Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017


Στην Γ.Δ.

πως ηχογραφούσε ο λατερνατζής o Bach

πως με μια κοροϊδία και με ταχύτητες κομμένου φωτός

πως μεθυσμένος πετούσε χώμα και λουλούδια στην άσφαλτο

πως χορτάτος με τα δόντια σάπια, σκόρπια

πως οι γιατροί έχουν κέφια και αυτοσχεδιάζουν

πως τα καπέλα μένουν τελικά και όχι τα κεφάλια

πως το δέρμα και η καθαρή του απόδοση

πως δεν περισσεύουν άλλες καρδιές

πως οι κανίβαλοι απήργησαν και ο ευνουχισμένος

την τρελή πια δεν την φοβάται

πως ικανοί για τίποτα το νηφάλιο

τσακισμένοι απ' ό,τι χαζό και απ΄ αύριο



πως από μια διαίρεση βγαίνει εξουσία 

και το μηδέν κομμένο στην μέση

χαμόγελο που κυλάει από τον παλιό το δρόμο



τώρα

μελωδίες από Σινικό υπόγειο

σήματα μορς με κουτουλίδια και φιλιά,

μακελειό, γκελ στις αγκαλιές

τακούνια να ανηφορίζουν τον Γολγοθά

GPS με την φωνή του Ιωάννου Μεταξά

επιστροφή με τα τέσσερα στις παρεξηγήσεις

στα συμπληρώματα

στις υπερβολές

στους μύθους


καμιά προκοπή
και τέλος

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

τ.


 Αφήνουμε την Θεσσαλονίκη βράδυ αρματωμένοι. Κατρακύλα στην Αθήνα. Ταξιδεύω με έναν άγγελο με κοκκινισμένη από το κρύο μύτη. Άοπλος, αόρκιστος εγώ στον στρατό, ο άλλος στην αναπαράσταση της Μάχης στο Καλπάκι. Περιηγητής.
 Απέναντι μας μια κυρία για Λιανοκλάδι. - Από το Ντίσελντορφ ήρθα και θα ρθουν να με πάρουν, θα ρθουν να με πάρουν, τρεις η ώρα θα σηκωθούν να 'ρθούν να με πάρουν. Εσείς; Εκδρομείς; Εμένα θα έρθουν να με πάρουν. . .
 Όχι ρεμούλας και φοροαπαλλαγής, απλοί εκδρομείς, εμείς. Κατρακύλα για Αθήνα. Συστημένοι.
Το βαγόνι ήρεμο σχετικά. Ούτε παρεούλες με μπηχτοιστόριες - Στα τέσσερα κι ας είναι δεκατέσσερα και να σου τρίβεται και πέτρα εγώ -  ούτε φαντάροι, μόνο ένας να ψάχνει με το λουκάνικο στον ώμο την θέση του - Για την Πατρίδα ρε, τι να κάνεις;
 Ύπνος, ναι και όχι, τσιγάρο στην στάση, δέκα λεπτά, στο Παλαιοφάρσαλο, ο παραδιπλάνος να ξέρει σε ποιο βαγόνι ειναι το κυλικείο όταν τον ρωτάω αλλά και όταν δεν τον ρωτάω ότι αυτοί οι πούστηδες οι μασόνοι όλοι, αποκαϊδια, το μπουρδέλο πως να το κάνουν μέγαρο, μαλάκες εγώ καλά σας τα έλεγα και φτάνουμε ξημέρωμα, χωρίς να έχει κάνει κακό ο ένας στον άλλο.

Ίσως δεν ακούω καλά.

 Καφές στο σταθμό Λαρίσης και μετά στάση έξω από την Βουλή. Ένα μαύρο κωλόπραμα σύννεφο από πάνω της.
 Πιο κάτω από την Όμονοια κατοικοεδρεύουμε. Χαμόγελο, καλή καρδιά και φιλοξενία. Το έχουμε σαν ορμητήριο και κάθε πρώι πάνω κάτω με πόδια. Να βρούμε εικόνες. Να πιάσουμε ατάκες. Εκ του ασφαλούς στο ύψος των παραστάσεων

από το τσουβάλι

- Μπαμπαταράντουλος.
- Coooneheads.
- Προχωράτε.
- Από που είστε;
- Ένας Σαρακατσάνοσουρδος στο Γκάζι.
- Όχι, Ερούλοι είμαστε.
- Ποιο αιώνα ξεπάτωσαν αυτοί, το Θησείο και τα πέριξ;
- Τον τρίτο.
- Ρε χαμένοι. . .
- Προχωράμε.
- Που πήγε το Μαρικάκι;
- Να χαιρετήσει τον Γκοντάρ και φεύγουμε.
- Ακοινώνητοι που είμαστε. Έπρεπε να πάμε να κουνήσουμε κεφάλα και εμείς.
- Να πάρεις παυσίπονα από το περίπτερο.
- Τι ματάρες που έχει.
- Σαν εκείνα τα φώτα που ξεκάνουν τα κουνούπια.
- Μπρος.


Χάλκινα μέσα μου ενώ λαχανιάζω στις αναφορές.
Εμβατήρια κοφτά, άνεμοι να μουντζώνουν την πόλη.
Κοροϊδεύω.
Χαμογελάει.
Δεν είμαι ο Bobby Brown.
Όχι άχρηστο δίκιο όταν μιλώ. Τίποτα.
Μόνο μαζεύω τα χαρτάκια από τα καρέλια, να σου δώσω ένα μικρό πάκο, να το κάνεις με λίγες κινήσεις - σαν να τις ξέρεις εσύ μόνο - καραβάκια.
Χάλκινα μέσα μου, εκείνη απ΄ έξω.
Μουσική, δική της.