. . . (μου) τραγουδάει ο Καπετάνιος, πίσω μου Πέρσες φοιτητές από την Ιταλία. Ήρθανε μέσω Τρικάλων στην Θεσσαλονίκη και εδώ ρωτάνε που είναι η πλατεία Ελευθερίας να πάρουνε το 6, να πάνε στην Κρήνη. Τους παίρνω πάνω μου. Είμαι ο άνθρωπος τους. Έχω χρόνο για χάλασμα να τους πάω όπου θέλουνε. Χαίρονται με τον αργόσχολο. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι αργόσχολοι - οι απλήρωτοι, οι ακίνδυνοι, εκείνοι που απέχοντας υπερέχουν.
- Freadom Square, Death Squaer. . . τους λέω με τα σπασμένα αποικιοκρατικά μου και ρωτάνε τι και πως. Τους λέω για την μάζωξη των Εβραίων και το μακέλεμα-tour που έγινε. Ακούνε. . . Φτάνουμε στην στάση, μια μικροκαμωμένη μου σκάει ένα φιλάκι και όλοι μαζί χορωδία των ευχαριστώ.
Μυθολογία εύπλαστη. Μια μαλακία, μια σύμπτωση, διψήφιο - ανατρεπόμενο πάντα - αριθμό θυμάτων, τετραψήφιο αριθμό εισιτηρίων, μια τρελή που πάντα θέλει κάτι, μια γλύκα που δεν θέλει τίποτα. Στο πιάνο το κολοβό και κεράκια αναμμένα. Προβάρισμα για σύνθεση χωρίς την βοήθεια της Δ.Ε.Η. το βράδυ. Βγαίνουν όλα σαν νεράκι. Ο Γ. στο πιάνο. Το κοπανάει, το χαιδεύει, το κοροϊδευει για να βγάλει γέφυρες και εγώ από δίπλα. Πετάω ιδέες, πατάω κάποια πλήκτρα μαζί του - νιώθω σαν να μου υπαγορεύει ένα κείμενο για ανθρώπινα δικαιώματα και εγώ να γράφω ένα τιμοκατάλογο με τα πιάτα της ημέρας.
Όλα αυτά καταλήγουν - χέσε την διαδρομή - σε δυο ορχηστρικά κομμάτια και ένα διασκευασμένο τραγούδι. Με τον τρόπο που θα διασκεύαζε - κάνοντας τα ουσιαστικά δικά του - o Σκαλκώτας παραδοσιακούς χορούς αλλά με την κουφαμάρα, το ξέμαλλο και την φαντασία του Μπετόβεν. Ή όπως ο Φρανκ Ζάππα θα έκανε ηλεκτρονική μουσική με μια πριονισμένη στην μέση πορδή και κυβερνητικούς εκπρόσωπους να εύχονται καλό γαμημένο καλοκαίρι και να ορκίζονται ΄΄ό,τι το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία.''
- Γιατί δεν ασχολήσε με την μουσική;
- Επειδή την αγαπάω και θέλω να με αγαπάει.
Έχω ένα τούβλο βιογραφία του Προυστ πλάι μου και έχει πολλά χαριτωμένα και πολλούς καφέδες αλλά και άσχημα με πολλά ποντικάκια βασανισμένα.
- Έρχεσαι ρε μάπα να κρίνεις τον νεκρό; Τι είσαι; Ιατροδικαστής;
- Σκηνογράφος είμαι. Παίρνω αυτό εδώ, το πάω εκεί, και από ΄΄αυτό΄΄, γίνεται απαυτομένο και με ευχαριστεί και μου χαμογελάει.
- Χαμάλης;
- Σαν να λες τους γιατρούς, χασάπηδες. Ή ότι οι ταξιτζήδες δεν έχουν καρδιά, αλλά ταξίμετρο. Δεν έχουν παλμούς, έχουν ταρίφα.
- Ο πατέρας μου είναι ταξιτζής, πρόσεξε πως μιλάς.
- Ο δικός μου, έδειρε κάποτε έναν.
- Γιατί;
- Γιατί δεν πρόσεχε πως μιλάει αλλά και ήθελε να τον πάει στο Κορδελιό από την Επτάλοφο ενώ τον είχε πάρει κούρσα από την Καμάρα.
Έχω και μερικά του Γκόγκολ. Μου έρχεται να παίξω τον βοηθό του Επιθεωρητή. Τον Οσίπ. Ωραίος τύπος. Τα ξέρει όλα πριν καν γίνουν και του αρέσει η λαχανόσουπα. Όμως πέφτω να κοιμηθώ. Πρέπει. Τηλεφώνημα από την Ίστανμπουλ. Η καρδιά μου, η παλιά, η γκρινιάρα, η μεταξένια, μοβ μπομπονιέρα με το μοβ της χιούμορ, που όταν φωνάζω και έχω άδικο, με μια ματιά μου δίνει - δεν με βάζει - μια θέση να καθίσω.
Καλοσύνη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου