Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Αντιγόνη, σύζυγος Ιωάννου

1.

- Πως ήταν η διαδρομή;
 - Υπέροχα. . . Έκατσε δίπλα μου μια κάβλα 78 Μαιών και μου έλεγε τον πόνο της.
 - Χαχαχαχα. . . . Και εγώ έτσι θα είμαι στα 78 μου. . . ΚΑΒΛΑ. Εσύ πως λες να είσαι;
- Στα 78 σου; Θα είμαι 72.
- Χαχαχαχα. . . Εσύ της είπες τον πόνο σου;
- Βαριόμουνα.
- Πάχυνες. Ο αναπτήρας χρυσός;
- Σαν την βέρα σου. Την κάνει την δουλειά του.
- Πάμε.
- Ο άλλος που είναι;
- Πήγε για τσίπουρο, θα αργήσει.
- Μέχρι τα επόμενα γενέθλια του;
- Χαχαχαχα. . . . Άσε τις μαλακίες. Πάμε. . . Λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι. . . Τι έχεις στην τσάντα;
- Την Lolita και μπύρες. . .
- Φτωχομπινεδιάρες;
- Μην τις πιεις αν. . .
- Όχι, όχι. . . Κατέβασα τον Ροζ Πάνθηρα που μου είπες.
- Μαγείρεψες;
- Τα έχω όλα εδώ' σαλάμι αέρος, παξιμάδια, ρακί και πικάντικες αλοιφές. Τι θα έλεγε ο γιατρός σου για όλα αυτά;
- Θα του άρεσαν. . . Δεν μου λες, το σπίτι δικό σου είναι;
- Όχι, φίλου.Έχει και το σκυλάκι του εκεί. Να θυμηθείς να το ταΐσουμε.
- Τι μάρκα είναι ο σκύλος;
- Ράτσα το λένε, όχι μάρκα. Δεν ξέρω.


  Στο σπίτι του φίλου. Μικρό και όμορφο. Επίπλωση που μαζεύεται αμέσως αν θες να φύγεις. Εκείνη αδειάζει την σακούλα με τα πράγματα στο κουζινάκι και βολεύει τις μπύρες το ψυγείο. Το σκυλάκι μικροκαμωμένο μια σταλιά, μάρκας Beagle χαίρεται που μας βλέπει. Τρέχει γύρω μου, σαν να θέλει μου δείξει το σπίτι, το χώρο του. Με συμπάθησε.

- Beagle είναι η μάρκα του. 
- Ράτσα το λένε, χάζε. . . 
- Εσύ τι ράτσα είσαι, ομορφιά μου; 
- Γαμημένη ράτσα. 
- ΧΑ.


 Βάζω μουσική. Hoist that Rag,  Hoist that your Heart. Εκείνη σερβίρει.


- Πως το φωνάζει ο φίλος σου;
- Δεν ξέρω.
- Τίποτε μωρέ δεν ξέρεις. Πρέπει να του βρούμε όνομα. Έστω για σήμερα. Να το πούμε Νίκο,να γιορτάσει και αυτό σήμερα. . .
- Σήμερα γιορτάζει και ο φίλος σου, ε;
- Ο Βότσης. Ναι. Γιορτάζει όλο τον χρόνο.



  Νιώθω ήρεμα. Εκείνη αρχίζει να γδύνεται σιγά σιγά. Η ζακέτα της σκεπάζει το βαφτιστήρι μας. Φοράω ακόμα το παλτό μου και βουλιάζω με το Bad as me. . . Έχει βγάλει τα φωνητικά από το κομμάτι και χτυπιέται με την μουσική.  Σε λίγο χτυπιέται πάνω μου. Βουλιάζω. . . Ίσως σταματήσει η καρδιά μου όπως. . .


  Όλα έχουν αδειάσει μπροστά μου, γύρω μου. Ξαφνικά όμως, τον θυμάμαι.


- Άμα μπει μέσα ο καριόλης θα τον σκίσω. . . Θα κάνω το τομάρι του, φίλτρα για τσαγάκι. . .
- Σιγά τα αίματα. Αλλά δεν θα μπει γιατί δεν θα 'ρθει. Ηρέμησε. Βρήκα πριν μια Βότκα στην κατάψυξη. Έχει και λίγο χυμό στο ψυγείο. . .
- Ροδάκινο;
- Ναι. Που το ξέρεις,ρε;
- Όλα τα ξέρω.
- Ναι, ε; Δεν μου λες, πως πήγε η παρουσίαση στην Κοζάνη;
- Θρίαμβος. . . Εγώ τα σκάτωσα, ο Καλογήρου τα είπε καλά.
- Ποιος είναι ο Καλογήρου;
- Ποιητής.
- Σαν και εσένα;
- Σαν και εσένα.
- Μα δεν μου είπες ότι είναι δικιά σου η παρουσίαση;
- Όχι. Δεν είπα ποτέ τέτοιο πράγμα. Σου το ορκίζομαι στην ομορφιά μου. Μου τελειώσαν τα τσιγάρα. Πάω να. . .
- Σου πήρα ένα πακέτο, πριν έρθεις.
- Με σκλαβώνεις. Βγάζω τέσσερα ευρώ από τον λογαριασμό. Πόσα έχουμε υπόλοιπο;
- Δεν έχουμε, έχω. Ογδόντα τέσσερα.
- Καλά πάμε.
- Από πρώτη του μηνός. Θα τα πάρεις, δεν θα στα φάω. 
- Τι άλλο έμεινε να μου φας;
 - Άσε τις γκρίνιες. 
- Και να σε πιάσω από τον λαιμό;
- Μετά αυτά. . . Είδες ανταπόκριση το κείμενο μου για εσένα;
- Ναι. . . Φοβήθηκα ότι θα μου ζητήσεις ποσοστά.
- Χαχαχαχα. . . Είσαι εδώ, το ίδιο κάνει.
- Πάντα.
- Άφησες μουστάκι;
- Οι λόγοι είναι αποκλειστικά εικαστικοί.
- Νόμιζα ότι βαριόσουνα να το ξυρίσεις. 
- Είναι και αυτό. . . Κόβει το μάτι σου. 
- Τελειώσανε οι μπύρες.
- Να φύγω;
- Πάω να πάρω μια εξάδα. . . Άμα δεν γυρίσω σε μισή ώρα, φύγε.
- Θα έχει γυρίσει ο άλλος;
- Ναι.

  Δεν γύρισε. Άνοιξα την κατάψυξη, πήρα το μπουκάλι με την βότκα και το έβαλα στην τσάντα μου. Ήπια λίγο χυμό ροδάκινο και χαιρέτησα τον Νίκο, στρατιωτικά νομίζω, και έκανα να φύγω. Στην εξώπορτα ήταν ο φίλος της.

- Περάσατε καλά;
- Ναι. Απίστευτη παρέα το Beagle. Πως το φωνάζεις;
- Φίσκα.
- Μα είναι αρσενικό.
- Ο Φίσκας.
- Πετυχημένο. Αλήθεια, πιο πετυχημένο από το Νίκος.
- Νίκο λένε εμένα.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. . . Χρόνια σου πολλά τότε, Νίκο.
- Να ΄σαι καλά.
- Τώρα που θα πας;
- Θεσσαλονίκη. Έχει σε μισή ώρα λεωφορείο.
- Θα σε πάω εγώ. Έχω μια δουλειά απόψε, εκεί.
- Γυναίκα;
- Δουλειά. 

 2.

Ένα χρόνο μετά


   Μου τηλεφώνησε.

- Θα έρθεις από τα ΚΤΕΛ ρε να με πάρεις;
- Θα ρθω από τα ΚΤΕΛ ρε να σε πάρω. . . Η κόλαση γράφεται ακόμα με ωμέγα;
- Σκατά στα μούτρα σου.
- Και στα γένια μου κουδούνια.
- Χαχαχαχαχα. . .

   Έφτασε το απόγευμα και πήγα να την πάρω. Οι άμυνες έχουν πέσει από τα μέσα πια και τα κρύα ξεκίνησαν σιγά σιγά. Στα ΚΤΕΛ όση ώρα με περίμενε είχε πιάσει συζήτηση με μια γριά.

- Α, να ήρθε ο θείος μου.
- Μικρός είναι. . . είπε η γριά.
- Ναι, αλλά είναι θείος μου. Η μάνα μου είναι ξαδέρφη του. Με έκανε πολύ μικρή και έτσι κονόμησα πιτσιρίκο θείο.
- Αλήθεια; Και που θα πάτε τώρα;
- Στο Ιπποκράτειο. Ήρθα για κάτι εξετάσεις.
- Περαστικά σου, κορίτσι μου.

   Χαιρετίσαμε την γριά και πήραμε το λεωφορείο για το Ιπποκράτειο. Είχε ορεξούλες.

