Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

06:42


- Όταν ήσουν μικρός, τι ήθελες να γίνεις όταν μεγάλωνες;

- Αν μεγάλωνα; Ήθελα να έχω ένα πάγκο γεμάτο κολάρα για τον λαιμό και να τα πουλάω. . . Να φωνάζω ΠΑΡΤΕ ΚΟΛΑΡΑ, ΕΔΩ ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΟΛΑΡΑ, ΠΑΡΤΕ ΚΟΛΑΡΑ. . .

 -  Η πραγματικότητα και η μέση σου γαμήθηκε σήμερα και λες ό,τι θες / πάνε για εκλογές, λένε / κανίβαλοι με καρνάβαλους /  σε μια στιγμή γίνεται το παλαμάκι, φάπα ξεγυρισμένη. . .  Πύρρειος νίκη; Τρία δάχτυλα, δυο χαμηλωμένα και ένα ως έμβολο / είδες ποτέ κανένα παράσιτο να λέει στο ξενιστή, Ευχαριστώ; / εσύ που θα πας; 

-  Μουριές, Γαλατινή, Γρανάδα, Πάτρα, Μπραχάμι, κατηφόρα Γολγοθά, Κρανίου Τόπος γωνία / και πάλι πίσω / αστεία μεσοπολεμικά / σαν τώρα / σεξ και κουτουλιές με σήματα μορς, στις ράγες, στις ραγάδες, στις αλάνες, στις πουτάνες, στους νέους Μπουραντάδες με λογάκια και άποψη από προκαταβολής / έτσι, έτσι, μίσος για να ξεχνιόμαστε / τα λαρύγγια μεζές και οι αστραγγάλιστοι αγκαλιασμένοι πάντα, σφιγμένοι σαν γροθιά που ανεβοκατεβαίνει με ρυθμό /  κάτι άλλο, όμως / κεφάλι δεν μπορούμε να αλλάξουμε οπότε ας αλλάξουμε συζήτηση / ναι, άκου αυτό, μου το είπανε ενώ ήμουν ξαπλωμένος με το σφυρί και το σκαρπέλο και τίναζα πατώματα / ήταν λέει μια αλεπού που την είχαν στριμώξει σε μια γωνιά και τις τσάκιζαν τα παΐδια / εκεί κοντά περνούσε μια τσογλανοπαρέα και την ρώτησε τάχα από ενδιαφέρον - Πως πάει, αλεπού; - Από τους σώγαμπρους καλύτερα. . . και συνέχισε να τις τρώει / τι; / ξώγαμπρος, ξώγαμπρος / εδώ να σου τρώω τα κέφια / τι θες μωρέ τώρα; / σαπίσανε τα δόντια μου να τα λέω / τα ίδια και τα ίδια. . .

- Σκατολοΐδια.

- Επαναληπτικά.

- Σαν καραμπίνες. . .

- . . . στις εκπτώσεις.



Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

μ.

έφαγα το κεφάλι μου
τρελή
για να χορτάσεις.

μ.

με ψύχη γλυκιά
ξεχρεωμένη πιά
επιστρέφω.

μ.

μη τρέχεις τόσο στον αγύριστο
ζαλίζομαι
και ξεχνώ τα αζήτητα.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Τίποτα. . . Τίποτα. . .Τίποτα κακό.



Μαρία Τ.






   - Στις πληροφορίες, κύριε. . .
- Ρουφιάνοι με κουβούκλιο, ε;
-Ε; Μα τι λέτε;
- Σε έπιασα, ασε αυτά που ξέρεις.

  Στην γη των παραδόπιστων - ας είναι καλά ο Ντίνος, φίλος και χορηγός - που σαν αυτή δεν έχει - αλλά δεν έχει και φώτα στους σάπιους δρόμους. Λεπτομέρειες, λεπτομέρειες. Όπως κάνουν τους νεκρούς σούμα - έτσι χωρίς όνομα και άλλα στοιχεία, ένα αριθμός και τέλος. Το κάνουν συχνά και μάλλον συμφέρει. Ο ήλιος και η θάλασσα, να χαζεύουμε δυο φορές το χρόνο. Κολύμπι; Θυμάμαι αυτό που κάπου είπε ο καλός Αμερικάνος George Carlin που έβαζε τις λέξεις σωστά στην σειρά. Swimming is not a sport. Swimming is a way to keep from drowning. That’s just common sense! . Κάπως έτσι και το μικρό και φρέσκο ζευγάρι μου χαρίζει με χαμόγελο μια εξάδα μια εξάδα μπύρες. Μετά τους παρακολουθώ να ανταλλάσσουν χαριτωμένες εξυπνάδες. Που και που επεμβαίνω με κάποιες, λιγότερο χαριτωμένες. Γελούν και συνεχίζουν. Ο Ντίνος απολαμβάνει τον ήλιο, τον τραβάει όλο πάνω του και χαμογελά.
   Μπύρες και κρύα νερά. Ένα βιβλίο με ποιήματα και άλλα δικά του, του Πεντζίκη και όλα καλά, καλύτερα.
  Μετά τρεις μέρες, επιστρέφουμε το ξημέρωμα.


