Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

εύθραστον



έφτασες
ως την Πρέβεζα - αυτό ήταν το μόνο σου ταξίδι - το μόνον της ζωής το ταξίδιον. . . και δεν θα γίνουν άλλα. . . πήγες μέχρι στην Πρέβεζα, τότε που δεν κάπνιζες και η μουρλή σου τηλεφωνούσε ανα μία ώρα για να δει αν ζεις τα παιδιά στην παραλία - τρελά, μες την αφέλεια, και μεθυσμένα, με μια διαβολεμένη κατάδικια τους πραγματικότητα - σε ρώτησαν γιατί ήρθες από τόσο μακριά. . . δεν μίλησες, τους πέταξες μπύρα από το βαρέλι και αυτοί σώπασαν. . . νιώθανε μες την χαζομάρα τους λίγο από την λύπη σου. τώρα ο παππούς δεν ακούγεται, ο πατέρας είναι κουρασμένος, θέλεις να κοιμηθείς και δεν μπορείς. Γιατί;


΄΄Μπορεί να πεθάνω όπως εκείνο το βράδυ. . . και έχω ένα βιβλίο να γράψω, να κλείσω κάτι γαμημένους λογαριασμούς. . .αφήστε την ψυχούλα μου σκονισμένη, βρώμικη, αφήστε την εκεί που βρίσκεται, δεν ενοχλεί κανέναν, κάτι ξέρει και είναι εκεί. . . αφήστε την. . . κουρασμένη από ομορφιές, γδαρμένη από καλοσύνες, δεν θέλει ταξίδια, δεν θέλει τίποτα, να ηρεμήσει και ένα ταβάνι να την προστατεύει από την βροχή. . . κρύο και ζέστη δεν νιώθει, μόνο μετά τις εννιά το βράδυ γελάει με τα αστεία που βλέπει, μετά τις δώδεκα σκέφτεται και άλλες ψυχές. . . .όχι, μην την αγγίζεται. . . .σας παρακαλώ.΄΄

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

΄΄όλα αλλού πληρώνονται΄΄



ακροδάχτυλα μαυρισμένα / χείλια μαζεμένα από το κρύο / το Παρίσι είναι πολύ μακριά / αλλά από το παράθυρο / φαίνεται το Επταπύργιο / και τα αμάξια δεν κάνουν πολύ θόρυβο / o κόσμος δεν μοιάζει τόσο χαζός / παίζω μόνος μου πια τον χαζό / και κερδίζω / ένα αιώνα αβάντα / και ένα Τραγουδιστή να μου λέει πως κάποτε θα υπάρχουμε / αφηγούμαι τις στιγμές που κόλλησαν πάνω στα ρούχα σου /ο λύκος γέρασε / πολύ / σταμάτησε να τρώει από τον κήπο σου λουλούδια και περαστικούς / περιορίζεται στα τσόφλια / και στους αχώνευτους / και τα καριοφίλια του Brixton ακόμα ρίχνουν / μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα διπλά / μην με ξεχάσεις / και το ταξίδι ας μην μετράει / έχουν αυτοί που γνώρισα πολλά ταξίδια μέσα τους / πολλά εγκλήματα που παρά τρίχα να γίνουν πράξη.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

ο κύκνος πετάει. . . έτσι και η κάργια



αν κάποιος γράψει για μας / τρέλα που θα τον δέρνει / πείνα θα τον γαμάει / ένας Σεβαστός Συγγραφέας του Φανταστικού / που δεν κοιμάται τα βράδια / μόνο μια ώρα στα κλεφτά / και μετά στην δουλειά / χαμάλης σκονισμένος / άγιος / δυτικά της πόλης / απο τους λίγους που σέβομαι / χωρίς να έχουν πεθάνει. .

- - - -

λιγάκι πιο ψηλά / από τους στύλους της Δ.Ε.Η. / όνειρα μην πούμε πολλά / εγώ κάβες / εσύ καύλες /φταίχτη δεν θα βρεις όσο και να ψάξεις / κάποιον να ξεσπάσεις / αν δεν πονούσα. . . λέω / δεν θα ζούσες. . . λές / βγάζεις τα ρούχα σου /μένει το δέρμα / βγάζεις τα ρούχα σου όπως / όταν πας να λουστείς / με κοιτάς σαν ρολόι / κοιτάω τον πάτο του ποτηριού / έπειτα τον δικό σου / η φύση όλη και πάντα με το μέρος σου / σε λατρεύω ολόκληρη / τις πατούσες σου / το γέλιο σου όταν το διακόπτει ο βήχας / τα τσιγάρα που ξεχνάς πάνω μου / τις ώρες που αργείς ενώ σε περιμένω / το πως χώνεσαι στις τσέπες μου / που δεν είπες σε κανέναν ΄΄συγνώμη΄΄ ή ΄΄ευχαριστώ΄΄ / την ευγένεια της ψυχής σου στους άλλους.


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

δυο λέξεις στα κλεφτά ........




είναι τα ζευγάρια που ξέρω και με κοιτάνε με σαν μελλοθάνατο / και λέω ένα όχι να υπάρχει / να υπενθυμίζω στον εαυτό μου - τα μεγαλεία. . . - και μια αίσθηση θανάτου / να υπάρχει και αυ...




....να υπάρχει και αυτός ο πόνος
που ποτέ δεν άφησες από μέσα σου να βγει\
λέξεις-συναισθήματα
που έκλεισες μέσα σου και θέλησες μαζί σου να σαπίζουν\
και που όταν μένεις μόνος σου
σκέφτεσαι αρκετά και κλαις στα σκοτεινά
για αυτά που δεν έζησες μα πέρασαν από μπροστά σου
σε νιώθω.., και εγώ το ίδιο λάθος



θυμάμαι μου είχες πει να μην τα παίρνω τόσο στα σοβαρά
και εγώ σε έσφιξα τόσο δυνατά στην αγκαλιά μου
σαν να μου είχες λύσει το γρίφο που χρόνια με ταλαιπωρούσε
όντως έτσι είναι
αλλά μακάρι να μπορούσα ακόμη και τώρα να σ΄ακούσω


επίσης θυμάμαι μια νύχτα μου είχες πει πως υπάρχει αγάπη..
δεν το είχες πει απλά...το είχες ουρλιάξει
δεν είχες πιει γουλιά...το εννοούσες
εκεί γύρισα εγώ και σου είπα:
" Βασίλη μου, μην βλέπεις τα πράγματα τόσο σοβαρά"
....με φίλησες στο κούτελο και συνεχίσαμε να περπατάμε


είναι πολύ ωραίο όταν κάποιες σκηνές από αυτό το έργο
δεν συνοδεύονται από υπότιτλους
οι κινήσεις μαρτυρούν αρκετά
μπορεί και να έχεις δίκιο δεν λέω
αλλά στο κάτω-κάτω δεν έχει και πολύ σημασία


αυτό που μ΄αρέσει είναι όταν όλα πηγαίνουν γρήγορα
όταν δεν αναλωνόμαστε στα περιττά
εκεί που δεν αφήνουμε τον χρόνο να περνά


δυστυχώς για μένα έχω καλή μνήμη
έτσι υπάρχουν μουσικές που δεν πρέπει να ακούσω ξανά
απαγορευμένα αρώματα
στοιχειωμένες φράσεις
μέρη απ' όπου εύχομαι να μην περάσω ποτέ


για πόσο ακόμα όμως;
....μάλλον μέχρι μια μέρα να πιστέψω πως είχες δίκιο τελικά






(και σκέφτομαι πως
όσο και να απεχθάνομαι την χρησιμότητα και την δύναμη των λέξεων
τις ασπάζομαι όταν μου μοιάζουν με αλήθεια
και νιώθω πως
όσο και να μισώ την σιωπή
μου αρέσει πολύ η ησυχία)








το παραπάνω
κείμενο είναι αφιερωμένο
σε όσους/ες γράφουνε σε blog

ο ........

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

KAFKA



σχέδιο του Franz Kafka


''Die Lilien auf dem Felde brauchen auch keine Injecktionen.''



κουρελιασμένο



έζησες
εχθές - είδα τα κομμάτια σου πεταμένα παντού στον δρόμο, είδα λερωμένο το στρώμα απο τον θρίαμβο σου - πονοκέφαλος, το στομάχι σου βομβαρδισμένο, έζησες και θέλεις τώρα να πεθάνεις; έζησες και θέλεις τώρα να δεις τους άλλους να περνάνε; τα εύκολα παιχνίδια είναι λίγα, εσύ ασθενικός. . . οι διάδρομοι στα νοσοκομεία / που άλλοι σε τρέχουν / ενώ σαν ηλίθιος ή ευτυχισμένος κοιτάς τις λάμπες / όσο μακριά και αν φαίνονται / δίπλα σου είναι / όπως η Πρέβεζα / όπως η Αντιγόνη / όπως οι ράγες του Τραίνου στην Θήβα / όπως το κρεβάτι στο 401.


Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

''only the fools know what it means '' 2



βράδυ θα φύγουμε / Σιγκαπούρη / ενέχυρο η μασέλα και ο καπετάνιος ζητάει χάρες / στα αμπάρια επαναστατούν οι ποντικοί και οι γάτες κάνουν ότι δεν βλέπουν / δύσκολο και κακό ταξίδι / οι άνεμοι εναντίον μας / ο Θεός με τους άλλους / τα στοιχήματα υπέρ Πίστεως στο Βούλιαγμα / εσώρουχο άντι για σημαία / αφίσα αντί για πρόσωπο / Σιγκαπούρη, Σιγκαπούρη και οι χορεύτριες με πάθος δεν χορεύουν δεν γελάνε δεν πεθαίνουν / κρυώνουν και το μουνάκι τους ζητάει σήματα Μορς / αλλά εμείς Δόγμα Ψηφιακό / πετάμε το συναίσθημα στην Θάλασσα για να πιάσουμε κάτι πιο βαρύ / κάτι που θα μας χορτάσει για να ανάψουμε τσιγάρο / για να μοιάσουμε με φουγάρο / λαθρεπιβάτες με κανονικό εισιτήριο / δαγκώνουν την άγκυρα για να έρθουν μαζί μας / οι αστείοι / οι περιπατητές του μεγαλείου / οι σχιζοφρενείς διεκδικητές δημοσίων θέσεων / και οριζοντίων σχέσεων.

στην πρώτη θέση οι προνομιούχοι / με προνόμια απτά / και λεφτά
στην δεύτερη θέση οι προνομιούχοι / με προνόμια αέρινα /
σαν άνεμος που γοητεύει σκέλια.

έπονται καλλιτέχνες και άλλα μηρυκαστικά, ποιητές και άλλα συμπαθή θηλαστικά.

Φοβηθείτε τους.

Σκέψεις


δια την Κόκκινη Κ.

168 φορές άκουσε το Τσακισμένη Χαρά
και σκέφτηκε μες τα πολλά ότι
ο Zappa και ο Bach είναι η μοναδική
απόδειξη ότι υπάρχει Θεός.

Σκέφτηκε ότι όλες οι προσπάθειες
σκοντάφτουν στις μη-προσπάθειες
των άλλων-των δίπλα που δεν ακούνε
Καζαντζίδη στις ώρες κοινής ησυχίας

Σκέφτηκε ότι όποιος απόψε φέρει
στα γρασίδια ένα μπουκάλι ουίσκι
θα είναι προνομιούχος ή χαφιές
- αλλά ευτυχώς οι γονείς πάντα
είχαν μπουκάλια για τους καλεσμένους
που δεν ήρθαν ποτέ -

Σκέφτηκε ότι οι Ποιητές είναι λίπασμα
για Άνθη ξυπόλυτα
που κοιμούνται μέχρι της 12.


Σκέφτηκε ότι
δυο μεγάλοι μονόχειρες καλλιτέχνες
είναι ο Βlaise Cendrars και ο Σπύρος Ζαγοραίος.

Σκέφτηκε ότι όλη η ασχήμια της πόλης του
μεταφράζεται σε εκατομμύρια μεροκάματα
τίμιων οικοδόμων


Σταμάτησε να σκέφτεται
όταν Εκείνη ανέβηκε μια
σκάλα χρέη και μπήκε
στο δωμάτιο του
χαμηλώνοντας τα φτερά της
και τον έβαλε φωτιά.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

δεν υπάρχω;



δεν πηδάω απ΄ το μπαλκόνι

δεν σου δίνω τσιγάρο

δεν πληρώνω ταξί

δεν μαζεύω τα μπουκάλια

δεν κερνάω



δεν υπάρχω;


τότε που έβλεπα την χαρά σαν ταξίδι,
ρατσιστικά απέχοντας
γνωρίζοντας ότι η υπεροχή μου
τρακάρει στην σιωπή σου


μια μπλούζα βρώμικη φοράω
λέω Σ΄ αγαπάω
χρεώνω την λέξη
αγοράζω το συναίσθημα
χάνομαι μες την πολυλογία
οι δρόμοι πιά δεν πάνε στο κορμί
το δράμα συνεχίζει να κόβει εισιτήρια
άλλα όχι πια καταστρόφες
το πολύ πολύ ένας θρίαμβος ακόμα
που δεν θα καταλάβει κανείς


( έχασα όλα μου τα καπέλα
ευτυχώς έχω ακόμα το κεφάλι)

και η κυρία δίπλα μου
βρήκε επιτέλους
έναν ουρανοξύστη να κάτσει.

Φανταστικόν



για μια παλιά υποχρέωση


Να περάσετε το Απόγευμα να πάρετε τις εξετάσεις
ακούστηκε από τον τηλεφωνητή
- Άντε γαμήσου, Χασάπη. . . είπε καλός κύριος Ν. .- μια ελαφρά αδιαθεσία, δυο φορές αιμόπτυση και τρείς λιποθυμίες δεν ήταν λόγος ανησυχίας αλλά η γυναίκα του, η Κυρία Κλεοπάτρα, μια ψυχοπαθής,τραγική περσόνα,αποτέλεσμα της ευφορίας της δεκαετίας του 90 και το πιο σημαντικό, κανόνι στο κρεβάτι - τον είχε πείσει να πάει να κάνει γενικές εξετάσεις. Πήγε - βελόνες, αίματα, γάζες και εξαγριωμένοι ασθενείς να παίζουν ξύλο με παχύσαρκες νοσοκόμες. Έκανε τις εξετάσεις και αφού βγήκε από το γραφείο, δεν πρόλαβε να κάνει 5 - 10 βήματα μια νοσοκόμα του είπε να επιστρέψει το στηθοσκόπιο που βούτηξε από τον γιατρό. Την είπε χαζοπουτάνα και να πάει να κάνει κάνα κλύσμα. Αυτή έμεινε παγωτό και εκείνος έφυγε ήρεμος για το σπίτι.
Πάρκαρε το σαράβαλο του - είχε δυο χρόνια να το πάει για επισκευή, το ένα λάστιχο ήταν σκασμένο και δεν μπορούσε να στρίψει στα αριστερά - και ανέβηκε σπίτι. Εκείνο το βράδυ, καθώς βογγούσε απάνω στην Κυρία Κλεοπάτρα, φορούσε σαν κολιέ τα ακουστικά του γιατρού. Ήταν από τις καλύτερες βραδιές τους.

- - - - - -

Οι εξετάσεις ήταν καταδίκη. Καρκίνος. Το ζώδιο μου, είπε η Κυρία Κλεοπάτρα καθώς άλειφε με μέλι τις φρυγανιές του Ν. . Έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας, αμίλητος, άναψε τσιγάρο και κοιτούσε μια τις φρυγανιές με μέλι, μια την Κυρία Κλεοπάτρα. Η φρυγανιές με μέλι ήταν πιο ευχάριστο θέαμα. Εκείνη το κατάλαβε και άδειασε το βάζο με το μέλι στα στήθια της. Δεν είχε και μεγάλη διαφορά από πριν. Νευριασμένη, έτρεξε προς τον μπάνιο, έπλυνε τα βυζιά της και μετά φόρεσε ένα κομψό μαύρο ταγέρ. Πριν φύγει, του έδωσε ένα φιλάκι πίσω από το αυτί. Εκεί που τον φίλησε πρώτη φορά.

- - - - - -

Έμεινε μόνος. Έφαγε τις φρυγανιές με μέλι. Ένιωθε το τέλος. Σκέφτηκε τι είχε κάνει στην ζωή του. Ποιους αδίκησε, ποιους πλήγωσε. . . λίγοι ήταν.Για έναν άνθρωπο που κυνήγησε το μηδέν όσο κανείς άλλος, που δεν φόρεσε ποτέ κάλτσες, που κάθε απογοήτευση ήταν για αυτόν μια επιβεβαίωση για τον εαυτό του. Ήταν καλά με τον εαυτό του. Τόσα χρόνια με αυτή την πανούκλα δίπλα του, είχε γίνει άνθρωπος. Τώρα τελείωνε αυτός και εκείνη θα ζούσε.

Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο μου. Έκλαιγε.

- Δεν είναι άδικο να πεθάνω και αυτή η Λέπρα να ζεί;

- Τι θές να κάνω;

- Σκότωσε την.

- Δεν πειράζω γυναίκες.

- Τότε κάνε κάτι για να ζήσω.

- Μμμμμ.... εντάξει. Αλλά με μια συμφωνία. Θα επιστρέψεις στον Χασάπη, το στηθοσκόπιο.

