Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

ενώ κοιμάσαι...



ο παλιάτσος κοιτάει αυτούς που χορεύουν,εκείνος που δεν χόρεψε ποτέ και σκέφτεται : θα σας κρεμάσω στον πολυέλαιο και γύρω γύρω θα σας γυρνώ,σε τροχιά γύρω από την δυστυχία μου.

η νύφη ξαπλωμένη μέσα στο νυφικό της αναρωτιέται γιατί ο γάμος της δεν ήταν όπως στις ταινίες - ο γαμπρός τρεκλίζοντας ψάχνει κάπου να ξαπλώσει μέσα στο νυφικό

ο νεκρός βρήκε την ησυχία του.

η άπιστη κοπέλα δεν έχει πια που να τριφτεί, γελάει σε αγνώστους, παρακαλεί για σημασία. ζητάει τσιγάρο και προσφέρει φωτιά, το φεγγάρι φέρνει λίγο στον κώλο της και εκείνη περιμένει ένα μελλοθάνατο φιλόδοξο αστροναύτη.

ο ποιητής χαζεύει σελίδες λευκές και περιμένει να τις λερώσει - λεκέδες που ίσως που κάνουν την Λογοτεχνία να βήξει.

( έχω καπνίσει 122 τσιγάρα....έστησα μια διμοιρία άδειες μπύρες σε παράταξη....ενώ εσύ κοιμάσαι. κουρασμένη. βάρβαροι και αυτοί που σ΄ λατρεύουν σε κούρασαν σήμερα....κοιμάσαι....ομορφιά..χωρίς ''μου'').


Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

προετοιμασίες

με το ρυθμο απο τα καρυοφυλλια του Brixton
όταν θα με πιάνει αμηχανία
θα σου δαγκώνω τα χείλια
( η Ελεκτρική Αλίκη υπο το χλωμό σεληνόφως
σαν υπόκρουση)
όταν φωνάζεις
θα χαμηλώνω την ματιά
ψάχνοντας κάτι να γυαλίζει και αυτοεκτίμηση ακουμπισμένη στην λήθη
όταν δεν θα φωνάζεις
θα ψάχνω στο σώμα σου ζωή
δεν θα μετράω, δεν θα θυμάμαι, δεν .....
΄΄υπάρχεις;΄΄ - συμπτωματικά,γεννημένος ίδια μέρα ίδιο μήνα με έξι χρόνια διαφόρα με τον Αδελφό μου.τον Καπετάνιο.... στην Μητροπόλεως αμφότεροι.....
και κλαίγοντας
χωρις νικη και ήττα
με την ελπίδα κρεμασμένη δίπλα στο παλτό
θα σε δώ. . .

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

3 μέρες




έλα. . .θα ανταλλάξουμε πετσί και στιγμές...σακιά γεμάτα ψυχές, εκατοντάδες σακιά, κάποια σκισμένα,κάποια καλά δεμένα, κάποια σταμπαρισμένα. . .λυπάμαι αυτόν που θα τα κουβαλήσει. . . η θητεία στο χαμαλίκι και στο πένθος, ειρωνείες στοίβα και ήλιος από πάνω,γαμημένος να καίει ( τον αφήνω στους άλλους να τον τραγουδούν,υπάρχουν πολλοί ).

Το δικαίωμα στην χαζομάρα,στην αφέλεια μοιάζει άγνωστο πριν έρθεις, πριν μου μιλήσεις.

ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ...ότι περισσεύει το διακοσμώ,το σκαλίζω και οι πληγές προβολείς με κάτι περίεργα σχέδια από μπροστά' μια μητέρα, συμμαθητές,κάγκελα και πρωινά εγερτήρια, ανεργία. . .Ε,και;

το ήξερες. . .σαν σταχτή. . .στο ίδιο σημείο μέχρι να μας φυσήξει ο λίβας προς τα αλλού. . . παράσιτα που δεν ζητάμε τίποτα από τον ξενιστή,παρά λίγο χώρο. . .ας κρατήσει την υγεία του και τις απόψεις του για τον εαυτό του.

κολυμπάς στην θάλασσα που πέταξα τα κείμενα μου. ένα βράδυ που νόμιζαν ότι δεν ήξερα τι μου γινόταν. . .όμως όλα βράδυ γίνονται και εγώ έριχνα την ψυχή μου σε βρώμικα κύματα.
από πίσω μου ακουγόταν ένα γέλιο ανθρώπινο, φρικτό, όπως ΄΄ τα γέλια των ανθρώπων΄΄.
την είδα. ΄΄ΠΙΕΣ΄΄. Ήπιά. Αυτό το ηλίθιο έργο ΄΄Είσαι δικός μου. . .΄΄ σαν την Λένι από την Δίκη.

τόσες καταστροφές ένας κρατήρας γεμάτος σκέψεις και πριν απ΄ αυτές φωτιά. τώρα στάχτη. ο άνεμος έρχεται. αλλά ίσως δεν είναι λίβας.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

σκουπίδια



κλώτσησε το φως από το δωμάτιο για να της κάνει χώρο. η τρελή από κάτω έπαιζε στο πιάνο και ο σκύλος - εραστής της γάβγιζε από δίπλα της ζητώντας το γλυκό από το βάζο. συγχορδίες και γαβγίσματα, μετά από τόσο έρωτα ποιος τα ξεχωρίζει;

κλώτσησε το φως από το δωμάτιο για να της κάνει χώρο. έξω από την πόρτα είχαν μαζευτεί όλα τα σκουπίδια και ζητούσαν να ανοίξει. ζητούσαν παρέα. συντροφιά. αλλά αυτός την περίμενε.

μα δε ήρθε και τα σκουπίδια σπάσανε την πόρτα, μπήκαν μέσα και τον έκαναν δικό τους.

ο λύκος αλυχτούσε ένα τραγούδι

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

απορίες

τραβούσε το σκοινί

τραβούσα το σκοινί

ποιός ήταν η μαριονέτα;

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

η γκιλοτίνα δεν είναι είναι νυχοκόπτης



όταν είσαι ερωτευμένος γλυκαίνεις...το βάδισμα σου ανοίγει...τα τέρατα με απόψεις δεν σε ενοχλούν τόσο...τα αφήνεις να χειροκροτάνε τις αναμεταξύ τους ιδέες...δεν μιλάς πολύ...τα αφήνεις όλα να πέσουν κάτω...γδέρνεις την πάχνη της ειρωνείας από πάνω σου...με λίγα λόγια παροπλίζεσαι..ένας αφοπλισμένος μαλάκας...ακίνδυνος...δεμένος...βολεμένος με το εφήμερο των λίγων λόγων και μερικά μεθύσια που τα αναβάλλεις γιατί ΠΡΕΠΕΙ να είσαι νηφάλιος και εντάξει


μα
τα καργιόλια στήνουν χορό,κάτι συμφωνίες του στυλ ΄΄είμαστε καλά,μπορούμε να γίνουμε καλύτερα΄΄ / ΄΄μην γκρινιάζεις...μουρμούρισε μόνο...να μην σε ακούμε΄΄ / ΄΄βγάλε την μασέλα όταν είναι να δαγκώσεις - ούλα δεν φοβόμαστε. / ΄΄το αίμα σου μην το πας την αιμοδοσία - και οι δρόμοι διψάνε΄΄ / ΄΄με την κουκουλά παλιά καρφώναν - τώρα σε καρφώνουν άμα την φοράς ( τροχός είναι μάστορα μου,και γυρίζει)...
τενεκέδενιες εξουσίες χωρίς πάτο ( ίσως για αυτό ξεπατώνουν τους γύρω
αλλά αυτή η παρτούζα είναι δική τους και δική μας.)
ξεφεύγεις...
ο έρωτας ναι, αφοπλίζει...αλλά τρώει το νου....συνεπώς είναι επικίνδυνος...σαν κάποιος που μες το χειμώνα χαρίζει παντού πετρέλαιο...κανείς δεν ξέρει τι θα το κάνει ο καθένας...μπορεί να ζεσταθεί...μπορεί να αυτοπυρποληθεί για να ζεσταθεί...μπορεί να κάψει τον διπλανό του για να ζεσταθεί ο ίδιος....
αυτό είναι τελικά ο Έρωτας....Πετρέλαιο.

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

για τις Σημείωσεις Θαλάμου 245


στην Ναζλού

το 2006 έτρεχα ( μαζί με τον Πατέρα ) στην Εντατική τον Παππού. ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ. Καρκίνος στα Πνευμόνια...50 χρόνια καπνιστής και ο πνευμονολόγος να του κάνει την σούμα σε καμιά δεκαπενταριά εξετάσεις. μια τσάντα ( ΗΡΩΙΚΗ Firestone,σκασμενη αργότερα από ποιήματα και βιβλία - εκεί μια νύχτα στο τέρμα του ΔΥΟ { ΙΚΕΑ -Ν.Σ.ΣΤΑΘΜΟΣ}, χύθηκε μια δεκαπεντάχρονη τεκίλα πάνω στον ΄΄ΦΥΛΑΚΑ ΕΡΕΙΠΙΩΝ΄΄ του Αλέξη Τραΐανού) γεμάτη βιβλία - την Πάππισα Ιωάννα θυμάμαι μόνο και κάτι ποιήματα του Ταχτσή - και κάθε μέρα εκεί.στο διπλάνο κρεβάτι.να τον προσέχω,να τον παρατηρώ,να τον ρωτάω για την Ζωή του ( την χαρισάμενη...). Η Γιαγιά είχε φύγει εδώ και καιρό.Αυτό που ζήτησε πριν βγεί η ψυχούλα της να πάει για τα Άστρα, ήταν να μην πετάξουμε τον Πάππου σε κάποιο ίδρυμα. Το κράτησα αυτό. Τον πρόσεξα. Σε ένα δωμάτιο που το λέγαν εντατική.Ένα κανονικό δωμάτιο δηλαδή, που η μόνη του διαφορά από τα άλλα,τα απλά, ήταν η ταμπέλα στην πόρτα που έγραφε ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ.Εκεί πέρα. Τραχειοτομή. Έπαψαν να ακούγονται οι λέξεις του. Άρχισα να διαβάζω χείλη. Κάποια λόγια του {άηχα} έκανα ότι δεν τα καταλάβαινα. Κάποιες στιγμές δάκρυζε. Λίγες και οι Γιατροί λίγοι.Μια μέρα το πρόσωπο του πρήστηκε. Οι νοσοκόμες τον κοιτούσαν με απορία. Κυνήγησα ένα μακρυμάλλη γιατρό. Φρέσκος στο επάγγελμα {το λειτούργημα μάλλον} έκανε εικασίες. Μόνο εικασίες. Αναγκάστηκαν να φωνάξουν τον Μεγάλο Γιατρό { μια αυθεντία ποντιακής καταγωγής,βαρύς και απότομος, σίγουρος μόνο ότι στο τέλος του μηνός θα πληρωθεί και ότι ο Παππούς μάλλον θα ζήσει.}Του έκανε δυο τρύπες μικρές στο λαιμό και ο Πάππους ξεφούσκωσε.''Σαν Σαμπρέλα'' μου είπε ο Μεγάλος Γιατρός. Όλοι οι αλλοι κούνησαν το κεφάλι τους μπροστά στην διάγνωση αυτή.

Έγινε η Επέμβαση. Του βγάλανε το πνευμόνι. Μετά άλλος ένας μήνας ανάρρωση εκεί μέσα. Εκεί εγώ. Κρύοι διάδρομοι μακρινοί,νοσοκόμες σαν παλαιστές αδιάφορες {τελικά μόνο στα ηθικοπλαστικά έργα με λιγοστή έμφασή στα λόγια είναι ωραίες και καυλωμένες }.Η Μοναξιά ήδη υπήρχε από πριν {και Πάντα Υπάρχει} αλλά απ΄ όλο αυτό βγήκαν στίχοι. Οι ΄΄Σημειώσεις Θαλάμου 245΄΄΄.15 στιχουργήματα όλα με ένα ρυθμό {την ''Μαύρη Θάλασσα'' του Σαββόπουλου απο το ''Βρώμικο Ψωμί''}.Βγήκαν αυθόρμητα. Σε κάποια ήταν παρών και ο Τσίβο,ανυποψίαστος.Καθισμένος στο γραφείο μου και εκείνος να περιμένει να φύγουμε ΄΄Τώρα τώρα,τελειώνω....΄΄.Κάποια το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς σε μια επιδρομή στην Πρέβεζα. Σε αυτά τα 15 κείμενα υπήρχε η οργή, η πίκρα {και Η ΕΙΡΩΝΙΑ}, χυμένη παντού με μια γλώσσα υπολογισμένη,ελλειπτική, σαν να είχα μόνο αυτές τις λέξεις και ΕΠΡΕΠΕ να της βάλω στην σειρά. 6 Δεκεμβρίου στην Γιορτή του Τσίβο,όταν επέστρεψε ο Αδελφός μου από τα καράβια,τα έβγαλα σε 10 αντίτυπα με την πολύτιμη βοήθεια μιας γραφίστριας και κάποιου που έχω πολύ καιρό να δώ.τα μοίρασα απο δώ και απ΄ ΄κει. κάποια με τον καιρό κατάλαβα ότι τα έδωσα τυχαία. Κάποια πήγαν εκεί που έπρεπε. Μέτα ένα χρόνο έβγαλα κάποια κομμάτια { ένα που λέω κάτι για την Μυθολογία των Εβραίων και Περί Γολγοθά και κάποια αλλά...} και έβαλα κάποια άλλα.

Τώρα μετά από τέσσερα χρόνια τα ξαναβρήκα.Με τρόμο και με κάποια απόλαυση είδα ότι είναι ακόμα φρέσκα,ατόφια και ανελέητα.Ουτέ μια λέξη δεν περισσεύει,ουτέ μια λέξη δεν είναι μασκαρεμένη.Όλες σαν μουτρωμένη παρέα,διπλά δίπλα, να με κοιτάζουν απελπισμένες . . . .

υ.σ. Γιαγιά, ο Παππούς έζησε και ζεί ακόμα,μην ανησυχέις.

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Proletarium


ξύπνησε σαν θεός
πλύθηκε
έφτυσε
αναστέναξε

καμάρωσε την ψωλή του { 26,4} στο καθρέπτη
και έφυγε για το μεροκάματο

(οικοδόμος χωρίς ένσημα
με μια ψόφια που τον βλέπει σαν θεό
να τον περιμένει )

όταν γύρισε
έκανε ένα μπάνιο
να φύγει η σκόνη του χρόνου
(με την ώρα τον πληρώναν)

ντύθηκε με τα ρούχα του αδέλφου του
κοτλέ παντελόνι και γαλάζια πουκαμίσα

βγήκε όξω και έκανε μια βόλτα

αναψέ τσιγάρο ( τράκα απο έναν παιδεραστή
υποψήφιο δημαρχό στα πολιτισμικά)

την βρήκε
και άνοιξε το φερμουάρ του

η φαντασία του έχυσε

Midnight Summer Dream

Woke up on a good day
And the world was wonderful
A midnight summer dream had me in its spell

I dreamt about an old man
Sat and watched the rain all night
He couldn't sleep a wink as all the drops fell

He told me of the beauty
Hidden in our foreheads
He told me of the ugliness
We show instead

And when we put a foot wrong do we learn
From all the pain
A midnight summer dream as he watched the rain

Then at midnight he poured another drink
And bent my ear
After midnight we sat up half the night
Or maybe more
And he began to tell me what it was all for

I woke up in an armchair
He had gone I don't know where
Left me there to sit and look at the rain

Don't remember much at all
But his words were echoing
A midnight summer dream and then wake again

Maybe I'll never find him
Maybe he's gone forever
Maybe I'll have to sit here
Watching the weather

One thing's pretty certain helped me
Make it in the night
Showed me somewhere else between wrong and right

And at midnight if you can't sleep
Then I can bend your ear
After midnight we'll sit up half the night
Or maybe more
And I'll begin to tell you what it is all for

Wake up on a good day
And the world feels wonderful
Midnight summer dream has me in its spell.

Stranglers