. . .

    Ήρθες στην πόλη με τα φαγάδικα, τις εκκλησίες και τις πολιτικές δολοφονίες.
    Με τους ποιητές της - μην σώσουν και φύγουν από εδώ και γκρεμίσει η σκηνή.
    Ήρθες και σε είδα από κοντά, παραμονή της μέρας του ΜΠΑΜ στην Πρέβεζα.
    Εκείνος ήξερε κολύμπι μα ήξερε καλύτερο σημάδι. Έτσι την έκανε. ( Είχανε τότε κρίση; Βουλευτική ασυλία; Χαρτί υγείας; ) Εκείνος, όπως γράφει ο Άγρας, ερχόταν από άλλου, μονάχος και όταν την έκανε αυτοί που δεν ήταν μονάχοι αλλά χεράκι χεράκι, λυσσάξανε - γράψανε όμως κάτι ποιήματα ΝΑ, να στα κοτσάρουνε οι μύγες γύρω από την προτομή τους ( από μάρμαρο; Δόξα και Καπάκι Θανάτου - απλό, απλούστατο. . .). Στα έλεγα αυτά ενώ ανεβαίναμε στα κάστρα. Δεν είχαμε τα κλειδιά από το φρούριο - δεν χρειαζόντουσαν, όλη η πόλη είναι δική μας. Από εκεί κατρακυλώντας βρήκαμε προικιά και ξαπλώσαμε. Φώτα μερικά ανάψανε. Καθαρματάκι Ντιέγκο, ψιθύρισες. Φρίντα χωρίς κάλο, απάντησα και σε είδα.
  Συνεχίζοντας την κατρακύλα, βρήκαμε ένα τραπεζάκι, μεταμφιεσμένο σκάκι και πιάνο ( υπήρξε παλιότερα μια ιδέα, κινήσεις σκακιού να γίνουν νότες. . .) και την ακτινογραφία ενός, ίσως, μελλοθάνατου του εικοστού πρώτου αιώνα. Το τραπέζι πήγε δώρο στην Debbie Tourbo. . .


χορέψαμε μελωδίες 
εκείνου του Καπετάνιου που δεν είχε ούτε βάρκα

και είδες κόσμο
κατοίκους που φεύγουν και γυρίζουν
άλλοι που παίζουν με εικόνες και άλλοι με ήχους
όλοι να βράζουν στο ίδιο καζάνι της πόλης.


και έγιναν και άλλα
και τίποτα κακό.


   Ας αρχίσει η μουσική ξανά. . . Ας ρίξουμε μια ματιά και πάλι σε ό,τι έμεινε από τάματα, πιόματα και στοιχήματα. Ο ξεφτιλισμένος, ο άθλιος χορός των καβουριών σταμάτησε ξανά - ο κόσμος γυρίζει, καίγεται, οι ρυθμοί και τα ρούχα αλλάζουν, μόνο δίπλα μου, τα μάτια σου να με φιλάνε και να μην είσαι λυπημένη προφίλ και ανφάς. Τα σκοτάδια σου; Ένας ίσκιος να πιαστούμε μαζί, να αυτοσχεδιάζω με ό,τι καλό, κακό, φτηνό, ταπεινωμένο, με αυτοπεποίθηση, ένα κάρο βεβαιότητες ή ένα κουβά ανασφάλειες, ακριβά ρούχα και απόλυτο καθεστώς στο κεφάλι. Ένα ποτήρι κρύο νερό να συνοδεύει τα χάπια που ηρεμούν - και ησυχάζουν και τους άλλους, ανάθεμα τους - και πριν φτάσει στα χείλη, να χώνω μια πρόποση και να γελάς και ο στίχος, εκείνου που τον βλέπω σήμερα σαν Άι Βασίλη για μια φωτογραφία ένα τάλιρο και χο χο χο νοσταλγίας - σαν θαλάσσιος ελέφας θα σε αγαπώ - και έκανα συγκεκριμένο ένα άλλο σ΄ αγαπώ - σαν σώμα που το ξέρεις και χαράζεις πάνω του, δυνατή και όμορφη, τις νύχτες.

 Να αυτοσχεδιάζω, να ζεις και να γελάς.

 Θα τα πούμε.

 Ξανά.