- Η μικρή από την Αθήνα, τι κάνει;
- Μεγαλώνει.
- Το τρώει το φαΐ της;
- Πάντα.
- Στην σχολή της πάει;
- Είναι κλειστή, δυο μήνες και κάτι. Πάει στις συνελεύσεις όμως που κάνουν οι συμφοιτητές της. Δίνουν ραντεβού στις δώδεκα για να ξεκινήσουν στις τρεις.
- Και γίνεται τίποτα;
- Όχι, γιατί δεν έχουν πολύ κόσμο και αναβάλλουν την συνάντηση μέχρι την επόμενη αναβολή.
- Καλά, περνάει δηλαδή.
- Φιστίκι.
- Εσένα τι σου βρίσκει;
- Κάτι που δεν είχε για να χάσει.
- Χαχαχαχαχαχα. . . .


   Το γέλιο της, πάντα στην ίδια ένταση, κακαριστό. Λίγο πιο βραχνό από τότε που ήμουνα δεκαεννιά και εκείνη εικοσιτέσσερα. Τότε που δεν είχα μια νοσηλεία ή το στρατιωτικό στην πλάτη και εκείνη ένα παιδάκι να την φωνάζει ΄΄Μάνα΄΄.

- Γέλα. . .γέλα. . .
- Πως πέρασες στην Αθήνα;
- Πολύ καλά. . . Έβαλα και τρία κιλά.
- Φαίνεται.
- Φιλοξενία άριστη. Καλή παρέα. . . Ήταν και ο Καλογήρου, κατέβηκε για μια βάφτιση. Κάποιο από τα εγγόνια του, νομίζω.
- Δεν είναι τόσο μεγάλος.
- Πρέπει όμως να έχει εγγόνια.
- Και εσύ, εμένα ανιψιά.
-  Ο μπόμπιρας σου, τι κάνει;
- Μεγαλώνει κι αυτός, σαν την δικιά σου.
- Πως τον βαφτίσατε;
- Νίκο. Το όνομα του πεθερού μου.
- Έτσι λένε και τον Βότση.
- Τι κάνει αυτός;
- Μεγαλουργεί υπογείως.
- Σαν και εσένα;
- Σαν και εσένα.

   Φτάνουμε στο Ιπποκράτειο και τραβάμε κατά το σπίτι της κοντοπούτανης, της καλής της φίλης. Λείπει στο χωριό της και η Αντιγόνη έχει τα κλειδιά.

- Μήπως θα σκάσει μύτη ο ζουμπάς;
- Όχι, είναι στο χωριό της.
- Στο ρουφιανοχώρι της, θέλεις να πεις. Αν έρθει πάντως θα την κλειδώσω στο πατάρι.
- Μην γίνεσαι κακός.
- Γιατί; Χωράει στο πατάρι.
- Άσε τις βλακείες. . . Πάμε στην κάβα.

   Ο μαγαζάτορας μας θυμόταν. Ο μαγαζάτορας μας ήξερε καλά.

- Εδώ, εδώ, είναι οι φτηνές. . . μας φώναξε.

- Για την κοπέλα το λέτε; του είπα.

- Όχι, για τις μπύρες

   Η Αντιγόνη γελάει και παίρνει δυο μπουκάλια βότκα. Εγώ χαζεύω τις μπύρες, παίρνω δυο εξάδες και πατατάκια πικάντικα, γεύσεις περίεργες. Γαρίδες κοκτέιλ, χταπόδι με πάπρικα κ.α.

- Θα φτάσουν; με ρωτάει ο μαγαζάτορας.
- Τι ώρα κλείνεις;
- Το βραδάκι. . . Δώδεκα παρά.
- Θα φτάσουν, Αντιγόνη;
- Θα δούμε, Σκορδά.
- Σκορδά σε λένε; ρωτάει πάλι ο μαγαζάτορας.
- Όχι.

   Στο σπίτι κατεβάζω ποτήρια και πιάτα να σερβίρω. Εκείνη ανοίγει την τηλεόραση και βλέπει τηλεμάρκετινγκ.

- Θα αγοράσεις τίποτα;
- Όχι, απλά χαζεύω.
- Κλείσε την τότε. . . Βότκα ή μπύρα;
- Φέρε και από τα δυο.
- Σκέτη η βότκα ή με λεμόνι;
- Με λεμόνι.
- Δεν έχει.
- Άντε γαμήσου.
- Θα βάλω πορτοκάλι.


   Μουσικές πίσω και κακίες μπροστά.

- Τα καλά λόγια να τα λες πίσω από την πλάτη του άλλου.
- Τα καλά λόγια να τα βάλεις στον κώλο σου.


