Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

το άλλο


 Πιτσιρικάς, στο δημοτικό, δεκαετία του έξηντα, με δεμένο το ένα του χέρι. . . Θα μάθεις να γράφεις με το δεξί. . . Δεν είναι πράγματα αυτά. . . και ξύλο. . . Μια, δυο, τρεις, τον βουτάει η δασκάλα και τον πάει στο γραφείο του Διευθυντή.

- Κύριε Διευθυντά. . . Ο μικρός από εδώ, γράφει με το άλλο.
- Ναι, ε;
- Μάλιστα.
- Ρε, γιατί γράφεις με το άλλο;

 Ο μικρός δεν ήξερε το γιατί.
 Δεν είπε τίποτα.

- Φωνάξτε την μητέρα του. Αύριο να έρθει.

 Ήρθε η μάνα του και ο Διευθυντής το αμόλησε. Γράφει με το άλλο.  - Μα αυτά είναι από τον Θεό, τι φταίει το παιδί; - Δεν είναι από τον Θεό αυτά, κυρία μου. . . Θα μάθει με το δεξί. 

  Και του το δέσανε το άλλο, να μάθει με το δεξί. . . Και ξύλο πολύ. . . Όχι μόνο εκείνο, αλλά και άλλα παιδάκια. . . Τότε που και το ΄΄ρε΄΄ ήταν βρισιά. Φτιάχνανε αβέρτα ρουφιάνους. . . Άμα ακούσετε τίποτα, να το γράψετε σε ένα χαρτί και το πρωί το θέλω στην έδρα μου. Ωραίες εποχές. . . Δεν τα ζήσαμε αλλά μας λένε ότι είχανε ανοιχτές πόρτες τότες. . . Η μάνα του, όταν τέλειωσε το δημοτικό, τον έβγαλε από το σχολείο - δεν είχε και καμιά αγάπη για αυτό - και τον έστειλε σε ένα ξυλουργείο να μάθει την τέχνη.  Μαραγκός. . .Σαν τον άλλονα πριν βγει στην γύρα, που δούλευε μαραγκός στον πατέρα του, πόσα χρόνια πριν τον σταυρώσουν.



Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Cucamonga

  
 Στην προηγούμενη ζωή σου, ήσουν σίγουρα περτσιναδόρος χειρός (Σαν περτσίνια πρέπει να χώνονται οι λέξεις. . .) και στην επόμενη μυστρί. . . Θα ήσουν τότε και θα είσαι μετά χρήσιμος, γκραν μανάρι - τώρα όμως. . .Ανταποκρίσεις και ειρωνείες, ανταποκρίσεις και ειρωνείες - τίποτα της προκοπής, γκραν Μανάρι. . . Στο φινάλε, εκεί που η μέση σου θα βγει στην σύνταξη και θα γίνεις σαν σίγμα τελικό, εσύ θα το κάνεις να φανεί υπόκλιση και η αυλαία θα πέσει να σε πλακώσει. . . Θυμήσου τα προτελευταία λόγια και αυτοσχεδίασε με τα τελευταία.

- Από που είσαι; 
- Από την Cucamonga, όχι της Ευρυτανίας.
- Και πως ήρθες εδώ;
- Ολόκληρος.

. . . 


 Μπάσο γέλιο, σαν να ξεκινάει από της πατούσες και στο ενδιάμεσο να τρακάρει με όλα τα χαλασμένα όργανα που την δουλειά τους, για την ώρα την κάνουν. Φοράει γυαλιά ηλίου, ελάχιστα μεγαλύτερα από το κεφάλι του και μπαίνει στο λεωφορείο. Για μια στιγμή σκέφτεται να φωνάξει - Ποιον κοροιδεύετε ρε; Πείτε το τώρα. . . αλλά βρίσκει αμέσως θέση και βολεύται. - Βολεύτηκα. Δεν με σηκώνουν τώρα. . . Μπαίνουν συνέχεια. Κόσμος με τις πετσέτες του, κουρεμένοι όλοι σαν γίδια πριν τα βράσουν και με τατουάζ. Ένας έχει την Παναγία του, άλλος ονοματάκι αγαπημένο κι άλλος λατινικό ρητό που τα λέει όλα. . . Ζωγραφιές, σοφία και αγάπη απάνω σε τομάρι. . . Μελάνι και κακό. . . Αν το γδάρεις, μάλλον χαλάει. . . (Οι τατουατζήδες κλέφτες θα γίνουν; Άσε μας από δω. . .) Μετά αρχίζουν τις συζητήσεις. Ο μπροστινός του, κάπου δεκαέξι δεκαεφτά, αγορεύει. . . - Εσύ - και δείχνει άλλο γίδι - που έχεις να πατήσεις στην εκκλησία από την βάφτιση σου, είσαι λιγότερο υποκρίτης από τους άλλους που φάγανε τα νιάτα τους εκεί μέσα. . . Είναι απλό, εγώ τα ξέρω. . . Αν άνοιγε εκείνη την στιγμή το κεφάλι του θα φαινόταν ένα κασετόφωνο μέσα. Παπαγαλία - σαν φοιτητής - τα έλεγε, αλλά τα ένιωθε και ο απέναντι κουνούσε το δικό του κεφάλι, συμφωνώντας - εκείνος ηχογραφούσε εκείνη την ώρα, να τα πει μετά, όπως τα άκουσε, αλλού.
  Πίσω είχε πιο ενδιαφέρον το πράμα. Προσπαθούσε μια παρέα να κάνει ρίμα, το Φιέστα με το ΧέσταΠως δεν το σκέφτηκα εγώ, νούνιζε εκείνος. Αυτοί όμως είναι τέσσερις, εγώ ένας, καταλήγει. Λέγεται ότι ο Καβάφης, όταν ζούσε, πριν τον σβερκώσουν οι φιλόλογοι και τον βάλουν στο φούρνο, δούλευε ένα ποίημα του και δέκα χρόνια. Αυτοί ιδρώνουν κάπου ένα τέταρτο. . . Έχουν δρόμο ακόμα αλλά το πάνε καλά.
 Από τους τέσσερις λουφάρει ένας από το ποίημα - ο κοντός. Και μπινελικιάζει τον απέναντι του - το λελέκι. . . Γαμώ το σπίτι σου / Πάρε τα αρχίδια μου και έλα να με βρεις / Θα σε γαμήσω αλλά δεν θα θες και πάει βρίζοντας. Το λελέκι δεν αντιδράει. Το λελέκι,αν θέλει, τον κάνει μπρελόκ τον κοντό αλλά δεν θέλει.

 Όλοι οι γέροι είναι όρθιοι. Κάνεις δεν δίνει την θέση του.  Ό,τι και να ψήφισαν. Εκείνος περιμένει και δικαιώνεται χωρίς να πεθάνει. Μπαίνει μια έγκυος πρησμένη και της δίνει την θέση του.

- Ευχαριστώ πολύ.
- Αγοράκι ή κοριτσάκι.
- Αγόρι και κορίτσι. Δίδυμα.
- Σετ ε; 
- Ναι. . . χαμογελάει.
Είστε υπέροχη. Δυο ακόμα φορολογούμενοι στο ταψί. 
- Ορίστε; 
- Α, τίποτα. . . Να τα αγαπάτε και μη τα μαλώνετε πολύ. . . Τουλάχιστον το ένα μπορεί να σας κοιτάξει αργότερα. . . Εκείνο το ποτήρι με το νερό που λένε. . . Έχουν δει πολλά - βγάζει τα γυαλιά του - τα μάτια μου.
- Ναι. . . Μάλλον.
- Φτάνουμε σε λίγο.

 Το λεωφορείο φτάνει στα ΚΤΕΛ. Εκείνος βγάζει εισιτήριο για την γη των Παραδόπιστων. Μετ΄ επιστροφής, με την έκπτωση που το συνοδεύει, ανοικτό για είκοσι μέρες. Τον περιμένει ο Γκουρού της Βούλγαρη, που ένα βράδυ του έλεγε για την Αυτοπραγμάτωση και εκείνος κατάλαβε Απαύτωμα και συζητούσαν κάνα εξάωρο μέχρι που ξημέρωσε, μεσημέριασε - συνεχίζαν να μιλάνε (Απάυτωμα και Αυτοπραγμάτωση και ανάποδα) έσκασε μύτη η γυναίκα του Γκουρού φορτωμένη, καλή καρδιά,  με αρτοσκευάσματα, κότσι με ρύζι, λαχανοντολμάδες και παπουτσάκια - Μια μπύρα, μωρή δεν μπορούσες να φέρεις; -  Τι να σου κάνει η μία εσένα; - Ό,τι και σ΄ εσένα αυτός ο Φακίρης από εδώ. .  Αλλά καλά έκανες και δεν έφερες. . . Συγνώμη.
  

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

The Host the Ghost the Most Holy-O






Why, not even a rustler’d have anything to do
with this branded bum steer world
this pirate flag headlong disaster course vessel
misguided charted this nautical numbskull hull
sink in silence smoke – blow your chest out in hope
sits spread-eagle on poor men
piled high on truth mountain – last link in clarity’s chain
you’ll not be thrown but dive and sink
your pockets filled with earthly burdens
when they could be filled with light and back with wings
the sky is dark in daytime
and still the blackbird’s beauty lyrics clean
sing ye brothers and end this miserable thing
and brush the dark sky in light
and let the moon bell crack and ring
upon the mast of mercy
for she is a beautiful thing
I watched her cut with clarity
the sea of Satan’s red rolling water
that stung my eyes with vile vile brine
and clung to the vine that choked Mary’s only Son
God in vain to slaughter
I can’t darken your dark cross door no more
the light lovely one with the nothing door
and oh that pours life water

This is a toast to the ghost the host,
This is a toast to the most holiest ghost,
This is a toast to the ghost, the most holy-o
This is a toast to the ghost the host.

Captain Beefheart & The Magic Band, από τον τελευταίο δίσκο του Καπετάνιου, Ice Cream for Crow


η φώτο απάνω, του Anton Corbijn. 




Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

απο τις σημειώσεις στην Πρέβεζα, με την φόδρα όξω


 Στην Γιουδήθ Μπαχτσέ που ήρθε μπροστά μου μια μέρα, σαν σήμερα. 

  Παρακάτω η συναυλία και ένα φεγγάρι ΝΑ από πάνω, πρησμένο.
  Τηλέφωνο στη Θεσσάλονική.

