Ξύπνησα ακούγοντας ουρλιαχτά. Ήταν εφιάλτης; - αηδίες. . . δεν έβλεπα ποτέ όνειρα ή αν έβλεπα δεν τα θυμόμουν. Από δίπλα
ουρλιάζαν . . αυτός ΄΄Καριόλα. . πάλι τα ίδια. . . δεν αντέχω άλλο. . .΄΄ εκείνη στον ίδιο τόνο ΄΄
Μαλακοβιόλη. . . να πεθάνεις ρε. . . σε
σιχάθηκε η ψυχή μου΄΄. Ακούστηκε κάτι να σπάει και μετά να κλείνει με δύναμη η πόρτα.
Σηκώθηκα από την
πολυθρόνα, έβαλα το σορτσάκι μου και βγήκα
από το διαμέρισμα να τον
δω.
Χτύπησα μαλακά την εξώπορτα. Την άνοιξε με δύναμη και μου πέταξε στα μούτρα ένα
μπόγο γυναικεία ρούχα και
εσώρουχα. Στην μύτη μου σκάλωσε ένα
μοβ σουτιέν. Το πήρα, το δίπλωσα και του το έδωσα. Στο πρόσωπο του είχε μια νυχιά από το κούτελο μέχρι το πηγούνι.
- Τι σκατά θες εσύ;
- Είχατε
Show πάλι;
- Είναι τρελή. . . Μαλακισμένη. . . Ότι θυμάται χαίρεται ρε. . . έλα μέσα. . .
Μπήκα μέσα. . . το σπίτι παρόλο τον σκοτωμό ήταν καθαρό και
τακτοποιημένο. Η ''καριόλα'' ήταν
νοικοκυρά και είχε καθαρό τον ΄΄
Μαλακοβιόλη΄΄ της.
- Θες μια μπύρα;
- Όχι. . . Προσπαθώ να το κόψω. . . ένα χυμό θέλω, ό,τι να ΄ναι. . . με πολλά παγάκια.
- Καλά
Πήγε στην κουζίνα και σε δυο λεπτά ήταν πίσω με την μπύρα του και τον χυμό μου.
- Η δικιά σου δίπλα είναι;
- Ναι. . . αλλά κοιμάται βαριά και δεν άκουσε τίποτα. Τι έγινε πάλι;
- Είναι τρελή ρε. . . ενώ
κοιμόμουν άρχισε να με χτυπάει. . . ΄΄Ποιες είναι αυτές οι πουτάνες;΄΄, ΄΄Ποιες Πουτάνες, ρε;΄΄, ΄΄Η Όλγα και η Μαρία. . .
Παραμιλούσες και σε άκουσα να λες Όλγα και Μαρία΄΄,΄΄
Κοιμήσου ρε
αγάπη μου, αύριο δουλεύω νωρίς. . . τι μου
λες τώρα για
Όλγες και Μαρίες΄΄, ΄΄Είσαι κάθαρμα,
ψεύτης . . να
ψοψήσεις να μην σε βλέπω
πουτανιάρη. . .΄΄και με με
νύχιασε η
πουτάνα στην μούρη.
- Κοίτα να
δείς. . .
- Είναι τρελή ρε. . . αλλά τέρμα. . . Τελευταία φορά. . . θα την
ξαποστείλω. . .
- Θα ξανάρθει και θα κάνετε
γλύκες μέχρι το επόμενο show. . .
-
Άι στο διάολο ρε. . .
Σκέφτηκα να του
πω για τις προηγούμενες δώδεκα φορές που
μάλωσαν και τις δεκατρείς που τα
ξαναβρήκαν αλλά δεν είχε κανένα νόημα.
- Ακούς εκεί το τσουλί να μου χαλάει την
μόστρα . .
- Να σε ρωτήσω κάτι;
- Λέγε. . .
- Όλγα ή Μαρία την λένε;
-
Ολγ...... Άντε γαμήσου ρε αρχίδι. . . γαμημένε. . . δεν με πιστεύεις;
- Σε
πιστεύω . .
- Έτσι μπράβο. . .
Τέλειωσα τον χυμό μου πριν λιώσουν τα παγάκια και τον άφησα να βρίζει μόνο του. Μπήκα με στο διαμέρισμα μου, έβγαλα το σορτσάκι και και ξάπλωσα. Το κρεβάτι ήταν διπλό και η μια πλευρά του ήταν ανεξήγητα πάντα ζεστή. Η καλή μου είχε φύγει
από το σπίτι περίπου
ενάμιση μήνα πριν πεθάνει ο παππούς. Δεν είχα νέα της. Σκεφτόμουν πως την αγαπούσε ο παππούς ΄΄Εσείς οι δυο
ταιριάζετε . . ΄΄ έλεγε και εκείνη με αγκάλιαζε και έλεγε ΄΄Αχ, τι καλός παππούς. . .΄΄. Τώρα ήμουν ξάπλα στην ζεστή
μεριά του κρεβατιού. Ησυχία. Λίγο
πριν με πάρει ο ύπνος άλλαξα πλευρό.