- Έγινε.


- - - - -

Πέθανε μετά απο τρείς μήνες. Φρικτός Θάνατος. Πνευμόνια βουλωμένα απ΄ το αίμα. Ασφυξία.
Η Κυρία Κλεοπάτρα ήρθε στο γραφείο μου. Φορούσε το μαύρο της ταγέρ. Επίσημα πιά. Στα χέρια της κρατούσε ένα βάζο γεμάτο μέλι.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

μερο(α)κάματο


οι συμβουλές φέρνουν συμφορές

σήκω πτώμα από πάνω μου
και βρες επιτέλους μια δουλειά

διάβαζες τότε
στα σκοτεινά

βρήκα δουλειά
νοίκιασα το ρετιρέ της Βαβέλ
ένα θλιμμένο καρτούν το ΄30
μετέφερε τις αποσκευές μας

( ο Θεός μας έκανε έξωση
- γιατί ήσουν τρελή
και εγώ ηλίθιος -
αλλά ευτυχώς υπήρχαν ακόμα
φριχτά υπόγεια που η χάρη του
δεν είχε φτάσει ακόμα)

πουλούσα απο ΄δω και απο κεί
τον χρόνο μου και το σώμα που σέρνω
αφέντες με ασημένια δόντια
μου ρίχναν πολύτιμες δαγκωματίες

με τον ιδρώτα μου άνοιγα
δρόμο στο μέλλον μας

σε στόλισα σαν λατέρνα
σου βρήκα μια ζεστή γωνιά στο ράφι
και ΄συ με καλοσύνη
μου έριχνες λάδι στις κλειδώσεις

μπορεί να ήταν ο πόνος ατελείωτος
και τα παυσίπονα πανάκριβα -
τα μουνόχειλα σου
όχι και τόσο ευσυγκίνητα


αλλά η ζωή μας έμπαινε σε μια τάξη.

Georg Gross



Suicide, 1916



The Pit, 1946

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

κλινήρης εποικοδομητικός διάλογος....και καλά



ωραία ημέρα...το πρώτο τσιγάρο στο τρίτο όροφο, Βασιλίσσης Όλγας - ο ήλιος από πάνω χαζεύει, δεν ενοχλεί, σήμερα είναι εντάξει

όμορφη παρέα....να μοιράζεσαι ένα επίσημο κρεββάτι που λένε και τα χείλη της (κοκκινοκέφαλη για όσους κατάλαβαν-.-), η γερμανική αποβολή να περιτριγυρίζει ενοχλητικά και το άρωμα του καφέ να μου σπάει τη μύτη

ένας τριπλός καφές, γλυκός, καϊμάκι και τα ές ές απο δίπλα αγρυπνούν / μούδιασμα αλλά και ηρεμία / για δυο τρεις στιγμές ο κόσμος μοιάζει με βανίλια ή παγωτό στα μούτρα κάποιου αντιπαθητικού το καλοκαίρι / οι αισθήσεις μπορεί να κοιμούνται όλες / αλλά εικόνες τρέχουν από παντού και όποιος σταματήσει για μια στιγμή, χωρίς προφανή λόγο, για να ρίξει μια ματιά, τυχαία, μόνο κερδισμένος θα βγει.

αλλά ρε γαμώτο λείπει το βούτυρο και το γάλα και τα αυγά.... α και το αλεύρι και δεν μπορούμε να φτιάξουμε το σοκολατένιο κέικ που ονειρευόμασταν και οι δυό στον ανήσυχο ύπνο μας.Και είναι Κυριακή....-Σκατά!-....όλα κλειστά. Ακόμα μια Κυριακή που πρέπει να διαβάσω όπως παλιά,αλλά τώρα πια δεν δίνω σημασία.Άργησα μα κατάλαβα πως δεν βγαίνουν και πολλά από το να αναλώνεσαι σε χαρτιά, λέξεις, στυλό, πληκτρολόγια, αλλά να ζεις έντονα όπως και αν σου κοστίζει-

η τέντα στο απέναντι μπαλκόνι μοιάζει με την σημαία της Σκωτίας / μπλε με ένα λευκό Χ μπροστά / η διασκέδαση από ΄δω που κάθομαι κοστίζει πολλά και είναι υπερτιμημένη / δεν υπάρχουν κοπέλες - να μασάνε τριαντάφυλλα ή να γλύφουν φακέλους με ένα σεβαστό ποσό / ΄΄να γίνουμε και πάλι άνθρωποι΄΄ γραμμένο σε ένα τοίχο / αλλά πότε ήμασταν άνθρωποι για να κερδίσουμε ένα χάδι τώρα ή μια κουβέντα πασπαλισμένα με την γλύκα των χειλιών σου / εκείνα που μιλάνε / όχι εκείνα που δακρύζουν.

λάθος λάθος...." 'Οχι άλλο μαύρο" έγραφε και εγώ σκούντηξα τον Βασίλη χαμογελώντας μιας και πλέον φορούσα το αγαπημένο μου πορτοκαλί πουκάμισο...Θυμάμαι κάποια παλιά και νιώθω καλύτερα. Αυτό είναι....και μην μου ρωτήσεις ξανά γιατί γελώ

No more rain / No more roses . . . ο ουρανός είναι μια τεράστια Marimba και ο Waits Σκύλος Θεός ονερικός / χτυπάει τις κονσέρβες στον τοίχο και γράφει τα τραγούδια του / όμως τα έχουμε ξαναπεί / γινόμαστε βαρετοί σαν τις αλήθειες των άλλων / α, δεν φοράω πια μάσκα / μόνο τραγιάσκα / και δείξε μου έναν που λέει ΄΄ότι η επανάσταση πέτυχε΄΄ / ή μια γυναίκα ικανή για όλα και σίγουρη για τον εαυτό της / θέλω να τους βάλω στον τοίχο μου / σαν αξιοθέατα / όμως η μέρα παραείναι καλή / για τέτοιες σκέψεις / το πορτοκαλί πουκάμισο / χαμογελάει / και λέει ότι με ζηλεύει / ανοησίες. . . / απλώς κάνω ότι δεν ακούω τις βλακείες και με αφοσίωση χαζεύω τα μπαλώματα. . . τις στιγμές που σκάλωσαν στα τακούνια της / τις πευκοβελόνες στα μαλλιά της απ΄ όταν κατρακυλούσαμε στα κάστρα / τις αναμνήσεις στα πλήκτρα του πιάνου και ο νεκρός στην κάσα να μετράει τον χρόνο των από πάνω / αν σταματήσω να μετράω / αν σταματήσω να μετράω τις ανάσες μου και καταφέρω απλά να ζώ με το κακό να με παίρνει μάτι και και το καλό να μ΄ αγνοεί ίσως. . .μάλλον. . . μπορεί. . . λέω να φτάσω. . .και μέχρι το Άμστερνταμ. . . σιχαίνομαι τα ταξίδια. . . όμως τα εισιτήρια είναι στα πόδια μου. . . α α α. . . και η Νύχτα δεν είναι μόνο για ύπνο.

πράγματι νόστιμος ο καφές....πρώτη φορά....δεν θα το πίστευα....πλάκα έχει,αλλά φτάνουν οι λέξεις....δεν ταιριάζουν και πολύ στην παρέα μας.... "Ε ψιτ! Μπορείς να αφήσεις τα τσιγάρα και να μου πιάσεις την κιθάρα;

τα είπαν όλα τα τραγούδια σου / γεμάτα ΄΄κόκκινο΄΄ και έναν ωραίο κόσμο / που θαυμάζω/ που δεν με κάνει να ξεχνώ - η λήθη δεν είναι λύση, είναι κρυφτό - αλλά να υπάρχω όπως εσύ. . . Υπάρχεις Ωραία με λίγα λόγια. . . και η Ειρωνεία μου, μεγαλείο άνευ μέγα. . . ένας ψηλέας Ναπολέων με λίγα λόγια. . . με πολλές λέξεις. . . και όλα ταιριάζουν. . .είτε στην επιφάνεια - σπάνια - είτε στον βυθό - χαμόγελο - . . . .μέσα στην κιθάρα.


