Αλλά σωπαίνω. Αισθάνομαι κάτι
να πλησιάζει. Αλλοίμονο το αισθάνομαι
να ΄ναι κάτι φοβερό κι έτσι ανεξήγητα και
σκοτεινά θα με χτυπήσει. Εύχομαι
να ΄ναι θάνατος κι όχι άλλο φοβερώτερο.
παρμένο απο το βιβλίο του Γιώργου Βέλτσου,
outre tombe ,<<Αλληλογραφία>> με τον Γιώργο Χειμωνά.
<<Ο Γιώργος ψάχνει. Δεν μπορεί να βρει, δεν ξέρει πού κινείται, πού υπάρχει. Και την άλλη στιγμή έχει μια σιγουριά τρομερή, βρίσκει κάτι και πάλι χάνει δρόμο. Εχει μια διαρκή ανυπομονησία.
Δεν μπορούσε να σταθεί πολύ σε έναν χώρο. Ηθελε να με βλέπει ήρεμη. Αυτό φαντάζομαι τον ηρεμούσε κι εκείνον. Γενικά με τρόμαζε η ένταση που πάντα είχε. Ακόμη και στις ήρεμες στιγμές του αισθανόμουν αυτή την ένταση. Κάποιες φορές μού προκαλούσε πανικό. Είναι μόνος μέσα στο απέραντο δάσος. Προχωράει. Εικόνες παρουσιάζονται μπροστά του: γυναίκες, άντρες. Γυναίκες ωραίες, εκτυφλωτικά ωραίες. Και λίγο πιο πέρα, εκτυφλωτικά άσχημες που του φαίνονται το ίδιο, την ίδια αίσθηση του δίνουν. Οι άντρες: βασιλιάδες χρυσοί. Και την άλλη στιγμή, σπασμένοι.
(…) Ο Γιώργος στο ιατρείο περνούσε πολλές ώρες, γιατί εκεί έγραφε κιόλας. Δεν έγραφε ποτέ στο σπίτι (…) Τα χρόνια στο Παρίσι τα ζήσαμε με πολλά σκαμπανεβάσματα, όπως και στην Αθήνα/ Ο Γιώργος – Αμλετ με υπέροχα ρούχα βασιλικά. Και την επόμενη στιγμή είναι δούλος και έχει συναίσθηση της δουλειάς αυτής. Μένει βασιλιάς ώς το τέλος, αλλά μόνος παίζει το παιχνίδι και αλλάζει ρόλους που τους αισθάνεται. Η συνείδησή του δεν τον αφήνει ήσυχο. Και προχωράει. Και μ’ αυτό ζει.
Θα σας αποκαλύψω κάτι: Ο ήρωας στην “Κασέτα” έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Γιώργο. Μπορεί να είναι ένα αγράμματος οικοδόμος, με παράλογες εμμονές, αλλά αποτυπώνει σε μια κασέτα την αξίωση της αυθεντικής ύπαρξης. Συμπίπτει με την αναζήτηση του μεγέθους που είχαν οι ήρωες του Γιώργου.
Και μια στιγμή πιστεύει ότι μπορεί να διοικεί αυτό το πλήθος, να το κάνει δικό του και είναι ευτυχής. Κι έπειτα, την ίδια στιγμή, χάνει τον δρόμο και πάλι ψάχνει.
Για ένα διάστημα τριγυρνούσε χαρούμενος με παρέες. Αλλά αυτή η φάση δεν κρατούσε πολύ. Απότομα όλα κόβονταν και, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, έπεφτε σε μια παράξενη μελαγχολία. Μαύρη μελαγχολία κι έμενε κλεισμένος στο δωμάτιό του κι άκουγε αλλοπρόσαλλες εκπομπές στο ραδιόφωνο στη διαπασών. Το ξημέρωμα τον έβρισκε άγρυπνο και κατάχλωμο σε μιαν άκρη της κουζίνας να πίνει καφέδες. “Είναι σαν να βρίσκομαι πάλι στο μηδέν”, μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε, κι η φωνή του έβγαινε βραχνή. Επειτα όμως κι αυτή η φάση τελείωνε κι ένα ωραίο πρωί το εμπάργκο σταματούσε και παρουσιαζόταν μπροστά μας φρέσκος και λαμπερός. “Ετοιμαστείτε” έλεγε, “απόψε έχουμε έξοδο”.
Αγρυπνος προπαντός ζει και κανένας δεν πρέπει να μάθει τι είναι στην πραγματικότητα. Και συνεχίζει να ψάχνει να βρει ένα φως που σε λίγο με το γραφτό του ξανακερδίζει>>.
η Λούλα Αναγνωστάκη στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου