Κάθε βιογραφία, κάθε ιστορία είναι κοροιδευτική, γιατί λείπω εγώ από εκεί μέσα. Παρατηρητής με απόψεις, ο κύριος αναγνώστης. Άλλες φορές χώνωμαι χαρίζω, χαλάλι/χαράμι όλα και άλλες έρχονται και με βρίσκουν. Το νόημα όλων αυτών, έρχεται μετά - όπως και η κωμωδία. Μετά.
- Σκορδά, θα πεθάνεις. . . Το ξέρεις; Στο έχω γράψει κιόλας.
- Αυτο δεν έχει και τόση σημασία. Σου τηλεφώνησα για να μου δώσεις λίγα λεφτά.
- Θα σου δώσω ό,τι θες αλλά να ξέρεις, θα πεθάνεις. . . Με την μικρή που σε άφησε μαλάκα, που σε άφησε γενικώς, μιλάς ακόμα;
- Μιλάω ακόμα. Της λέω ιστορίες. Πολλές μαζί, η μια πάνω στην άλλη. Όλα μπλέκονται. Ακόμα και για σένα της λεω.
- Τα καλύτερα;
- Ότι ήσουν κάποτε δίπλα μου, ήμουν και εγώ δίπλα σου, ότι έβγαζες τα ρούχα σου αφού είχες πιει τον πάτ. . .
- Μαλακίες. . . Εσύ πίνεις πιο πολύ από μένα.
- Ναι; Πάντως εγώ δεν θα περίμενα να αδείασω ένα μπουκάλι βότκα για να στο πετάξω. Θα στο πετούσα γεμάτο.
- Σιγά. . .
- Θα μου περάσεις από Αριστοτέλους να μου αφήσεις λίγα λεφτά;
- Ό,τι θες ρεζίλη μου. Απο το κουμαρτζίδικο σε διώξανε;
- Εγώ έφυγα. . . Ό,τι θέλω,ε; Ο γιός σου μοιάζει στον μαλάκα τον πατέρα του ή στην μανούλα του που λέει τώρα ότι θα πεθάνω;
Το έκλεισε.
Ήρθε, μου έδωσε δέκα ευρώ και όπου φύγει, φύγει.
Και τραβάω για αγίου Δημητρίου. Ένα τόπο που οι άνθρωποι βρήκανε τον τρόπο να βγάλουν λεφτά, μύθους και ιστορίες. Άγιος Δημήτριος, Κεμάλ Ατατούρκ, ο Σχινάς που καθάρισε τον Γεώργιο τον Βασιλιά. Αφού τον πιάσανε, τον πήγανε στο Διοικήτηριο, ήρθε και η Βασίλισσα Όλγα και μίλησαν κάνα τρίωρο'
- Τον πέτυχες με την πρώτη ρε θηρίο;
- Βασίλισσα μου. . .
Μετά του είπανε, για τράβα λίγο στο παράθυρο να δεις. . . Πήγε και τον μαζεύανε μετά με το κουταλάκι έξω απο το Διοικητήριο. Οι συνομωσιολόγοι τραβάνε μαλάκια μέχρι σήμερα.
Στην Αγίου Δημητρίου τριγυρνάνε ξεναγοί. Μοιάζουν με παπάδες σε μνημόσυνο. Στέκονται πάνω από όσα μνημεία περίσσεψαν, μνημονεύουν και λένε και λένε. Αλήθειες; Δεν είναι τόσο μεγάλη ανάγκη, η αλήθεια. Σε ένα τόπο που χύθηκε τόσο αίμα, η μαλακία πετάει ανθό. Πάντα. Ρίξε μια ματιά γύρω σου και εμένα άσε με.
Καταλήγω μπροστά σε μια ποιήτρια, που τα ρούχα της είναι άχρηστα και η καρδιά της χρυσή και ένα συνθέτη που ψάχνει ρυθμούς συνοδευτικούς - από ένα ρέψιμο μέχρι το ποδοβολητό των αριστοκρατών που τρέχανε στην ακρόπολη της πόλης για να μην τους πετσοκόψουν οι Ζηλωτές. Την προηγούμενη μέρα, ένας καθηγητής με ύφος τροβαδούρου και Άϊ Βασίλη, μας είπε να μάθουμε γαλλικά, για να γίνουμε άνθρωποι και να διαβάσουμε Ουγκό και Δουμά. Εδώ καλά καλά την γλώσσα του σώματος δεν έχουμε μάθει. Το μυαλό μουδιάζει, η γλώσσα σκοντάφτει τις περισσότερες φορές. Το μπουκάλι αδειάζει, παλίρροια ονείρων.
Με σερβίρουν. Μου δίνουν τσιγάρα. Winston.
Winston κόκκινα κάπνιζε ο Zappa και λευκά, πολύ παλιά, ο Βότσης. Τώρα το έριξε στην χειροτεχνία και στρίβει όπως κάποιοι πληρωμένοι λαρύγγια.
Καζαντζίδης εν ώρα κοινής ησυχίας. Στην διαπασών. Ούτε ένας δεν ήρθε για παράπονο. Εγώ όμως περίμενα.
Πρώτη μου φορά που κλαίω
μα και τελευταία. . .
Το τραγούδησα αυτό κάποτε. Φάλτσος και ακαταμάχητος ενώ κατέβαινα βράδυ τα τείχη - ό,τι περίσσεψε και από τα τείχη και από την καλοσύνη τον εργολάβων, πριν γίνουν γλυκό - μαζί με την Λένα Βον Τι, την Κιουμπρίκενα, την Φελίνα, την σκηνοθέτη 1,59 πάνω από την γή και κανείς δεν φώναξε την αστυνομία να με μαζέψει.