-Α....ξέχασα να σου πω και ένα τραγούδι που την πιο όμορφη του εκτέλεση είχα ακούσει ένα ξημέρωμα με μια ελαφρώς ξεκούρδιστη κιθάρα αλλά και με ένα γλυκό χαμηλόφωνο ψίθυρο να ξεστομίζει στίχους που θα ευχόμουν να εννοούσε..........Φτάνει φτάνει....Σήκω! Ο ήλιος έπεσε. Πάμε να πιούμε.....καιρό έχουμε να πιούμε μαζί..πολύ
-Να τα πιούμε και να τα πούμε
-Φύγαμε


Σκορδάς + Ντινάκος

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

επιστροφή



μιμούμαι μουρμουρίζω / διαβάζουν τα καυλωμένα / σκέφτονται ένα ΑΡΘΟΥΡΩ ΡΕΜΠΩ / και τους εμφανίζεται / ένας Βασίλης Αυλωνίτης με μούτες και ένα κάρο βρομόλογα ( ούχι ομόλογα ) και λιγοστές υπερωρίες στο υστερικό του / και μετά κοιτάνε αλλού / όμως αγάπησα / ναι / και εκείνες δεν ήθελαν να ακούνε το ΄΄Σ' αγαπώ'' είτε γιατί δεν έχω κοιλιακούς είτε γιατί το έλεγα φάλτσα. . . μετά ήρθε η Άγγελος που λύνει τα φτερά της και. . .με κοίταξε. . .μου μίλησε. . . μου έδωσε σημασία και κάμποσο απο τον χρόνο της. . . μετά ο Σελίν και πριν Μπούκ in his Book. - Ο Θεός ποτέ δεν υπήρχε στην παράσταση αυτή, μόνο ώς έκφραση - ΘΕΕ ΜΟΥ. . . - ο Τσίβο σαν Παπαδιαμάντης . . να τον ζηλεύω . . ο Ντινάκος ένα χαμόγελο όλος κόσμος και ο τρελομαγνήτης του - ο Τασούλης με τις νυν και αεί ερωμένες του και τα οικονομικά Ποπ - Κορν.

και ο γελοίος νόμιζα ότι ήμουν μόνος. . .

οι δυο Ποιητές αντάμα - και εγώ στο πίσω κάθισμα τιμωρημένος να ανοίγω μπύρες. ταιριάζουν και είναι όμορφοι αμφότεροι. . .σαν λογική κινηματογράφου αν με καταλαβαίνεις - η Βιουγιούκλο ποτέ δεν κοίταξε τον τιτάνα Βέγγο. . . όμως είναι εικόνα ταιριαστή / εκείνος οδηγάει / εκείνη γελάει. . .εκείνη είναι δροσιά με ζιβάγκο, εκείνος κλιματιστικό ραλίστας / και πάμε ένα ΤΑΞΙΔΙ ΩΣ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Ποιητές και άλλα συμπαθή θηλαστικά



1000000 και ένας ερωτευμένοι / πενήντα δευτερόλεπτα ευτυχίας και μετά θα γνωριστούν / θα φιλιούνται στα φανάρια / και οι οδηγοί / στατικοί και ηλίθιοι πάνω στα καθίσματα / θα τους προγκάρουν / η πορεία δεν θα έχει τέλος / η πορνεία τίποτα στο τζάμπα/ μια κόλαση με διαβάσεις και τροχονόμους, κοπέλες που δεν καπνίζουν για να μην πεθάνουν / γόησες με τα παλτά τους κλειδωμένα / αστέρια πυροβολημένα απο ευχές / θεοί διορισμένοι πίσω απο οροσειρές γραφείων / όλα τακτοποιημένα / σαν μπορντέλο -(Η.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ -"Δέν έξιδακινεύω τήν μορφή τής πόρνης. Μιά πουτάνα δέν είναι περισότερο ή λιγότερο πουτάνα, άπ' όσο ένας μαιευτήρας είναι περισότερο ή λιγότερο μαιευτήρας. Ή συνουσία αποτελεί τήν -κοι νώς αποδεκτή- πλατφόρμα τής ερωτικής πράξεως. Για τήν πόρνη ή συνουσία δέν είναι ερωτικός στόχος, παρά μέσον έπιβιωσεως- έπάγγελμα. Ή ψ...υχή τής πόρνης δέν ευφραίνεται έκ τής συνουσίας. Ή πόρνη (πρέπει νά) υποδύεται ότιμετέχει στήν συνουσία.Η ερωτική πράξη στό πορνείο έχει μακραίωνη παράδοση και δικο της φολκλόρ. Ή πόρνη κατέχει τήν τεχνική τής συνουσίας. Κοινωνικώς, ή πόρνη είναι πιό χρήσιμη άπό τόν βουλευτή. Καί τό λέω με θλίψη." ) - και ο διάολος σιδερωμένος στους τοίχους βουλώνει με κερί τα αυτιά / ένα πουλάκι θα προσγειωθεί στον ώμο σου / και θα σου πει / ΄΄κάθε διάθεση / κάθε όρεξη / τελειώνει με το που χύσεις΄΄/ θα σε κουτσουλίσει εκδικητικά / και θα πετάξει / για αλλού / οι επαναλήψεις στο τραγικό και η κωμωδία κρυφακούει τις ζωές σας / οι θυσίες δεν μετράνε, τα δαιμόνια κάνουν ότι δεν βλέπουν και ότι θέλουν / στο τέλος όμως όλοι θα τα βρούνε / αναγκαστικά / κανείς δεν θέλει να σκοτώσει τον γείτονα του / δεν θέλει όμως να μοιραστεί την σκιά του.


όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν ψοφήσει / εσύ πως ζεις;
. . . μου πετάς θρασύτατα / και αρχίζω να βλέπω παντού εχθρούς / μα και πριν / οι εχθροί εκεί ήταν / με τα τσιγάρα τους τα king size / τις γυναίκες τους στα τέσσερα / για να απλώνουν τα πόδια τους / και να διαβάζουν με την συνείδηση τους / ήσυχη και καθαρή / - σαν κωλαράκι από κιουτσέκι - / την Έρημη Χώρα του Τ.Σ.Έλιοτ ή τα Cantos του μεγάλου Ραδιοφωνικού Παραγωγού της Ιταλικής Ραδιοφωνίας, Έζρα Πάουντ.

τον Μεγαλύτερο εν ζωή Ποιητή τον είδα σε ένα κωλομάγαζο με νερουλιασμένο κρασί για μετριοπαθείς και ούζο για εντριβή ιδανικό. . . με άκουσε να απαγγέλλω - και ζητώ συγγνώμη για την γελοιότητα του ρήματος - Καρυωτάκη και πιάσαμε κουβέντα. με το ένα του χέρι έδινε σχήμα στον αέρα τα λόγια του και με το άλλο ψαχούλευε τα ψαχνά της καλής του. μέσα στα πολλά ( και ενώ είχε φτάσει στην ουσία της κοπέλας του βαθιά ) μου είπε το πρόβλημα με το κατεστημένο - όπου και αν βρίσκεται - είναι ότι δεν γαμάει, δεν γαμιέται. . . όποτε μην τους βρίζεις. . .μην λες ''δεν πάνε να γαμηθουν καλύτερα '' γιατί έτσι τους κάνεις την πιο γλυκιά ευχή. -(συμπτωματικά την ίδια στιγμή ο Τσίβο ξερνούσε κρασί, έξω από το κωλομάγαζο και έδινε προφητείες σε ανυποψίαστα ζευγάρια υψώνοντας το ένα του χέρι σαν μάγος ή διαιτητής - Είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.)


ψάχνω τις λέξεις / για τις κατάλληλες περιστάσεις
μα στο τέλος
βρίσκω τις λέξεις / για τις ακατάλληλες παραστάσεις.




πρέπει όμως να τελειώσω,
πόσες φορές να ακούσεις το Jockey Full of Bourbon
σε μια τσαλακοιδρωμένη εκδοχή όλα-για-όλα;

ομοιότητες

καμιά φωτογραφία
λίγες μουντζούρες
μόνο

η μνήμη παίζει / ο έρωτας σκοτώνει / στο ράδιο ο Cash / προσωπικός Ιησούς / αναστημένος και σάπιος / θέλει να μας σώσει και δεν μπορεί / και εγώ έχω όλη την καλή πρόθεση / να χειρουργήσω / αλλά δεν μπορώ / εσύ χτυπά τα μαύρα πλήκτρα / δώσε μου πίσω τον ρυθμό / να σου δώσω το παλτό / η φωτιά ψηλώνει / το επάγγελμα μου η απομυθοποίηση / να σκαλίζω να χαλάω να μαθαίνω να ταιριάζω τα κομμάτια / δεν αγγίζω την ζωή όμως / δεν μιλάω για αυτοκτονίες / οι αυτόχειρες δεν ήξεραν κάτι παραπάνω / απλώς / βιάζονταν / υπερβολικά.

μην βυθίζεσαι σε μύθους / μην φτύνεις την Ηθική των τριγύρω / μην πίνεις / όλα αυτά θα σε εκδικηθούν / και του Σίσυφου την διαδρομή θα μάθεις απ΄ έξω.

ήταν έτοιμα όλα / θυμάσαι ; - το τραπέζι, οι καλεσμένοι με τις προσκλήσεις που ζωγράφισες μια μία / κάποιος ευχάριστος ομοφυλόφιλος που του είπες να με ερωτευτεί / και του άρεσα / γιατί τον έκανα να γελάει / η μουσική / που με φασιστικό τρόπο έβαζα / τα χαλιά σαν κρεβάτια / και όλοι σαν φίδια σερνόντουσαν προς τον μπουφέ / για ένα ποτό, για ένα ποτέ, για ένα τίποτα ακόμα / κάποιος κοιμήθηκε στην μπανιέρα / και εσύ χαιρόσουν από τον θρίαμβο της σύναξης / στο τέλος φαγώθηκες να βρεις τον διακόπτη μου για να με σβήσεις / τον βρήκες / με έσβησες.

το πρόσωπο σου καρφωμένο στο τοίχο / όχι, λάθος / είναι ο καθρέφτης / και εγώ το καρφί που τον στηρίζει - Μοιάζουμε και πόσες ανάσες πήγανε χαμένες και δεν γίνανε φιλιά.

αχούρι


στον Ποιητή Βασίλη Καλογήρου



λίβελος
ο ψίθυρος
πάνω στην πληγή

ξέστρωτο το κρεβάτι
μια δεκαετία
ακατάστατες οι καύλες

ψύχη
χωρίς κανόνες
δάκρυ αναρχικό

ξημερώματα
χαμένοι όλοι
ευτυχείς

μην μας δείξεις το δρόμο
ξέρουμε που θα πέσουμε.

. . . . .

λιωμένο ατσάλι
σαν νεράκι
απάνω σου

οι αντιρρήσεις
οι δισταγμοί
της ύπαρξης η γλύκα

χωρίς λαλιά
η θλίψη
με προδίδει

η χαρά
του πλησίον
αδιάφορη
σαν έρωτας
στο διπλανό δωμάτιο

οι ρουφιάνοι
κατάπτυστοι
μα λέγανε
πάντα την αλήθεια

ο τρόμος
ο ζωμός του
ο ιδρώτας

ο ύπνος
μέσον μεταφορικό
τα όνειρα ο προορισμός

το αλκοόλ
μέσον μειονεκτικό
ο εαυτός σου ευάλωτος
στα βασανιστήρια

ο χορός
τα βήματα
μετά την δουλειά

η γιορτή
σύναξη
και όχι
αναστεναγμοί

μα. . .

νησιά αχαρτογράφητα
θησαυροί θαμμένοι
εκείνη
ξέρεις

ξενιτεμένος
από χάδια
πατριώτης
σε χρέη σιωπηλά

ο ποιητής
μούμια ησυχασμένη
τα χαρτιά του
μια σαρκοφάγος

ας μην γίνει
η ζωή μας
αρχαιολογικό εύρημα

ας μην μας βρούνε μετά

ας μην μας βρούνε ποτέ.



Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

μπουκέτο

ο Βασιλιάς σέρνεται ματωμένος, θέλει να φτάσει τον θρόνο του. . . αλλά δεν έχει κεφάλι ούτε μάτια. . . μόνο μια κορώνα χρυσή. . . λάμπει. . . δεν βλέπει όμως. . .


μια συνήθεια' καθώς κρατάω τσιγάρο, είναι να στριφογυρνώ ανάμεσα στα στα δάχτυλά -και τότε ο καπνός βγαίνει σιγά σιγά από το τσιγαρόχαρτο και κρέμεται με την καύτρα στην άκρη. . . / ο Παππούς τελειώνει / 80 χρόνια αναισθησίας / το δέρμα του σαν μικρού παιδιού / ούτε μια ρυτίδα / οι δικές μου εξετάσεις πριν 2 χρόνια ήταν καταδίκη, οι δικές του απαλλακτικό διάταγμα / και τώρα τελειώνει. . . / ας μην μιλήσουμε για Αθανασία καλύτερα / ας πούμε για μια Αθανασία με βαριά στήθη και ευθύνη καμιά / ας πούμε για κάποιον που βλέπει αιματοκυλισμένες ταινίες και κοιμάται / και κάθε μέρα ή στιγμή για αυτόν είναι Πρωτοχρονιά / χωρίς λαμπάκια χωρίς παπαριές, μόνο κάτι μακριά τραπέζια και φαΐ / φαΐ / φαΐ και ένα γλυκερό κρασί για να χωνέψει. . . αντι για τραπεζομάντιλο στρώνει σεντόνι / έτσι με το που αδειάσει το τραπέζι / κάνει ένα σάλτο και αράζει πάνω του / ευχάριστη διάθεση / ύπνος μακάριος / μόνο ένας μαλάκας για την λάντζα και το χαμαλίκι χρειάζεται / πάντα θα χρειάζεται ( δεν χτίζεται χωρίς δούλους ο Χρυσός Αιώνας του Περικλέους. . .) // Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΟΛΕΥΕΙ - ζητησε τσιγάρο / λέγοντας / Δώσε μου ένα Καριόλη Χάρο / έμοιαζε με Πορτογαλλίδα αλλά δεν άνηκε στον κόσμο αυτό / με τις χίλιες δυο μαλακίες / και μπαλώματα / τα βράδια γύμνωνε τον κώλο της / και τον κοπανούσε πάνω στο τύμπανο / δίνοντας το σύνθημα για οπισθοχώρηση / θύματα της πολλοί φιλοδοξούσαν να γίνουν / όμως αυτή ταξιδεύει με τον ΘΕΟΦΙΛΟ /και όλα αυτά ήταν ένα όνειρο / κανείς δεν θέλει να ξυπνήσει - Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΟΛΕΥΕΙ /// ΕΣΤΕΤ - που είπες ότι ρίξανε οι Φασίστες στον Λόρκα; πόσα χρόνια κράτησε η αποχή του Μπούκ. από το γράψιμο ; Πόσους γάμους έκανε ο Στρινγκμπεργκ; Κάτω από ποιο δέντρο έγραφε ο ΄΄Βαριά Βιομηχανία΄΄ Καραγάτσης; ο Παζολίνι είχε πληρώσει τον πιτσιρικά που τον καθάρισε πριν ξαπλώσουν; τι έγραφε στο Θρήσκευμα η ταυτότητα του Πετρόπουλου και τι του Άσιμου; ο Καζάν τους έδωσε σιγά σιγά ή μια και έξω; Πότε κατάπιε ο Waits το κατσαβίδι που έχει στο λαιμό του; τα Live του Dylan έχουν κάτι ζωντανό πλην των Μουσικών;

η κάρτα ανεργίας μου εγκρίθηκε. . . ( χαμόγελο )

. . .βγήκε απο το μπάνιο. . .σταγόνες πέφτανε στο ξύλινο δάπεδο και μου είπε με τον τρόπο της ΄΄Πάρε τα γαμημένα κωλόχαρτα και τα βιβλία σου και φύγε. . .΄΄

όλα στο μυαλό μας είναι.

- - -


το κέρδος μια μέρας

η αγωνία δεν είναι να γίνεις κάποιος. . . η αγωνία είναι να μην γίνεις κάποιος συγκεκριμένος . . κάποιος ανυπόφορος που δεν θα τον άφηνες να κοιμηθεί ούτε στο χαλάκι της εξώπορτας. . . κάποιος ΄΄λίγος΄΄ και ΄΄πρώην΄΄. . . κάποιος που να είναι εντάξει για δυο τρεις ώρες ( ή ένα τέταρτο επί πληρωμή έστω ) αλλά μετά δρόμο. Έτσι αυτή η μέρα ξεκίνησε. Με αυτή την αγωνία. . . Βαπόρι από πολλά και ο ήλιος σπαστικός ( συνωμοσία και αυτός με τα πολλά ) να τον στραβώνει. . . εκνευρισμός. . . το κινητό να μην χτυπάει ούτε για ένα ΄΄Συγνώμη, λάθος΄΄ ή για μια προσφορά από τους Οργανωμένους Ανακατοκιστες. . . τίποτα. . . σκεφτόταν ότι αν τον παρακολουθούσαν οι Κακοπληρωμένοι Ένστολοι, δεν θα ξυνόταν από την φαγούρα της Μοναξιάς. . . Αηδίες. . . είμαι ακίνδυνος, είμαι ηλίθιος και χέστης. . . και συνέχισε προς την Θάλασσα. Όπως κατέβαινε μπλέχτηκε σε μια πορεία. . . έψαχνε τρόπο να φύγει από το μπουλούκι ( καμιά 3000 άτομα έτοιμα να φάνε τον τόπο / άντε να τους πεις για τον Στίρνερ ). Πέσανε δακρυγόνα. . . ένα ραμολί που το πήρανε τα σκάγια άρχισε να βήχει με μια σακούλα γιαούρτια στα χέρια. . . πήγε να τον βοηθήσει. . . τον έβαλε σε μια γωνιά, μέσα σε μια είσοδο πολυκατοικίας και του είπε να κάτσει φρόνιμα. . . του ζήτησε την ταυτότητα του. . . ο γέρος την έδωσε. . . έκανε ότι την μελετάει λες και έβλεπε την ταυτότητα του Ντίλιγκερ ή του Νταβέλη. . . ο γέρος κιτρίνισε . . Δώσε μου ένα γιαούρτι και δεν θα μπλέξεις. . . το έδωσε πρόθυμα και εκείνος βγήκε έξω. . . οι 3000 διαδηλωτές - σαν θαύμα - έγιναν μια διμοιρία από Στολές και Καπνούς - σαν κινητός μασκοφόρος τεκές. Βρήκε ένα στενό, χώθηκε και συνέχισε τον δρόμο του. . . Κύριος του Εαυτού του και Φορολογούμενος του Κράτους. . . το σκορ ήταν ένα γιαούρτι κέρδος και η εξέργεση. . . θα έπρεπε να περιμένει. . .


- - - -


το πολλαπλό είδωλο

Chico Marx plays Cards against himself


- - -




τι κουνήματα τι χαρές - δροσιά
σαν κρουαζιερόπλοιο με όλες τις ανέσεις
απο την μια άκρη του κόσμου στην άλλη



οι επιβάτες της καθήμενοι τεμπέληδες
καυλωμένοι - ρομαντισμένοι, αρωματισμένοι,
ραντισμένοι από το πέρασμα της
- από την μια υποψία γάμπας
και ένα μπούστο με προοπτικές.

το πλήρωμα Εμπειρίκειον
έγραφε γράμματα
σε έρωτες άγνωστους
χωρίς σχήμα - υπογράφοντας την πίστη τους με αίμα.

κανείς,βέβαια δεν έβλεπε το παγόβουνο.


- - - -


αλληλεγγύη


Ηλίας Πετρόπουλος




«Αγαπώ τα τσογλάνια και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες, επειδή μάχονται κάθε μορφή εξουσίας. Και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί καταφέρνουν κι επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους»



Μίλτος Σαχτούρης






Έζησα κοντά

Μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
Στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς
Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους



Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Σημειώσεις


Στους Τρείς


τα κομμάτια μου
- σούρες χωρίς δόξα και γυμνά κορμιά -
δεν πάτησαν στην σελήνη
παρά σε διανυκτερεύοντα φαρμακεία
για το χάπι που ακυρώνει την επόμενη γενιά

και η κακία μέσα μου
σαν λίπασμα πάνω σε ευγενή
και υποτιμημένα συναισθήματα

μα η Αυγή είναι εκεί
και τρεις Ποιητές με χαιρετούν
ο καθένας από τον πλανήτη του
και τα χρώματα του

- - - -

η ανθρωπότητα θα εξαφανιστεί
και η φύση - με ένα ειρωνικό χαμόγελο,αλλιώς δεν γίνεται -
θα νιώσει ότι το έργο της πήγε καλά

- - - -

πόσο ζηλεύω τον Κρέοντα;

- - - -

η μαύρη πόρνη με το πιο ωραίο πληρωμένο και αληθινό χαμόγελο
η Μαντάμα περιποιητική και απέριττη σαν τοπίο εντός μου

και ένα κρεββάτι με τρία πόδια να γελάει με το δράμα μας. . .

- - - -

ακούγεται το σαξόφωνο
εκεί που έχουν στήσει το μαγαζί τους
δολοφόνοι, Λολίτες, εραστές πανέμορφοι, νόθοι ευτυχισμένοι με τις αυταπάτες τους

παρέα

και ρώγες σκληρές σαν αλήθειες
σημαδεύουν ανελέητες

απόψε λέω να ζήσω
κάποιος μπορεί να με σκοτώσει
για να νιώσει καλύτερα.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

λίγο καλύτερα λίγο πριν το ξημέρωμα


στις Α.



το δυστυχώς κολλάει στο συγχρόνως
και στο μάταιο χαμογελάς
και όλα είναι δικά σου


από το πλάι κάτι διαφορετικό
να σε σκουντά


καθώς σκηνοθετείς μες τον χαμό

περιμένεις κάποιον να τρέξει
χωρίς να τρέχουν από πίσω του
και να σου δώσει κάτι
που δεν περιμένεις

ο χρόνος δεν υπολογίζει γιορτές
και ο νους ο βασανισμένος τις στιγμές
και το σώμα μόνο τις αργίες

οι καιροί μοιάζουν με παιδιά που ζητάνε τα πάντα
αλλά με το τίποτα κάνουνε παιχνίδι

όπως ο ένας από τους δυο
στα ζευγάρια


τα χέρια σου καθαρά
και η ματιά σου σκοντάφτει και πέφτει
εκεί που δεν πρέπει
εκεί που δεν μπαίνεις γιατί δεν ξέρεις πως θα βγεις


πρέπει να φύγεις
ξημερώματα σαν χωροφυλάκοι
έρχονται
και μην φοβάσαι το ρολόι

θα το σπάσω εγώ.

Γιώργος Χειμωνάς - η Λούλα Αναγνωστάκη για τον Γιώργο Χειμωνά μέρος δεύτερο




Αλλά σωπαίνω. Αισθάνομαι κάτι
να πλησιάζει. Αλλοίμονο το αισθάνομαι
να ΄ναι κάτι φοβερό κι έτσι ανεξήγητα και
σκοτεινά θα με χτυπήσει. Εύχομαι
να ΄ναι θάνατος κι όχι άλλο φοβερώτερο.


παρμένο απο το βιβλίο του Γιώργου Βέλτσου,
outre tombe ,<<Αλληλογραφία>> με τον Γιώργο Χειμωνά.





<<Ο Γιώργος ψάχνει. Δεν μπορεί να βρει, δεν ξέρει πού κινείται, πού υπάρχει. Και την άλλη στιγμή έχει μια σιγουριά τρομερή, βρίσκει κάτι και πάλι χάνει δρόμο. Εχει μια διαρκή ανυπομονησία.

Δεν μπορούσε να σταθεί πολύ σε έναν χώρο. Ηθελε να με βλέπει ήρεμη. Αυτό φαντάζομαι τον ηρεμούσε κι εκείνον. Γενικά με τρόμαζε η ένταση που πάντα είχε. Ακόμη και στις ήρεμες στιγμές του αισθανόμουν αυτή την ένταση. Κάποιες φορές μού προκαλούσε πανικό. Είναι μόνος μέσα στο απέραντο δάσος. Προχωράει. Εικόνες παρουσιάζονται μπροστά του: γυναίκες, άντρες. Γυναίκες ωραίες, εκτυφλωτικά ωραίες. Και λίγο πιο πέρα, εκτυφλωτικά άσχημες που του φαίνονται το ίδιο, την ίδια αίσθηση του δίνουν. Οι άντρες: βασιλιάδες χρυσοί. Και την άλλη στιγμή, σπασμένοι.

(…) Ο Γιώργος στο ιατρείο περνούσε πολλές ώρες, γιατί εκεί έγραφε κιόλας. Δεν έγραφε ποτέ στο σπίτι (…) Τα χρόνια στο Παρίσι τα ζήσαμε με πολλά σκαμπανεβάσματα, όπως και στην Αθήνα/ Ο Γιώργος – Αμλετ με υπέροχα ρούχα βασιλικά. Και την επόμενη στιγμή είναι δούλος και έχει συναίσθηση της δουλειάς αυτής. Μένει βασιλιάς ώς το τέλος, αλλά μόνος παίζει το παιχνίδι και αλλάζει ρόλους που τους αισθάνεται. Η συνείδησή του δεν τον αφήνει ήσυχο. Και προχωράει. Και μ’ αυτό ζει.

Θα σας αποκαλύψω κάτι: Ο ήρωας στην “Κασέτα” έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Γιώργο. Μπορεί να είναι ένα αγράμματος οικοδόμος, με παράλογες εμμονές, αλλά αποτυπώνει σε μια κασέτα την αξίωση της αυθεντικής ύπαρξης. Συμπίπτει με την αναζήτηση του μεγέθους που είχαν οι ήρωες του Γιώργου.

Και μια στιγμή πιστεύει ότι μπορεί να διοικεί αυτό το πλήθος, να το κάνει δικό του και είναι ευτυχής. Κι έπειτα, την ίδια στιγμή, χάνει τον δρόμο και πάλι ψάχνει.

Για ένα διάστημα τριγυρνούσε χαρούμενος με παρέες. Αλλά αυτή η φάση δεν κρατούσε πολύ. Απότομα όλα κόβονταν και, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, έπεφτε σε μια παράξενη μελαγχολία. Μαύρη μελαγχολία κι έμενε κλεισμένος στο δωμάτιό του κι άκουγε αλλοπρόσαλλες εκπομπές στο ραδιόφωνο στη διαπασών. Το ξημέρωμα τον έβρισκε άγρυπνο και κατάχλωμο σε μιαν άκρη της κουζίνας να πίνει καφέδες. “Είναι σαν να βρίσκομαι πάλι στο μηδέν”, μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε, κι η φωνή του έβγαινε βραχνή. Επειτα όμως κι αυτή η φάση τελείωνε κι ένα ωραίο πρωί το εμπάργκο σταματούσε και παρουσιαζόταν μπροστά μας φρέσκος και λαμπερός. “Ετοιμαστείτε” έλεγε, “απόψε έχουμε έξοδο”.

Αγρυπνος προπαντός ζει και κανένας δεν πρέπει να μάθει τι είναι στην πραγματικότητα. Και συνεχίζει να ψάχνει να βρει ένα φως που σε λίγο με το γραφτό του ξανακερδίζει>>.


η Λούλα Αναγνωστάκη στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη

Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

κουμάρι



έκλεισες όλους τους λάκκους / και πόσους ερωτευμένους έθαψες; / τα αστέρια σαν τα μάτια σου / και η ευτυχία ρεφενέ / για τους καλοπληρωτές / που στην Σβησμένη Γη του Πυρός / τρακαδόροι αναπτήρων / μην με κοιτάς σαν ηλίθια / όπως κοιτάνε τους πίνακες του Pollock / μπορεί να είμαι άχρηστος σαν συνταξιούχος / αλλά καταλαβαίνω / πότε θα με ταίσεις / σαν μάγισσα ανακατεύεις μες το καζάνι το Βούρκο σου / και η νοστιμιά του / κάνει τον Κόσμο να θέλει να λερωθεί.

η Αυγή είναι δικιά σου / και η Δύση είναι δικιά σου / και ο Θάνατος μου είναι δικός σου / τι μου μένει / απ΄ το να διεκδικήσω τα δίκια μου / αλλά το πολύ δίκιο δεν βγαίνει σε καλό / - σε έπιασα να ξυρίζεις πάλι τα πόδια σου / να προσεύχεσαι να μην υπάρχω μέχρι την επόμενη μεγάλη Αργία - που την κάνανε για άλλοθι θρησκευτική Εορτή - / σε συμβουλεύω να βάλεις στοίχημα για αυτό / για να βγάλεις και κάτι. . .

τα στοιχήματα έληξαν
ανάμεσα στα ποδιά σου
ένα δάκρυ

και όλα τακτοποιημένα
μέσα στον λάκκο μου.

More Tequila, please. . .



τα
μουνόχειλα της

δάκρυσαν
χθές.




Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

σπασμένα γυαλιά



η ευτυχία εδραίωνεται. . . πολλοί χορεύουν χωρίς να συγκεκριμένα βήματα, χωρίς μουσική, χωρίς κάποιον να τους συνοδεύει. . . είναι ευτυχισμένοι. . . απέναντι στο χαμό / χορεύουν . . .
απέναντι στην μοναξιά / κανούν παρέα στον εαυτό τους . . . απέναντι στην παράνοια / μου μιλάνε και με αγγίζουν χωρίς να σιχαίνονται. . . σέβονται την σιωπή μου και η ζωή μου είναι δική τους. . . δεν ξέρουν όμως τι να την κάνουν. . . μου είπαν όμως αυτό:

δεν υπάρχεις ούτε για να νικάς ούτε για να χάνεις. . . σκαρώνεις σπατάλες. . . πολλές λέξεις είναι ερωμένες σου / δεν σου ανήκουν, όμως τις χαίρεσαι και τις γδύνεις. την αλήθεια που κανείς δεν θέλει να ακούσει την βουτάς στην Ειρωνεία ( αυτή που σου στέρησε πολλά ε;) και εκείνη χάνει την λάμψη της και γίνεται ασφαίρα για να τρομάζουν οι ύποπτοι. . . δεν θέλεις να δείς κανέναν να κλαίει. . . ούτε τα τέρατα. . . γιατί όταν τα τέρατα κλαίνε κάποιος νιώθει ότι έκανε καλά - πολύ καλά - την δουλειά του.

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Good Morning Mr Green Genes


Στον Τάσο Παπακωνσταντίνου
δια τα γενέθλια του


- το κόκκινο πράγμα πίσω σου, ουρά είναι;
- όχι, αίμα

τόση μαυρίλα στις ώρες και μέσα σε αυτές λίγο λευκό. . . σαν χιόνι, που δεν είδε κανείς και στο βρεγμένο χώμα. . .ούτε ίχνη ούτε κάποιο δείγμα ότι υπάρχει. . . το φιάσκο της ζωής πάλι σε επανάληψη . . με τρύπιες παλάμες το χειροκρότημα είναι αδύνατον αλλά κάποιος που δεν υπολογίζει πολλά ( ούτε τον εαυτό του - δεν υπολογίζεται η μονάδα κύριε καθηγητά ) μοιάζει να το καταλαβαίνει. . . άκουσα ένα αστείο Ένας Αλκοολικός λέει : απελθέτω το ποτήριον τούτο. . . αλλά δεν θυμάμαι το παρακάτω. το κέρασμα είναι μια ευγενής πράξη, όπως και το να σε γυρίζουν το βράδυ σπίτι όταν δεν έχεις λεφτά και τα πράγματα φαίνονται να κινούνται μόνα τους ( Σας ευχαριστώ όλους). - και είναι άγρια τα πρωινά. . . τα χρώματα του Σαχτούρη παίρνουν υπόσταση, τα λόγια αγάπης δεν θα γίνουν ποτέ πράξεις και με μανία θέλω να γράψω μέχρι να ματώσει το χαρτί και το στυλό να αρπάξει φωτιά. σαν φίδι να συρθώ προς την δικτατορία σου και να χαιρετώ σαν καλός στρατιώτης . . .( οι φρουροί παίζουν κορώνα γράμματα ποιος θα κανονίσει την Βασίλισσα // η εύνοια ανέκαθεν περνούσε από ξερά μονοπάτια // και η Λυσσασμένη Μούμια τσουβαλιασμένη στο θρόνο της χαμογελά ). . . αλλά λίγα ψίχουλα από το πιάτο δεν είναι και μεγάλο πράγμα ε; - η έρημος πια βαρέθηκε και η ίδια την ερημιά της και γλυκοκοιτάει τις κοιλάδες ο ουρανός ζαλίζεται από το ύψος του, η γή ματωμένη από τα σύνορα θέλει να καταπιεί τα τείχη, ο Καβάφης δεν υπάρχει παρά μόνο ως αστείο για τα γούστα του ή μια αναφορά στην ΙΘΑΚΗ και εγώ τον υπερασπίζομαι σε ταχιτζήδες ( και αυτόν και την Μπέλλου ) γνωρίζοντας το μάταιο της υπόθεσης ( το κέρδος είναι ότι δεν πληρώνω την γαμημένη κούρσα).


- και αυτό το κόκκινο στα μάγουλά σου. . .και αυτό αίμα;
- όχι. . . ντροπή.


μετά απο μια καταστροφή ( μια κοπέλα να σε κοιτάει σαν αξιοπερίεργο και κάνει ότι σ΄ ακούει χωρίς να βγάζει πια τα ρούχα της. . . να μπερδεύεις όχι μόνο τα λόγια σου αλλά και τον δρόμο για το σπίτι σου επειδή απλά ήπιες περισσότερο από ένα τάγμα μαζί. . . μια αρρώστια που κανένα χάπι δεν θεραπεύει. . . φασαρία χωρίς χαρά. . . ένα άδειο πακέτο. . .) υπάρχει μια κατάσταση σύγχυσης, μια ομίχλη από τσιγάρα και αλκοολικές αναθυμιάσεις, μια αναμέτρηση με την μνήμη που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσεις. ύστερα όμως; εκεί είναι το καλύτερο. . . συγκρίνεις τον εαυτό σου - αυτό το πεδίο μάχης όπου οι μαχητές τρέχουν, φωνάζουν, σκοτώνονται, σαπίζουν, ανασταίνονται και τραβάνε για άλλες μάχες - με το χώρο που βρίσκεσαι. . . κοιτάς και λίγο το ήλιο και φαίνεται ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα χωρίς να είσαι απόλυτα βέβαιος. . . αλλά εντάξει. . . η λέξη ΄΄απόλυτα΄΄ ήταν πάντα αχώνευτη. . . όπως εκείνο το τρισάθλιο το ΄΄αναμφισβήτητα΄΄.