- Έβγα έξω να δεις το φεγγάρι 
- Ρε μαλάκα σε ταινία παίζουμε; 
- Έλα ντε λέω και το κλείνει. . .
Καμιά τετρακοσιαριά άτομα στο Κηποθέατρο Πρεβέζης και κουτάκια μπύρας παντού. Μια φρουρά με μπλούζες RAMONES και Rotting Christ χεσμένη απ΄ τα γέλια, έπινε χύμα κρασί. Αυτοί είναι, σκέφτομαι, με αυτούς θα το πάμε χέρι χέρι απόψε. Τρέχω αγοράζω τσιγάρα για αυτούς και μπύρες από το βαρέλι με το πάγο. Τους πλευρίζω διακριτικά. τα τσιγάρα πρώτη ποιότητα και αυτοί φαίνονται μερακλήδες, Με δέχονται με χαμόγελο, δεν σκάω τσόντα, διακριτικός πάντα. Συζητάνε. Τους ακούω. Δεν μιλάω. Είναι καλά παιδιά. Δεν πρέπει να πω πολλά.

  Οι Επισκέπτες με τον Αγγελάκα στήνουν φώτα και όργανα.
  Η συναυλία ξεκινάει. Ο κόσμος χορεύει. Δεν χοροπηδάει. Χορεύει. Σε κάποια χτυπιέται, σε άλλα πάει πέρα δώθε, σαν βαλς. Ρίχνουν λουλούδια κάτω και πυρσούς και χοροπηδάνε. . . Μια κοπέλα, ενάμιση μέτρο δίπλα μου, βγάζει από την τσάντα μια μπουκάλα κονιάκ, πιο μεγάλη από εκείνη μου μοιάζει και τραβάει μια γερή γουλιά. . . Την κοιτάω σαν χαζός, με παίρνει χαμπάρι και μου λέει - Θες; Της δείχνω την μπύρα και τσουγκρίζουμε. . . Ένας κύριος με γένια, ψηλός, σαν καλαμάκι - τον πήρα είδηση στην αρχή, κουστουμαρισμένο μες στην ζέστη - έχει πετάξει σακάκι και γραβάτα και χορεύει πλάι στον Αγγελάκα. . . Δώδεκα, δεκατέσσερα άτομα - πόσοι είναι; - μας χαρίζουν τόση ένταση και μελωδία. Και απο κάτω όλοι - όχι τσούρμο - αλλά ταγμένοι όμορφα, να ακούσουν, να μοιραστούν. . .


  Τελειώνει η συναυλία. Τραβάω στην πιο κοντινή αμμουδιά με τις σταμπαρισμένες μπλούζες. Λέω κάτι που μοιάζει με αστείο και εκείνη γελάνε. Καθόμαστε οκλαδόν σαν Ινδιάνοι. Δεν ανάβουμε φωτιές. Το Dust in the Wind δεν ακούγεται. . . Υπάρχει μια κιθάρα. Ακούγεται κάτι σαν Σιδηρόπουλος και πρέπει να είναι το ΄΄ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΑΣΤΕ ΕΣΕΙΣ΄΄. Άμα είχα ένα όπλο θα σημάδευα τα αστέρια λέω στην Αφροδίτη - μια Αφροδίτη που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - Σημάδεψε τα κουτάκια και αυτά με αστέρια μοιάζουν μου λέει και ξαπλώνει τα στρέμματα της στην άμμο. Σκέφτομαι να την βάλω σε ένα ποίημα,γυμνή να κοπανιέται πάνω σε κανέναν αθληταρά τραμπούκο ή σε κανέναν ευαίσθητο ελαιοχρωματιστή αλλά πιθανόν να το κάνει και μόνη της. Οι άλλοι πιάνουν μια φιλολογική συζήτηση ΄΄ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΥΣΤΗΔΕΣ ΠΟΥ ΛΕΝ ΠΟΥ ΘΑ ΓΥΡΟΦΕΡΝΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ;΄΄. Τι καλά παιδιά. Είπαμε, δεν μιλάω. Η Αλεξάνδρα - μια Αλεξάνδρα που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - κατεβάζει τις μπύρες με ταχύτητα υπερηχητική. Αποκλείεται να την φτάσω. Άνοίγω μια μπύρα και τρίβομαι πάνω της. Τραβιέται και πετάει ένα ΔΕΝ ΠΑΣ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙΣ. . . Άποτελειώνω την μπύρα μου με μια γουλιά, βγάζω τα παπούτσια μου και βουτάω στην Θάλασσα. Οι άλλοι δεν μου δίνουν σημασία. Διακριτικά, καλοπροαίρετα πλάσματα. Άραγε τα καθίκια που κρύφτηκαν εκείνο το βράδυ; Βγαίνω έξω. Στάζοντας. Χαιρετάω τα παιδιά. Με γνωρίζουν, με θυμούνται, και με χαιρετάνε μες την σούρα τους. - Του είπα να πνιγεί και πήγε, λέει η χαμουρίτσα στην διπλανή της και απο πάνω τους εγώ - Ακούω τα πάντα. . Τα ακούω όλα κοπελιές. . . Κι άλλοι πήγανε να πνιγούν εδώ. . . Και φεύγω στάζοντας.
  Τραβάω κατά ΄κει που ο ποιητής είπε να κλείσει τα τεφτέρια. Παίρνω μια μπύρα για αυτόν και μια για ΄μένα. - Θες; Ο Ποιητής δεν θέλει και την πίνω εγώ. Δεν είναι ακατάδεκτος, είναι καλός. Δεν ήξερε όμως καλό σημάδι. για αυτό με το αριστερό του χέρι σημάδεψε την καρδιά του και το δεξί τράβηξε την σκανδάλη. 
 Μόνος. Σε ένα μεγαλοχώρι μιας μικρόψυχης χώρας όταν δεν κάνει μεγάλα - πρησμένα μετά - πράγματα.



Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Παραμονή της επετείου



 Ένα τσούρμο μεγάλο τραβάει κατα το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, να χωθεί εκεί μεσα για τέσσερα χρόνια για να πάρει το χαρτί. Τρεις μονόλογοι και ένα ποίημα, με αυτά θα χτυπηθούν και οι μουτράκλες σοφές θα τους κρίνουν, θα τους ξεχωρίσουν και οι υπόλοιποι στον αγύριστο, του χρόνου. Πολλοί με ένσημα σε θεατρικές ομάδες, πολλά ψώνια, πολλοί απόλυτοι και πολλοί με όρεξη να πιασουν και να δημιουργήσουν. . . Άλλοι ετοιμασμένοι μόνο δυο βδομάδες.  Μια τέταρτη κατηγορία, είναι αυτοί που προβάρουν ασύστολα, με θράσος, με κλάματα και χαζομάρες μια εικοσαετία γερή και συνεχίζουν. . . Κομπαρσάρες που σιάχνουν το κόσμο τους συνέχεια αλλά δεν βολεύονται. . .  Το σιχτίρι και τα πρωινά σαν χωροφυλάκοι. . . Εγερτήριο καθημερινό, σπαστικό. . . Τραβάνε για την βλακεία. . . Μην τους ρωτήσει κανείς ΄΄Γιατί;΄΄ ή ΄΄Και ποιο το νόημα;΄΄. Οι πικραμένοι θα γελάσουν. . . Είδα πολλούς πικραμένους να γελάνε με το πόνο τους μόνο, να μην γκρινιάζουν, τα αφήναν όλα να βολτάρουν - είπαμε, τραβούσαν για την βλακεία - και μια πριγκίπισσα που έδωσε ένα φιλί σε μια ακρίδα. . . Η ακρίδα μεταμορφώθηκε σε βουλευτή νομίζω και πέρασε απ΄ όλα τα κόμματα. . . Ήταν τιμή του, κακάριζε, αυτές οι μεταγραφές. . . Μαζί σου μάστορα. . Και άλλοι μελλοθάνατοι σου στέλνουνε φιλάκια.
  Ήμουνα και εγώ κάπου εκεί. . . Με μια σακούλα μπύρες και δεν ήξερα τι μου γίνεται. . . Γεγονός. . . Ένας έβγαλε μαχαίρι και μου ζήτησε το κινητό και το παλτό μου. . . Έκανα την κίνηση να το βγάλω με το ένα χέρι, το άλλο όμως σήκωσε την σακούλα και οι μπύρες τον ξάπλωσαν κάτω. Ήταν κουτάκια. . . Άμα ήταν μπουκάλια θα τον έστελνα να ακούσει τον Μπαγιαντέρα από κοντά. . .  Όμως ήταν κουτάκια και απλώς βόγγηξε και έβρισε. . . Του έσκασα μια κλωτσιά στα αρχίδια και όπου φύγει φύγει. . . Αν το έπαιζα στο Κρατικό; Θα κάνανε οι σοφοί σκόντο στα τέσσερα χρόνια και θα το χαρτί, σαϊτα στην τσέπη μου. Θα έβρισκα και ένα τοίχο να το κοτσάρω.
  Όμως υπήρχαν κι άλλες μούρες, αυτές, λες και σκάσανε από ανέκδοτα, ζωντάνοι, με δερμάτακι και απόψεις να μου τα πούνε τα δικά μου. . . Τους άκουσα. . . Αλλά και πάλι, τίποτα. . . Το γέλιο των πικραμένων με ακολουθούσε σαν μιούζικα δωρεάν που ψάχνει να βολευτεί σε σβέρκο και καρδιά.
 Με φόρα από τα αζήτητα. 

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Επιστολή

  
   Αλχημιστή της Βούλγαρη 
   με τα μπουκαλάκια σε παράταξη 
  και την Υπερ-Πόντια στην πρώτη γραμμή,

  Στην γη των παραδόπιστων με τα παππούδια και η γυναίκα σου  ένα χωριό παρακάτω.
 Δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω. Έφαγα τα λεφτά μου με τον πιο ηλίθιο τρόπο που θα μπορούσα να βρω. . . Ήμουν τρεις μέρες μεθυσμένος και κανείς δεν πήρε χαμπάρι. Βρέθηκα και χρεωμένος δέκα ευρώ. . . Πτώμα όμως τριγύρω δεν υπήρξε ή κάποιος να ουρλιάζει ΕΣΥ ΕΣΥ ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ και να σημαδεύει με δάχτυλο. Αύριο όμως θα πάω και εγώ στην γη των Παραδόπιστων, πιο πέρα από εσένα, με τον κύριο Ιορδάνη τον Μαλτέζο και την γυναίκα του. . . Χορηγία καβλιάρικη του Τ. του αγκαλίτσα. . . Και ακούω για ιδρύματα και μαλακίες. . . Αυτοί χαμόγελο φίλου δεν είδανε ποτέ. . . Θα γίνει το σκατό μας, παντεσπάνι. . . Άμα έχεις όραμα και χεράκια να μην ρίχνουν οπουδήποτε ανάποδες. . .
  Το όλο πράγμα για μια απόδρασή από εδώ και καλή παρέα.
  Αναμένω όμως μεροκάματα από βδομάδα.

   Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση πάντως και δεν ξεχνώ τίποτα. . . Την τελευταία μέρα στο Πευκοχώρι ήσουν χορηγός και καρδιά ( το δεύτερο και τις άλλες μέρες). Όταν επιστρέψεις θα κάνουμε γλέντια και συζητήσεις μακριές σαν την πούτσα του Νταλέσκου ( - Την έχεις δει; - Όχι αλλά όταν έρχεται σπίτι μου, πιάνουμε CNN. . . Κάτι μουρλές μπαλαρίνες, όσο μπόϊ τους λείπει, τόσο νεύρο έχουν καβάτζα, μπορούν να το επιβεβαιώσουν). 
  Από 28 θα έχω και άδειο σπίτι. Έλα να διαφωνήσουμε χωρίς ανοιγμένα κεφάλια και υστερίες. Θα γνωρίσεις και τον Βότσαρο ή τον Βότσακο ή Ιησουίτη, όπως τον λέω κατά καιρούς και εκείνος με όλο το δίκιο του, με γράφει κανονικά στα κατάστιχα της Κόλασης χωρίς κλιματισμό και γυναίκες μερακλούδες. Μπορεί να έχει γυναίκες που καθαρίζουν τριγύρω όλη μέρα και θυμούνται τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

  Ίσως σκάσω μια μέρα, για μια μέρα, στο θέρετρο σου. Θα φέρω και γλυκά. Θα φέρω και ιστορίες με μαλακισμένο τέλος χωρίς νόημα. Ίσως γελάσεις.

  Όταν έρθει εκείνη - όχι αυτή, όχι η τέτοια - σε θέλω στην αποβάθρα με το γιαπωνέζικο φυσοκάλαμο σου, που φυσάς και βγάζει με κάποιο τρόπο μιούζικα. Θα κουνάω τα χέρια μου σαν μαλάκας, ότι και καλά σε διευθύνω, ενώ φυσάς και βγαίνουν ομορφιές. Ο Βοτσάκος πιθανόν θα είναι πιο πίσω με ένα πανό ή με λουλούδια στα χέρια. Γκραν υποδοχή, για εκείνη που μου δίνει γλύκα. Θα μοιάζει κάπως με διαπόμπευση αλλά όλα θα είναι από αγάπη. Οι προθέσεις, κυρ Βασίλη. Μεγάλη υπόθεση. Μπορούν να λειτουργήσουν και σαν άλλοθι μετά.

  Σε φιλώ και σε σκέφτομαι - φαντάζομαι από τώρα τις συζητήσεις (μόνο μην πετάς πολλούς σπόρους και παραληρώ) και τις μούτες του προσώπου σου. 
 Καραγκιοζιλίκια ορεξάτων με καλές προθέσεις.
Στο δικαστήριο αυτό θα πούμε.

 Χαιρετισμούς στον Robert Edward Wilson που του άρεσε ο Jack Benny.






Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

τανάπαλι


ο Σκορδάς μου ζήτησε
να του γράψω
κάτι, για αυτόν.

ορίστε



ο Σκορδάς εκθέτει τα αισθήματα του χωρίς να φοβάται να του σπάσουν την βιτρίνα - πίνει πολύ αλλά εμένα δεν με φτάνει - αγαπάει χωρίς διακρίσεις - ειρωνεύεται για τα μάτια του κόσμου και του αρέσει να γελάνε οι άνθρωποι, ακόμα και οι ηλίθιοι. . . έσπασε το χέρι του αρραβωνιαστικού μου αλλά ήταν απλή αυτοάμυνα ( έτσι υποστηρίζει. . . ) - ποτέ δεν αποπειράθηκα να τον σκοτώσω. . . όλα αυτά είναι στην καλοσχεδιασμένη φαντασία του. . . αυτή την πουτάνα που τον κάνει να ΄΄νομίζει΄΄ και όχι να βγαίνει μπροστά. . . έτσι τον γνώρισα. . . ένας άνθρωπος που δεν θα αλλάξει ποτέ. . . γελάει με τις Ιταλικές Κωμωδίες και ακούει κάποιον κωλόγερο που τον λένε Tom Waits και άλλους πολλούς πεθαμένους μουσικούς. . . το κακό είναι ότι βάζει και όσους είναι δίπλα του να βλέπουν και ν΄ ακούνε αυτά τα πράγματα. . . δεν του αρέσει να μην τον ακούνε - τότε γίνεται επιθετικός και τον ακούς θες δεν θες . . δεν τον ενδιαφέρει αν συμφωνείς μαζί του, αρκεί να να μην κάνεις φασαρία. . . του χρωστάω 88 ευρώ. . . σας το έχει πει; θα του τα δώσω κάποτε. . . αν πεθάνει θα τα δώσω σε κάποιον Βότση. . . έναν φίλο του. . . ναι . . έχει φίλους. . . και φίλες. . . τον αγαπάνε, λέει. . . αλλά όχι για πολύ ώρα. . . Σωστά. . . δεν μπορείς να τρως συνέχεια το ίδιο φαγητό. . . ο Σκορδάς δεν καμαρώνει σχεδόν για τίποτα δικό του. . . αυτό μου άρεσε πάνω του. . . και ότι πάντα πλήρωνε ό,τι πίναμε. . . δούλευε ένα καλοκαίρι και όλα του τα λεφτά τα ήπιε μαζί μου. . . Αλήθεια!!! δεν πάει πια στα κάστρα. . . λόγω βάρους; λόγω διάθεσης; δεν ξέρω. . . εκεί τον στρίμωξα ένα βράδυ. . . και ήρθανε και άλλα βράδια. . . πιο πολύ όμως ερχόταν το ξημέρωμα και έβλεπα καθαρά με τι είχα να κάνω. . . εκείνος περίμενε το βράδυ για να μην βλέπει ό,τι είχε απέναντι του αλλά ό,τι ήθελε να βλέπει. . . είναι αστείος. . . μου έχει κάνει δυο ή τρεις προτάσεις γάμου. . . μου έχει γράψει εκατοντάδες κείμενα. . . κάποια τα έσκισα γιατι έλεγε μαλακίες. . . η φαντασία που σας είπα πριν. . . - ο Σκορδάς πιστεύω θα πεθάνει. . . όπως και εσείς. . .


  
   Χιουμοράκι;
  Ωραίο για πρόλογος. (Μια καλή κυρία μου είχε προτείνει, όταν βγάλω βιβλίο, να μου γράψει πρόλογο, κόσμημα πριν τα δικά μου. . . Της είπα ότι δεν έχω πεθάνει ακόμα και εκείνη γέλασε).
 Έχω μέσα μου ένα κάρο με πατικωμένες ιστορίες και το σέρνω από δω και από εκεί και το φορτώνω συνέχεια. . . Τίποτα για πέταμα. (Είχα βρεί, πριν λίγα χρόνια, δίπλα από ένα κάδο στην Αρμενοπούλου, πεταμένο, το Μην πετάξεις τίποτα, του Σαββόπουλου.) Όλα μπερδεύονται. Μάπες, λογάκια που κυλάνε, μεθύσια που δεν βγήκε σχεδόν τίποτα της προκοπής, κλάματα κάτω από μπαλκόνια, κάτι γυναίκες ανίκητες, όλες κάτω από 1,65. Μεροκάματα να γελάει ο κόσμος. Μόνο φέρετρο δεν έχω σηκώσει.

 Πάνω σε όποια γκρίνια ή κακομοιριά δεν καμαρώνω, τα αφήνω όλα να περνάνε από πάνω μου.
 Ό,τι και να γίνει θα ζήσουμε.

  Όλα περνάνε απο μια λοξή ματιά, είτε πιώ, είτε δεν έχω να πιώ. Τα φιλτράρω και ό,τι δεν καταλάβαινω το αφήνω να ζήσει, ελπίζοντας οτι και αυτό θα κάνει το ίδιο.

  Παρέλαση όλα και όλοι μπροστά μου. 
  Μες στην επανάληψη και την βλακεία.
  Ο πατέρας να τα βάζει με την πραγματικότητα και όλο τον κόσμο να τον κάνει ό,τι θέλει. Αυτοσχεδιάζει κάπου σαράντα χρόνια. - Τα πρώτα πενήντα χρόνια είναι δύσκολα. Ο πατέρας να μπαίνει μπροστά και να κοπανάει κόσμο, κάτι σαδιστές, κάτι λεχάρια που βρήκανε πλάσματα αδύναμα να παίξουν. - Τι τον πειράζεις ρε αρχίδι; Το χριστό σου. . . και δως του ξύλο. Δεν προλάβαιναν να πούνε εκείνο το χαζό - Και εσύ τι είσαι; Δικηγόρος του; 
  Ο Βότσης στη Ναβαρίνου ένω τα έντερα μου καίγονται και εγώ ουρλιάζω, βάζει ώμο και με κρατάει να με πάει προς την πιάτσα με τα ταξί. - Είσαι καλά; Ο Βότσης να μου λέει ότι ο χρόνος είναι μια πλάνη και εγώ - Τράβα ρε να πληρωθείς το βδομαδιάτικο και ο καριόλης να σου πει ο χρόνος είναι μια πλάνη, πάρε τα μισά. . . και εκείνος να γελάει. Μια ήρεμη αυτοκρατορία με πολλούς κόσμους μέσα του.
  Η άλλη από πάνω, με τον πρόλογο, να παίζει μαζί μου ένα γύρω γύρω όλοι, σκοτώστε τον καριόλη και να έχει το πιο ωραίο γέλιο που άκουσα ποτέ.Η πρώτη γυναίκα που μου έριξε μια ματιά και μετά γαμήθηκε το σύμπαν. Δεν ήταν δείγμα δωρεάν, δεν ήταν κακός άνθρωπος. . . Λίγο αλλοπρόσαλη και όταν έπινε ηρεμούσε και μ΄ έλεγε - Σκορδά. . . πάμε μέσα; με τσιγάρο στο στόμα, το κινητό στο λάστιχο της κιλότας και την πονηριά βιδωμένη στο κεφάλι. Η υγεία σου είναι ανέκδοτο, Σκορδά. . . Και το τελευταίο κάζο που μου έκανες θα το πληρώσεις.
- Αϊ μωρή σαύρα από δω.

Η Γρέκα Γκάρμπο - Ο Βασιλάκης, όταν βγαίνουμε σταμάταει σε κάθε περίπτερο και παίρνει μια μπύρα. Μέχρι το επόμενο την έχει πιεί και παίρνει άλλη. Η Γρέκα Γκάρμπο ή Debbie Tourbo, όμορφη μες στα μοβ της, στις εξισώσεις που της αρέσουν και στις λέξεις που της βγαίνουν σαν πλημμύρα. Σαν ένα μικρό παιδί χαζεύει από ψηλά τον κόσμο και αλίμονο όπου προσγειωθεί. Δίπλα της ο Σαββίνκοφ από τα Άγρια Δυτικά, τα δικά μας. Πλακώνει ήχους, βουτάει την κιθάρα του και σιάχνει, και σκάβει και βρίσκει από το τίποτα ομορφιές. Τον είχα δει στο στούντιο των Chinese Basement, να είναι ένα με την κιθάρα, να βγάζει μελωδίες, να πλέκει με αυτές. Τώρα ετοιμάζει βιβλίο με ιστορίες. Το περιμένω.
 Ο ξεναγός Γ.Φ. που τον είδα χθες. Κάθε φορά που τον βλέπω, μεθυσμένος συνήθως, κάνω όποια βλακεία υπάρχει. Όποια βλακεία υπάρχει. Εκείνος από άλλους κόσμους. Έκεινός όμορφος. Θα μπορούσε να σιάξει μιούζικαλ την Δίκη των Έξι. Ένα βράδι γυρίσαμε με ταξί, τον κύριο Χριστιανόπουλο σπίτι του, κάπου χαμηλά στις Σαράντα Εκκλησιες. Τον έκανα να γελάσει τον κύριο Χ. και χάρηκα γιατί από όσες συνεντεύξεις του είχα δει, δεν είχα ακούσει το γέλιο του.

  Η Έλενα από την Κύπρο. Μια δεκαετία κοντά φίλοι. Κιουμπρίκενα ή Φελίνα. Βουτάει λέξεις μου και τις βάζει όμορφα πλάι στις δικές της. Μου κάνει καφέ όταν σέρνομαι για να συνέλθω και όταν παραφέρομαι - επανάληψη στην βλακεία, είπαμε - δεν με μαλώνει εκείνη την στιγμή αλλά μετά. . . Παίζει με τα πλάνα και όταν το αίμα της ανεβαίνει στο κεφάλι - ένα πενήντα οχτώ, σιγά την απόσταση - μιλάει καθαρά κυπριακά. Τώρα και επιχειρηματίας πλάι στην αρχαία ρωμαϊκη αγορά, που στο τσακ τότε γλύτωσε το τσιμέντο. 
  ο κόσμος να κάει την ιστορία του θα την πει. . . Επιστρέφω ο χαζός, πιο νηφάλιος από ποτέ και τραγουδάω. . . Και μπαίνει μέσα και δεν κρατάει τίποτα. . . ΤΙΠΟΤΑ. . . Τι να κρατήσει;  Έχει καρδιά. . . Είναι καρδιά. . . Κι όλα τα άλλα ωράρια και λογαριασμοί. . .
Του χρωστάω ένα ποίημα που να του μοιάζει.
Καβλιάρικο, ορεξάτο, χαμογελαστό και λίγο καθαρματάκι.
Ο Ντίνος.

Ο Μπουργκ Γκαζάν από το Περιστέρι. Φίλος από τα χακί. Από τους δυο, τρεις ανθρώπους που γνώρισα εκεί. Στην πύλη του στρατοπέδου έτοιμος να φύγει με άδεια για το σπίτι  του. Εκεί, τυπικά του ψάχνουν τους σάκους. Βρίσκουν ένα φάκελο και ρωτάνε 

- Τι είναι αυτό;
- Ποιήματα.
- Γράφεις ποιήματα;
- Δεν είναι δικά μου. . . Είναι του Σκόρδου.
- Γράφει αυτός ο μαλάκας ποιήματα;

  Σημείωνει. Μόνο σημειώνει, σε αυτό το προπωλημένο παιχνίδι που δεν τέλειωσε ακόμα.

Η Μαρία.
Η Μαρία και ας αρχίσει η μουσική.
Η Μαρία με πάθος.
Η Μαρία κι όλα από πιο κοντά.
Η Μαρία, η χαρά μου.
Ό,τι και να γίνει.




 Προχωράω - κατρακύλα - παρακάτω. 
 Έρχονται και άλλοι.
 Τους περιμένω.
  

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

06:49


  Μετά οχτώ χρόνια τηλεφωνεί να μου πει ότι τώρα το κατάλαβε το αστείο αλλά γυμνή δεν θα την ξαναδώ. . . 'Εστω να γδύνεται για να ντυθεί η για να πλύνει τα πιάτα που δεν μου πέταξε. Δεν γδύνομαι για την χαμαλαρία. . . Δεν θέλω να σε ξαναδώ, που να ξεράσεις όλα τα μέσα σου μπροστά μου. 

- Δεν γδύνεσαι για την χαμαλαρία; Έχω φίλο Ντίνο. . .
- Λογοπαίγνια. . . Η κατάντια της κωμωδίας.
- Εγώ σου το είχα πει αυτό.

 Το έκλεισε.
 Κρίμα. Κι εγώ από αλλού το είχα ακούσει.

 Μα ήτανε και οι Ρούσκι μες στο 19, με ένα τεράστιο μπουκάλι ρετσίνα. Ο ένας κομμάτιας έκατσε δίπλα μου, ο άλλος, λίγοτερο κομμάτιας όρθιος δίπλα του να τον προσέχει. Και μιλούσαν, μιλούσαν,μιλούσαν στην γλώσσα τους κι έγω με το Σόλο του Φίγκαρω στα χέρια. . . Κάποια στιγμή είπανε κάτι για τον Charlie Chaplin. . .

- Σαρλό; τους ρώτησα.
- Ξέρεις. . . Ξέρεις ρώσικα; με ρώτησε ο λιγότερο κομμάτιας. . .
- Ξέρω τον Σαρλό.

 Τότε ο πιο κομμάτιας μου βουτάει τα βιβλίο και το ξεφυλλίζει.

 - Εντώ, εντώ. . . Εντώ είν' όλα. . . 

 Είχανε όμως φτάσει στην στάση τους και ο λιγότερο κομμάτιας, σαν άγγελος να προσέχει τον άλλο, πήρε το βιβλίο, μου το έδωσε, πετώντας ένα καληνυχτά, και σήκωσε τον άλλο να φύγουνε.

  Λίγες ώρες πιο πριν σήκωσα μια σκούπα, την έδειξα σε μια καλή γυναίκα, και της είπα - Γιατί δεν την καβαλάς να πας σπίτι σου; 
  Λίγο πιο μετά μου είπε οκλαδόν καθισμένη - Κάποιες φορές θέλω να σε αγκαλιάσω, άλλες να σου σπάσω το κεφάλι.
  Όλοι στο δικό τους τσουβάλι.
  Μουρλές και Παρανοικοί.
  Χεράκι, χεράκι και που και που ομορφιές.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Β.Θ.



  Το μεροκάματο καλό, να ΄ρθεις. . . Θα παρκαρουμε στην Μητροπόλεως και θα ανεβάσουμε τα ξύλα πάνω. . . Μια βιβλιοθήκη είναι και τα ντουλάπια της κουζίνας. . . 
 Ο πατέρας μπροστά. . . Ο πατέρας κοροιδεύει τα πάντα. Ο πατέρας τα βρίσκει με όλους.
 Σήκωνω όλα τα ξύλα και τα αφήνω στην είσοδο.
 
 Πατάει το κουδούνι.
 Το επίθετο μου θυμίζει κάτι. . . Ανεβαίνουμε. . . Καμπουριαστή  η γριά μας ανοίγει και χαιρετά. . . 
 Να σας κάνω καφεδάκι;  
 Ωραίο σπίτι, περιποιημένο. . . Γεμάτο πίνακες και βιβλία. . .
 Ένω φτιάχνει τους καφέδες, ανεβάζω τα ξύλα πάνω και ο πατέρας ξυλώνει τα παλιά ντουλάπια. . .
Θα τα κατεβάσουμε μετά κάτω.
Ανέβάζω τα ξύλα και τα αφήνω στην σειρά, ο πατέρας χαμογελά. . . 
Με τρώει και ρωτάω την γριά - Έχετε κάποια σχέση με τον ποιητή Θ.;

 - Άντρας μου ήταν. . . Τον ξέρεις;
 - Ναι.

 Χαμογελάει.

 Ο άντρας της ήταν ποιητής, της γενιάς του Αναγνωστάκη. Είχα διαβάσει κάποια δικά του, μικρά, που μου άρεσαν.

  Συνεχίζω να ανεβάζω τα ξύλα. Η γριά λέει στον πατέρα μου - Φαίνεται καλό παιδί ο γιος σου. . .
 -Είναι όταν θέλει, κυρά Βούλα. . . Αλλά δεν μου λες. . . Το ρετιρέ αυτό, από τα ποιήματα το πήρατε;
 - Όχι βρε. . . Δικηγόρος ήταν.
 - Α. . . και κοιτάει εμένα με νόημα.

  Αφού πίνουμε τον καφέ, η κυρά Βούλα μου ζητάει να καθαρίσω κάποια βιβλία και να τα βάλω στην σειρά. . . Νιώθω λίγο σαν βιβλιοθηκάριος, αποθηκάριος πολυτελείας δηλαδή. . . Διακόσια και κάτι βιβλία, τα κατεβάζω σαν παναγίες πριν κοινωνήσω. . .   Το πολιτικό ημερολόγιο του Σεφεριάδη - εκείνου που τον γοήτευε η απλή,η παλιά λαϊκή γλώσσα  - ΄΄Λυσσέα για έλα, κι αν δεν έρθεις στον μπούτζο μου, κι αν έρθεις στον μπούτζο μου΄΄ - τα τούβλα τα αναπόφευκτα του Ρίτσου, οι Βάκχες σερβιρισμένες από τον Γιώργο Χειμωνά, αστυνομικές επιθεωρήσεις της λογοτεχνίας, μελέτες για ζωγράφους και μπογιατζήδες, μπακαλοτεφτέρια για το ΚΚΕ, αναμνήσεις του Ν. Χριστιανόπουλου στα μαλακισμένα χακί και άλλοι Θεσσαλονικείς μεταπολεμικοί, η Λευκή Φρουρά του Μπουλγκάκοφ και και και και. . . Τα καθαρίζω και τα τακτοποίω ανά είδος

  Ο πατέρας παρατάει την κουζίνα και έρχεται μες το δωμάτιο που παλεύω με τα βιβλία. . . Με φτύνει μη με βασκάνει και λέει ΄΄Για αυτές τις δουλειές είσαι. . .΄΄

   Έχουμε τελειώσει, όλα τσίλικα μοιάζουν και βγάζει τα λεφτά να μας πληρώσει. . .Εμένα μου δίνει ένα εικοσάρικο εξτρά και μου λέει ότι την επόμενη φορά, θα μπορώ να πάρω ό,τι βιβλιο θέλω. . .

 Πριν φύγουμε μας σερβίρει ουζάκι και μεζέ΄ σαλαμάκι, κασέρι, αγγουροντομάτα, πιπερίτσες τουρσί .

 Μας λέει πολλά, φαίνεται ότι η μοναξιά την τρώει και θέλει να μιλησει. . .
 - Κάπνιζε πολύ ο άντρας μου. . . Στην εξορία που ήταν, μόνο τσιγάρα ζητούσε να του στείλουν. . .

 Την χαιρετάμε και φεύγουμε. 

 Ο πατέρας μου λέει - Θα βγεί πολύ δουλεία από αυτό το σπίτι. . . Θα ρθείς την επόμενη φορά;

 - Ναι.