- Να κουρευτώ ή να ξυριστώ;
- Δεν πας να κόψεις και τον λαιμό σου. . . Ωραίο το πορτοκάλι στην βότκα.


- Διάβασες το βιβλίο που σου έδωσα;
- Όχι, φέρε δυο μπύρες. Την άλλη φορά δώσε μου κάτι δικό σου που έγραψες και σταμάτα να γράφεις ψέμματα. Δεν τα πιστεύει κανένας αλλά και αλήθειες να γράψεις, κανείς πάλι δεν θα τα πιστέψει. Μην γράφεις ρε. Τότε μπορεί να να σε πιστέψουν όλοι. 
- Ο άντρας σου τα πιστεύει.
- O άντρας μου πιστεύει ότι αργοπεθαίνεις.
- Κάτι ξέρει. 


- Βγάλε τα ρούχα σου.
- Κάνει κρύο.
- Καλά, φόρα τα δικά μου.


- Στο λεωφορείο, ένας μικρός. . .
- Σαν και εμένα;
- . . .με γλυκοκοιτούσε.
- Γιατί δεν τον έφερνες εδώ, να δει την γλύκα;
- Θα τον έδερνες;
- Ποτέ. . . Απλά θα του έκανα μια περιγραφή για την θεία που κοιτούσε.
- Θεία είσαι εσύ. . .  Τι θα του έλεγες;  Θα του μιλούσες με τα καλύτερα λόγια;
- Θα έβρισκα και τέτοια. Αν είχε χρόνο για χάσιμο θα έμενε να διασκεδάσει. Την άλλη φορά να φέρουμε μαζί μας παρέα.
- Να έχουμε κοινό.
- Show.


- Τελείωσαν οι μπύρες.
- Θα πάω εγώ. 
- Πάρε μου και τσιγάρα.


  Έμεινα μόνος στο ρουφιανόσπιτο. Εδώ μας είχε δώσει στεγνά η κοντοπούτανη καλή μας φίλη στο άντρα της Αντιγόνης. Δεν έγινε και τίποτα το τραγικό. Ένα σπασμένο χέρι και γκρίνιες. Γλίτωσα και το δικαστήριο. Να κάτι που δεν θα έχω να λέω στα ανίψια μου.

- Ο τύπος στην κάβα μου είπε ότι την επόμενη φορά που θα περάσουμε από το μαγαζί του, θα μας κάνει έκπτωση.
- Ναι, ναι. . . Και μετά θα του ζητήσω να γίνει κουμπάρος μας. 
- Γιατι; Καλός άνθρωπος φαίνεται.
- Μπορεί και να είναι.
- Όλα μπορούν να είναι. Το θέμα είναι. . .
- Πάμε μέσα;
- Πάμε.


   Σκαρφάλωσε πάνω μου και πέσαμε στο κρεβάτι όπως πέφτει κάποιος για να κοιμηθεί. Εμείς όμως δεν κοιμηθήκαμε. Μου ζήτησε να ανοίξω τα παράθυρα.

- Μα έχει κρύο.
- Εγώ καίγομαι.
- Το πότο μάλλον φταίει.
- Για όλα.


  Ξάπλωσα δίπλα της και την χάιδεψα. Μου έδωσε μια κουτουλιά στο πρόσωπο και τραβήχτηκα πίσω. Δάκρυσα λίγο και εκείνη μου γύρισε την πλάτη. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι γελάει. Της έβγαλα τα παπούτσια και την σκέπασα με μια κουβέρτα. Μουρμούρισε κάτι, κοροϊδευτικά και κουκουλώθηκε. Πήγα να κάτσω στο σαλόνι. Είχαν μείνει κάμποσες μπύρες, μισό μπουκάλι βότκα και ένα πακέτο καρέλια χρυσά, ακόμα στην ζελατίνα τους.  Ήπια ένα ποτήρι βότκα, δυο κουτάκια μπύρα και κάπνισα δυο, τρία τσιγάρα. Μετά έβγαλα τα ρούχα μου και ξάπλωσα πάλι δίπλα της. Την κούνησα λίγο για να ξυπνήσει.

- Τι θες;
- Θυμάσαι μια φορά που με ρώτησες, ΄΄Τι νέα;΄΄ και σου απάντησα ΄΄Ε, για να είμαι εδώ πάλι μαζί σου, δεν έχουν αλλάξει και πολλά.΄΄;
- Ναι, και τι μ΄ αυτό;
- Τίποτα, με αυτό.

  Με αγκάλιασε και κοιμηθήκαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: