τον Βότση.
- Τι κάνει αυτός;
- Μεγαλουργεί υπογείως.
- Σαν και εσένα;
- Σαν και εσένα.

   Φτάνουμε στο Ιπποκράτειο και τραβάμε κατά το σπίτι της κοντοπούτανης, της καλής της φίλης. Λείπει στο χωριό της και η Αντιγόνη έχει τα κλειδιά.

- Μήπως θα σκάσει μύτη ο ζουμπάς;
- Όχι, είναι στο χωριό της.
- Στο ρουφιανοχώρι της, θέλεις να πεις. Αν έρθει πάντως θα την κλειδώσω στο πατάρι.
- Μην γίνεσαι κακός.
- Γιατί; Χωράει στο πατάρι.
- Άσε τις βλακείες. . . Πάμε στην κάβα.

   Ο μαγαζάτορας μας θυμόταν. Ο μαγαζάτορας μας ήξερε καλά.

- Εδώ, εδώ, είναι οι φτηνές. . . μας φώναξε.

- Για την κοπέλα το λέτε; του είπα.

- Όχι, για τις μπύρες

   Η Αντιγόνη γελάει και παίρνει δυο μπουκάλια βότκα. Εγώ χαζεύω τις μπύρες, παίρνω δυο εξάδες και πατατάκια πικάντικα, γεύσεις περίεργες. Γαρίδες κοκτέιλ, χταπόδι με πάπρικα κ.α.

- Θα φτάσουν; με ρωτάει ο μαγαζάτορας.
- Τι ώρα κλείνεις;
- Το βραδάκι. . . Δώδεκα παρά.
- Θα φτάσουν, Αντιγόνη;
- Θα δούμε, Σκορδά.
- Σκορδά σε λένε; ρωτάει πάλι ο μαγαζάτορας.
- Όχι.

   Στο σπίτι κατεβάζω ποτήρια και πιάτα να σερβίρω. Εκείνη ανοίγει την τηλεόραση και βλέπει τηλεμάρκετινγκ.

- Θα αγοράσεις τίποτα;
- Όχι, απλά χαζεύω.
- Κλείσε την τότε. . . Βότκα ή μπύρα;
- Φέρε και από τα δυο.
- Σκέτη η βότκα ή με λεμόνι;
- Με λεμόνι.
- Δεν έχει.
- Άντε γαμήσου.
- Θα βάλω πορτοκάλι.


   Μουσικές πίσω και κακίες μπροστά.

- Τα καλά λόγια να τα λες πίσω από την πλάτη του άλλου.
- Τα καλά λόγια να τα βάλεις στον κώλο σου.


- Να κουρευτώ ή να ξυριστώ;
- Δεν πας να κόψεις και τον λαιμό σου. . . Ωραίο το πορτοκάλι στην βότκα.


- Διάβασες το βιβλίο που σου έδωσα;
- Όχι, φέρε δυο μπύρες. Την άλλη φορά δώσε μου κάτι δικό σου που έγραψες και σταμάτα να γράφεις ψέμματα. Δεν τα πιστεύει κανένας αλλά και αλήθειες να γράψεις, κανείς πάλι δεν θα τα πιστέψει. Μην γράφεις ρε. Τότε μπορεί να να σε πιστέψουν όλοι. 
- Ο άντρας σου τα πιστεύει.
- O άντρας μου πιστεύει ότι αργοπεθαίνεις.
- Κάτι ξέρει. 


- Βγάλε τα ρούχα σου.
- Κάνει κρύο.
- Καλά, φόρα τα δικά μου.


- Στο λεωφορείο, ένας μικρός. . .
- Σαν και εμένα;
- . . .με γλυκοκοιτούσε.
- Γιατί δεν τον έφερνες εδώ, να δει την γλύκα;
- Θα τον έδερνες;
- Ποτέ. . . Απλά θα του έκανα μια περιγραφή για την θεία που κοιτούσε.
- Θεία είσαι εσύ. . .  Τι θα του έλεγες;  Θα του μιλούσες με τα καλύτερα λόγια;
- Θα έβρισκα και τέτοια. Αν είχε χρόνο για χάσιμο θα έμενε να διασκεδάσει. Την άλλη φορά να φέρουμε μαζί μας παρέα.
- Να έχουμε κοινό.
- Show.


- Τελείωσαν οι μπύρες.
- Θα πάω εγώ. 
- Πάρε μου και τσιγάρα.


  Έμεινα μόνος στο ρουφιανόσπιτο. Εδώ μας είχε δώσει στεγνά η κοντοπούτανη καλή μας φίλη στο άντρα της Αντιγόνης. Δεν έγινε και τίποτα το τραγικό. Ένα σπασμένο χέρι και γκρίνιες. Γλίτωσα και το δικαστήριο. Να κάτι που δεν θα έχω να λέω στα ανίψια μου.

- Ο τύπος στην κάβα μου είπε ότι την επόμενη φορά που θα περάσουμε από το μαγαζί του, θα μας κάνει έκπτωση.
- Ναι, ναι. . . Και μετά θα του ζητήσω να γίνει κουμπάρος μας. 
- Γιατι; Καλός άνθρωπος φαίνεται.
- Μπορεί και να είναι.
- Όλα μπορούν να είναι. Το θέμα είναι. . .
- Πάμε μέσα;
- Πάμε.


   Σκαρφάλωσε πάνω μου και πέσαμε στο κρεβάτι όπως πέφτει κάποιος για να κοιμηθεί. Εμείς όμως δεν κοιμηθήκαμε. Μου ζήτησε να ανοίξω τα παράθυρα.

- Μα έχει κρύο.
- Εγώ καίγομαι.
- Το πότο μάλλον φταίει.
- Για όλα.


  Ξάπλωσα δίπλα της και την χάιδεψα. Μου έδωσε μια κουτουλιά στο πρόσωπο και τραβήχτηκα πίσω. Δάκρυσα λίγο και εκείνη μου γύρισε την πλάτη. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι γελάει. Της έβγαλα τα παπούτσια και την σκέπασα με μια κουβέρτα. Μουρμούρισε κάτι, κοροϊδευτικά και κουκουλώθηκε. Πήγα να κάτσω στο σαλόνι. Είχαν μείνει κάμποσες μπύρες, μισό μπουκάλι βότκα και ένα πακέτο καρέλια χρυσά, ακόμα στην ζελατίνα τους.  Ήπια ένα ποτήρι βότκα, δυο κουτάκια μπύρα και κάπνισα δυο, τρία τσιγάρα. Μετά έβγαλα τα ρούχα μου και ξάπλωσα πάλι δίπλα της. Την κούνησα λίγο για να ξυπνήσει.

- Τι θες;
- Θυμάσαι μια φορά που με ρώτησες, ΄΄Τι νέα;΄΄ και σου απάντησα ΄΄Ε, για να είμαι εδώ πάλι μαζί σου, δεν έχουν αλλάξει και πολλά.΄΄;
- Ναι, και τι μ΄ αυτό;
- Τίποτα, με αυτό.

  Με αγκάλιασε και κοιμηθήκαμε.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

μουσική από τα μέσα στα έξω


  Κάθε βιογραφία, κάθε ιστορία είναι κοροιδευτική, γιατί λείπω εγώ από εκεί μέσα. Παρατηρητής με απόψεις, ο κύριος αναγνώστης. Άλλες φορές χώνωμαι χαρίζω, χαλάλι/χαράμι όλα και άλλες έρχονται και με βρίσκουν. Το νόημα όλων αυτών, έρχεται μετά - όπως και η κωμωδία. Μετά.

- Σκορδά, θα πεθάνεις. . . Το ξέρεις; Στο έχω γράψει κιόλας.
- Αυτο δεν έχει και τόση σημασία. Σου τηλεφώνησα για να μου δώσεις λίγα λεφτά.
- Θα σου δώσω ό,τι θες αλλά να ξέρεις, θα πεθάνεις. . . Με την μικρή που σε άφησε μαλάκα, που σε άφησε γενικώς, μιλάς ακόμα;
- Μιλάω ακόμα. Της λέω ιστορίες. Πολλές μαζί, η μια πάνω στην άλλη. Όλα μπλέκονται. Ακόμα και για σένα της λεω.
- Τα καλύτερα;
- Ότι ήσουν κάποτε δίπλα μου, ήμουν και εγώ δίπλα σου, ότι έβγαζες τα ρούχα σου αφού είχες πιει τον πάτ. . .
- Μαλακίες. . . Εσύ πίνεις πιο πολύ από μένα.
- Ναι; Πάντως εγώ δεν θα περίμενα να αδείασω ένα μπουκάλι βότκα για να στο πετάξω. Θα στο πετούσα γεμάτο.
- Σιγά. . .
- Θα μου περάσεις από Αριστοτέλους να μου αφήσεις λίγα λεφτά;
- Ό,τι θες ρεζίλη μου. Απο το κουμαρτζίδικο σε διώξανε;
- Εγώ έφυγα. . . Ό,τι θέλω,ε; Ο γιός σου μοιάζει στον μαλάκα τον πατέρα του ή στην μανούλα του που λέει τώρα ότι θα πεθάνω;

  Το έκλεισε.
  Ήρθε, μου έδωσε δέκα ευρώ και όπου φύγει, φύγει.
  Και τραβάω για αγίου Δημητρίου. Ένα τόπο που οι άνθρωποι βρήκανε τον τρόπο να βγάλουν λεφτά, μύθους και ιστορίες. Άγιος Δημήτριος, Κεμάλ Ατατούρκ, ο Σχινάς που καθάρισε τον Γεώργιο τον Βασιλιά. Αφού τον πιάσανε, τον πήγανε στο Διοικήτηριο, ήρθε και η Βασίλισσα Όλγα και μίλησαν κάνα τρίωρο'

- Τον πέτυχες με την πρώτη ρε θηρίο;
- Βασίλισσα μου. . .

  Μετά του είπανε, για τράβα λίγο στο παράθυρο να δεις. . . Πήγε και τον μαζεύανε μετά με το κουταλάκι έξω απο το Διοικητήριο. Οι συνομωσιολόγοι τραβάνε μαλάκια μέχρι σήμερα.

  Στην Αγίου Δημητρίου τριγυρνάνε ξεναγοί. Μοιάζουν με παπάδες σε μνημόσυνο. Στέκονται πάνω από όσα μνημεία περίσσεψαν, μνημονεύουν και λένε και λένε. Αλήθειες; Δεν είναι τόσο μεγάλη ανάγκη, η αλήθεια. Σε ένα τόπο που χύθηκε τόσο αίμα, η μαλακία πετάει ανθό. Πάντα. Ρίξε μια ματιά γύρω σου και εμένα άσε με.

  Καταλήγω μπροστά σε μια ποιήτρια, που τα ρούχα της είναι άχρηστα και η καρδιά της χρυσή και ένα συνθέτη που ψάχνει ρυθμούς συνοδευτικούς - από ένα ρέψιμο μέχρι το ποδοβολητό των αριστοκρατών που τρέχανε στην ακρόπολη της πόλης για να μην τους πετσοκόψουν οι Ζηλωτές. Την προηγούμενη μέρα, ένας καθηγητής με ύφος τροβαδούρου και Άϊ Βασίλη, μας είπε να μάθουμε γαλλικά, για να γίνουμε άνθρωποι και να διαβάσουμε Ουγκό και Δουμά. Εδώ καλά καλά την γλώσσα του σώματος δεν έχουμε μάθει. Το μυαλό μουδιάζει, η γλώσσα σκοντάφτει τις περισσότερες φορές. Το μπουκάλι αδειάζει, παλίρροια ονείρων.

 Με σερβίρουν. Μου δίνουν τσιγάρα. Winston.
 Winston κόκκινα κάπνιζε ο Zappa και λευκά, πολύ παλιά, ο Βότσης. Τώρα το έριξε στην χειροτεχνία και στρίβει όπως κάποιοι πληρωμένοι λαρύγγια.

 Καζαντζίδης εν ώρα κοινής ησυχίας. Στην διαπασών. Ούτε ένας δεν ήρθε για παράπονο. Εγώ όμως περίμενα.

Πρώτη μου φορά που κλαίω
μα και τελευταία. . .


 Το τραγούδησα αυτό κάποτε. Φάλτσος και ακαταμάχητος ενώ κατέβαινα  βράδυ τα τείχη - ό,τι περίσσεψε και από τα τείχη και από την καλοσύνη τον εργολάβων, πριν γίνουν γλυκό - μαζί με την Λένα Βον Τι, την Κιουμπρίκενα, την Φελίνα, την σκηνοθέτη 1,59 πάνω από την γή και κανείς δεν φώναξε την αστυνομία να με μαζέψει.

Να χωρίσουμε είναι κρίμα
κι έγκλημα μεγάλο
να 'μαι εγώ το ένα θύμα
να 'σαι εσύ το άλλο.


  Χωρίσαμε και άλλος τώρα θα δει το έργο, θα βαράει το κεφάλι του και θα αναρωτιέται αν είναι τρελή ή αν αυτός δεν έχει τις αντοχές να στέκεται ήρεμος δίπλα της. Εγώ το είδα το έργο, έκοψα και εισιτήριο ένω άλλοι μπήκανε τζάμπα.

  Μετά, τρεις σταγόνες δηλητήριο, σε κακή ζωντανή εκτέλεση από την Μπέλλου, που έγραψε και τους στίχους και κρουστά εμβατηρίου.

 Κάτσε φρόνιμα γκρινιάρα
 σκέψου λίγο σοβαρά
 πριν να κάνω καμιά τρέλα 
 πριν με βάλεις σε μπελά.

  Έρχονται στιγμές που όλα γύρω μου τα νιώθω να με καταλαβαίνουν. Ξέρουν την επόμενη μου κουβέντα και μια μικρή, γελοία ανάγκη που με τρώει. Κάποτε φώναζα και το έγραφα - Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε κανέναν, όλοι του κεφαλιού τους, ένα ρυθμικός αυτοσχεδιασμός, το αναπόφευκτο κανονίζεται, τρόπος ζωής και θανάτου καθημερινού. Η βραδιά όμως είναι καλή, είναι γλυκιά. 

 Μια μπουκάλα ψυκτήρα, θα γίνει μουσικό όργανό. Θα την γεμίσω με λίγο νερό και παλιά νομίσματα χεσμένων, λησμονημένων κρατών. Δώρο για τον συνθέτη. Για την φιλοξενία, για την καλοσύνη του - που δεν είναι επιστημονική φαντασία ή εισόδημα - για τα γενέθλια του.

  Μόνο το κακό δεν ανεπανάληπτο.

  Το πρωί καφές κρύος. Ότι πρέπει. Είμαι δυο μέρες μεθυσμένος και χρωστάω σε πολύ κόσμο. Σιγά, σιγά όμως. Θα ξεχρεώσω και θα βαράω τα κρουστά μου με λίγο κρασάκι από την Σάμο, σταλμένο από τον Μπουρ Γκαζάν, τον οδηγό-διαβιβαστή, παλιό συμπολεμιστή που στην καρό ξενιτιά κάνει πάσα τις γνώσεις του.

  Η ποιήτρια, ντύνεται και την κατεβάζω στην στάση να πάει σπίτι της. Στο δρόμο μου μιλάει, μου μιλάει συνέχεια. Για μένα. Δείχνει ενδιαφέρον. Μιλάει σοβαρά. Θέλει να ζήσω. Κι εγώ θέλω να ζήσω. Αλήθεια. Δεν θα το δείτε. Θα με δείτε.

  Προσφορές σε αρτοσκεύασματα. Παίρνω και μια μπύρα, ένα πακέτο σπίρτα. Σπίρτα που μοιάζουν στην Σπούλα. Μοβ κεφαλάκι και λίγο να τα τρίψεις ανάβουν να ζεστάνουν ή να κάψουν.

 Επιστρέφω στο σπίτι του συνθέτη. Βγάζω φωτογραφίες τον Βενιζέλο με δεμένα μάτια, ένα άδειο κρεβάτι που παίχτηκε ερασιτεχνικο πορνό - ΄΄Τι ένσημα κολλάνε οι πορνοστάρ;΄΄, ένα πάτωμα που μοιάζει στοιχειωμένη, τουριστική λίμνη και αρχίδια σε συσκευασία δώρου. Καλλιτεχνικές φωτογραφίες.

  Κοιμάμαι και όταν ξυπνάω με περιμένει ο καφές - κρύος, μπούζι - και ο Louie C.K. με την τηλεοπτική σειρά του. Ο άνθρωπος είναι όρθιος κωμικός που έφτιαξε ένα σίριαλ. Κάνει ό,τι θέλει και αυτό φαίνεται. Ανθρώπινες σχέσεις, ωδή στην αμηχανία. Το πράγμα φεύγει και ξανάρχεται στην κωμωδία. Καταλαβαίνεις ότι όλα θα πάνε στραβά - αυτό είναι βέβαιο - αλλά δεν ξέρεις τον τρόπο και τον χρόνο. Σαν έμφραγμα ή τυχαία πρώτη ματιά σκάνε όλα μπροστά του. Μεγάλη μορφή, ο Charles Grodin στον ρόλο ένος γιατρού που ξέρει ότι όλα είναι μέσα στο πρόγραμμα.

  Σκουπίζω λίγο, μαζεύω κάτι γυαλιά από το πάτωμα, ρίχνω νερό στο κεφάλι μου να μαζέψω την αφάνα - Θείε Πουρνάρι. . . με λέει ο αδερφός μου που περιμένει τον διάδοχο τον Αύγουστο, στην Πάτρα - πίνω ένα ποτήρι βότκα και κατηφορίζω με δυο τσιγάρα χορηγία, την Ρωμαϊκη Αγορά που στο τσάφ δεν έγινε δικαστικό μέγαρο. Μια κοπέλα με τατουάζ στην γάμπα - σαν καλτσοδέτα χωρίς κάλτσα - τραγουδάει το Γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες. Κρατάει μια σακούλα με λεμονάδες. Την πλησιάζω με χαμόγελο. Η μέρα είναι υπέροχη.

- Ωραία το λες. Μπράβο.
- Το ξέρω. . . λέει και χαμογελάει.