- έχεις καρδιά;
- πρέπει. . .αλλά δεν είμαι σίγουρος γιατί δεν πλήρωσα τον γιατρό μου. . .
την άλλη βδομάδα θα μου πει αν ζω. . . είμαι αισιόδοξος

έχασα την σκιά μου και απολύθηκα από θέατρο Σκιών της καρδιάς σου. . . λίγος εγωισμός δεν βλάπτει, έχεις δίκιο αλλά έχω ανοίξει μέτωπο με το ΄΄εγώ΄΄ μου απο παλιά και ο πούστης πάντα κερδίζει. ένας περιπάτος του στύλ ΄΄αλλου σε πατώ και αλλού με βρίζεις΄΄ τραγουδώντας τον Μπάλλο του Σαββόπουλου ( με ολίγον Εγγονόπουλο και Μπαλκανικές μελωδίες ) με τον Τσίβο τότε που πιστεύαμε ότι η ελπίδα, αν και μας προσπέρασε θα σκοντάψει και θα της χιμήξουμε. . . ( περίμενα να μου τηλεφωνήσεις εκείνο το βράδυ αλλά μάλλον δεν ήσουν καλά. . . μετά αίμα, εξετάσεις, μακάβρια λογοπαίγνια με τους γιατρούς, άσχημες νοσοκόμες, ΄΄ΣΚΕΨΟΥ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ, ΧΑ. . .ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΑΤΗ, ΛΕΠΡΑ ΝΤΥΜΕΝΗ ΣΤΑ ΛΕΥΚΑ, ΚΑΡΙΟΛΑ ΑΞΥΡΙΣΤΗ ΄΄ και οι μέρες να περνούν χωρίς να χτυπάνε εισιτήριο. . . )

- είσαι όμορφος.
- χαίρομαι που το λες αυτό. . . ποτέ δεν με είχες ανάγκη. . . στο 24 τέταρτο ποτήρι είσαι; πες μου γιατί σ΄ έχω χάσει.

οι εραστές είναι επαγγελματίες και τα αισθήματα το χόμπι τους. . . κάτι τέτοια έλεγα και με κυνηγούσες με την κολλητική ταινία φωνάζοντας ΣΚΑΣΕ. . . αλλα το καλύτερο ήταν το ΄΄ΕΙΣΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΣ΄΄.


Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

von Karajan της Σιωπής



σήκωσα την ψάθινη καρέκλα και στην πέταξα - δεν σε πέτυχα, έσκυψες. . . έτρεχες γύρω γύρω από το ηφαίστειο, με προφητείες γραμμένες στο κορμί σου και φώναξες ΔΕΝ ΣΕ ΑΝΤΕΧΩ. . . σε κοίταξα και ήθελα να μην υπάρχεις πια, να σταματήσουν οι σάχλες και βλακείες, σαν αναμαλλιασμένος μαέστρος να σηκώσω τα χέρια μου και τα πάντα να σωπάσουν. . . αλλά δεν είναι τόσο εύκολο. ήσουν μια καλή απόδειξη ότι ζούσα. ΄΄ μέσα στα στρατόπεδα ότι και να γίνει απ΄ πάνω θα λάμπουνε τα αστέρια΄΄ σου είχα γράψει και το εννοούσα.

κατέβηκα στην πόλη. όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά και ούτε μια πορεία για να γελάσω. από το παράθυρα να χαιρετούν οι αυτοκτόνοι και οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους στο δρόμο από κάτω να σκέφτονται ένα τσούρμο παιχνιδια και πότε θα φύγουν από το σπίτι τους αυτοί ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟΙ που τους κάνουν ότι θέλουν ( χαριτωμένα τα παιδιά / που αγνοούν την λέξη κληρονομιά). είχα στην τσέπη τριάντα λιβέλους για την αγάπη μου αλλά ήταν τόσο ανάλαφροι που μοιάζανε με ερωτική εξομολόγηση σχιζοφρενούς ευαίσθητου πορνοστάρ. τα λεωφορεία ίσως ταυτιστούν με τις λιμουζίνες σε λίγο καιρό. . . - η Πόλη αυτή θα μου κάνει παρέα επ΄ αόριστον - λυσσάξανε όλοι να φύγουν. . . αλλά καλά κάνουν. . . όταν το καράβι βουλιάζει. . . Καλέ μου ηλίθιε, εμάς ποιος θα μας βουλιάξει. . .

ΣΙΩΠΗ ΓΑΜΩ ΤΟΝ VON KARAJAN ΜΟΥ ΜΕΣΑ

( o John Cage θα μας σώσει )


Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

καρώ μακριές κάλτσες


τα χέρια σου είναι κρύα όμως χάιδεψε με. . .μην φοβάσαι είναι τζάμπα. . . θα σε κεράσω ποτό. . . θα κάνω την χαζούλα και ας ξέρεις με ένα μου νεύμα μπορώ να σε σταυρώσω, με μια κουβέντα μου να σε ανατινάξω. . . πες μου, σε ποια εποχή ταιριάζω; τα μαλλιά μου φτάνουν για να γίνουν θηλιά; χωράει η δυστυχία σου να φύγει από την χαραμάδα; όμως η ευτυχία σου βαλσαμωμένο βάλσαμο και το τελευταίο κομμάτι από το γλυκό θα το χαρίσω σε άλλον. πως γελάω όταν με λες τρελή. . . οι εραστές μου φτιάχνουν ολόκληρο τάγμα και τα αισθήματα τους για μένα φτάνουν να πάω στον διάολο ή στο φεγγάρι. το κουτάκια με τον εγωισμό σου τα άνοιξα όλα και τα βρήκα άδεια, γιατί; στις φωτογραφίες που βγάλαμε μαζί έλειπες. . . τα χαρτιά που μου έδωσες τα έσκισα όλα, έτσι νόμιζα ότι μπορώ να σε πληγώσω και είχα δίκιο. . . και ας κυνηγούσες τα θαύματα στις στιγμές που κανείς δεν έδινε σημασία. έγραψα και εγώ. δεν θα σου τα δείξω όμως. . . εγώ κοιτάζομαι στον καθρέπτη, μπατσίζω τα κωλομέρια μου και σκέφτομαι τι χάνεις φτωχομπινέ. . .ας μην κάνουμε όνειρα μαζί γιατί θα βγεις χρεωμένος.

θα σου χαρίσω όμως ακόμα μια μάχη και ένα κρεβάτι. . .θα σε αφήσω να το παίξεις όπως νομίζεις ότι είσαι. . . ελπίζω ( σκατά ελπίδα, είμαι βέβαια σαν πουτάνα ) ότι θα νιώσεις καλύτερα. . . έλα έλα έλα, αρκεί να κλείσεις τα φώτα και να μου δώσεις σε αντάλλαγμα το παλτό σου.

KARUZIUM



ρώτησαν πολλοί εκδορείς τον Καρούζο : Είστε Ποιητής;


και εκείνος ρουφώντας καπνό
έδειξε τα σύννεφα και βρόντηξε : Υπάρχω

αρχή ( και πάλι )


είναι περίπου 17 Μαΐων
αλλά έχει αιώνες στριμωγμένους
μέσα της. της αρέσει να περπατάει ξυπόλυτη πάνω στα μάρμαρα και να ακούει πατ πατ πατ. την αγαπάνε οι ποιητές την ζηλεύουν οι νεκροί. τα βραδιά, όταν ξεφεύγει απ΄ το κοπάδι το πρωινό, παίρνει σβάρνα τα μπαρ και δολοφονεί τους μπάρμαν. αν την ξεχάσει κάποιος χάνεται για πάντα. έχω ένα κόσμημα που έφτιαξε καταχωνιασμένο μέσα στο συρτάρι με τις αμαρτίες μου και κιτρινισμένα φύλλα από το 2005. είναι φυλακτό που με φυλάει αλλά δεν το φοράω. το έχω ακουμπισμένο πάνω σε μια φωτογραφία της για να φυλάει εκείνη. κλειδώνω την πόρτα, ανοίγω δυο τρεις μπύρες μαζί και περιμένω. . . δεν φοβάμαι. η ελπίδα δεν πήρε ποτέ μεροκάματο από μένα και γύρευε πόσες ομορφιές προσπάθησαν να με σκοτώσουν. . .


( την τελευταία παράγραφο από την ''ΛΟΛΙΤΑ΄΄ να θυμάσαι
και στο βάθος του κόσμου, στο κατακάθι μιας αποσπασματικής γραφής σκέψης ζωής
θα υπάρχω. . .)

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011


κρεμάστηκε από τα ζαχαρωμένα γένια μου
και πήγαινε πέρα δώθε
σαν ωραία μέρα που κανείς δεν πίστευε
πραγματικά εννοώ
ότι θα ΄ρθει.

βραχνή η φωνή της
και ανάμεσα στα πόδια της
μια λαοφιλέστατη δικτατορία

ποιος ηλίθιος θα επαναστατήσει εναντίον της;