Να χωρίσουμε είναι κρίμα
κι έγκλημα μεγάλο
να 'μαι εγώ το ένα θύμα
να 'σαι εσύ το άλλο.
Χωρίσαμε και άλλος τώρα θα δει το έργο, θα βαράει το κεφάλι του και θα αναρωτιέται αν είναι τρελή ή αν αυτός δεν έχει τις αντοχές να στέκεται ήρεμος δίπλα της. Εγώ το είδα το έργο, έκοψα και εισιτήριο ένω άλλοι μπήκανε τζάμπα.
Μετά, τρεις σταγόνες δηλητήριο, σε κακή ζωντανή εκτέλεση από την Μπέλλου, που έγραψε και τους στίχους και κρουστά εμβατηρίου.
Κάτσε φρόνιμα γκρινιάρα
σκέψου λίγο σοβαρά
πριν να κάνω καμιά τρέλα
πριν με βάλεις σε μπελά.
Έρχονται στιγμές που όλα γύρω μου τα νιώθω να με καταλαβαίνουν. Ξέρουν την επόμενη μου κουβέντα και μια μικρή, γελοία ανάγκη που με τρώει. Κάποτε φώναζα και το έγραφα - Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε κανέναν, όλοι του κεφαλιού τους, ένα ρυθμικός αυτοσχεδιασμός, το αναπόφευκτο κανονίζεται, τρόπος ζωής και θανάτου καθημερινού. Η βραδιά όμως είναι καλή, είναι γλυκιά.
Μια μπουκάλα ψυκτήρα, θα γίνει μουσικό όργανό. Θα την γεμίσω με λίγο νερό και παλιά νομίσματα χεσμένων, λησμονημένων κρατών. Δώρο για τον συνθέτη. Για την φιλοξενία, για την καλοσύνη του - που δεν είναι επιστημονική φαντασία ή εισόδημα - για τα γενέθλια του.
Μόνο το κακό δεν ανεπανάληπτο.
Το πρωί καφές κρύος. Ότι πρέπει. Είμαι δυο μέρες μεθυσμένος και χρωστάω σε πολύ κόσμο. Σιγά, σιγά όμως. Θα ξεχρεώσω και θα βαράω τα κρουστά μου με λίγο κρασάκι από την Σάμο, σταλμένο από τον Μπουρ Γκαζάν, τον οδηγό-διαβιβαστή, παλιό συμπολεμιστή που στην καρό ξενιτιά κάνει πάσα τις γνώσεις του.
Η ποιήτρια, ντύνεται και την κατεβάζω στην στάση να πάει σπίτι της. Στο δρόμο μου μιλάει, μου μιλάει συνέχεια. Για μένα. Δείχνει ενδιαφέρον. Μιλάει σοβαρά. Θέλει να ζήσω. Κι εγώ θέλω να ζήσω. Αλήθεια. Δεν θα το δείτε. Θα με δείτε.
Προσφορές σε αρτοσκεύασματα. Παίρνω και μια μπύρα, ένα πακέτο σπίρτα. Σπίρτα που μοιάζουν στην Σπούλα. Μοβ κεφαλάκι και λίγο να τα τρίψεις ανάβουν να ζεστάνουν ή να κάψουν.
Επιστρέφω στο σπίτι του συνθέτη. Βγάζω φωτογραφίες τον Βενιζέλο με δεμένα μάτια, ένα άδειο κρεβάτι που παίχτηκε ερασιτεχνικο πορνό - ΄΄Τι ένσημα κολλάνε οι πορνοστάρ;΄΄, ένα πάτωμα που μοιάζει στοιχειωμένη, τουριστική λίμνη και αρχίδια σε συσκευασία δώρου. Καλλιτεχνικές φωτογραφίες.
Κοιμάμαι και όταν ξυπνάω με περιμένει ο καφές - κρύος, μπούζι - και ο Louie C.K. με την τηλεοπτική σειρά του. Ο άνθρωπος είναι όρθιος κωμικός που έφτιαξε ένα σίριαλ. Κάνει ό,τι θέλει και αυτό φαίνεται. Ανθρώπινες σχέσεις, ωδή στην αμηχανία. Το πράγμα φεύγει και ξανάρχεται στην κωμωδία. Καταλαβαίνεις ότι όλα θα πάνε στραβά - αυτό είναι βέβαιο - αλλά δεν ξέρεις τον τρόπο και τον χρόνο. Σαν έμφραγμα ή τυχαία πρώτη ματιά σκάνε όλα μπροστά του. Μεγάλη μορφή, ο Charles Grodin στον ρόλο ένος γιατρού που ξέρει ότι όλα είναι μέσα στο πρόγραμμα.
Σκουπίζω λίγο, μαζεύω κάτι γυαλιά από το πάτωμα, ρίχνω νερό στο κεφάλι μου να μαζέψω την αφάνα - Θείε Πουρνάρι. . . με λέει ο αδερφός μου που περιμένει τον διάδοχο τον Αύγουστο, στην Πάτρα - πίνω ένα ποτήρι βότκα και κατηφορίζω με δυο τσιγάρα χορηγία, την Ρωμαϊκη Αγορά που στο τσάφ δεν έγινε δικαστικό μέγαρο. Μια κοπέλα με τατουάζ στην γάμπα - σαν καλτσοδέτα χωρίς κάλτσα - τραγουδάει το Γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες. Κρατάει μια σακούλα με λεμονάδες. Την πλησιάζω με χαμόγελο. Η μέρα είναι υπέροχη.
- Ωραία το λες. Μπράβο.
- Το ξέρω. . . λέει και χαμογελάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου