Στην Γιουδήθ Μπαχτσέ που ήρθε μπροστά μου μια μέρα, σαν σήμερα.
Παρακάτω η συναυλία και ένα φεγγάρι ΝΑ από πάνω, πρησμένο.
Τηλέφωνο στη Θεσσάλονική.
- Έβγα έξω να δεις το φεγγάρι
- Ρε μαλάκα σε ταινία παίζουμε;
- Έλα ντε λέω και το κλείνει. . .
Τηλέφωνο στη Θεσσάλονική.
- Έβγα έξω να δεις το φεγγάρι
- Ρε μαλάκα σε ταινία παίζουμε;
- Έλα ντε λέω και το κλείνει. . .
Καμιά τετρακοσιαριά άτομα στο Κηποθέατρο Πρεβέζης και κουτάκια μπύρας παντού. Μια φρουρά με μπλούζες RAMONES και Rotting Christ χεσμένη απ΄ τα γέλια, έπινε χύμα κρασί. Αυτοί είναι, σκέφτομαι, με αυτούς θα το πάμε χέρι χέρι απόψε. Τρέχω αγοράζω τσιγάρα για αυτούς και μπύρες από το βαρέλι με το πάγο. Τους πλευρίζω διακριτικά. τα τσιγάρα πρώτη ποιότητα και αυτοί φαίνονται μερακλήδες, Με δέχονται με χαμόγελο, δεν σκάω τσόντα, διακριτικός πάντα. Συζητάνε. Τους ακούω. Δεν μιλάω. Είναι καλά παιδιά. Δεν πρέπει να πω πολλά.
Οι Επισκέπτες με τον Αγγελάκα στήνουν φώτα και όργανα.
Η συναυλία ξεκινάει. Ο κόσμος χορεύει. Δεν χοροπηδάει. Χορεύει. Σε κάποια χτυπιέται, σε άλλα πάει πέρα δώθε, σαν βαλς. Ρίχνουν λουλούδια κάτω και πυρσούς και χοροπηδάνε. . . Μια κοπέλα, ενάμιση μέτρο δίπλα μου, βγάζει από την τσάντα μια μπουκάλα κονιάκ, πιο μεγάλη από εκείνη μου μοιάζει και τραβάει μια γερή γουλιά. . . Την κοιτάω σαν χαζός, με παίρνει χαμπάρι και μου λέει - Θες; Της δείχνω την μπύρα και τσουγκρίζουμε. . . Ένας κύριος με γένια, ψηλός, σαν καλαμάκι - τον πήρα είδηση στην αρχή, κουστουμαρισμένο μες στην ζέστη - έχει πετάξει σακάκι και γραβάτα και χορεύει πλάι στον Αγγελάκα. . . Δώδεκα, δεκατέσσερα άτομα - πόσοι είναι; - μας χαρίζουν τόση ένταση και μελωδία. Και απο κάτω όλοι - όχι τσούρμο - αλλά ταγμένοι όμορφα, να ακούσουν, να μοιραστούν. . .
Τελειώνει η συναυλία. Τραβάω στην πιο κοντινή αμμουδιά με τις σταμπαρισμένες μπλούζες. Λέω κάτι που μοιάζει με αστείο και εκείνη γελάνε. Καθόμαστε οκλαδόν σαν Ινδιάνοι. Δεν ανάβουμε φωτιές. Το Dust in the Wind δεν ακούγεται. . . Υπάρχει μια κιθάρα. Ακούγεται κάτι σαν Σιδηρόπουλος και πρέπει να είναι το ΄΄ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΑΣΤΕ ΕΣΕΙΣ΄΄. Άμα είχα ένα όπλο θα σημάδευα τα αστέρια λέω στην Αφροδίτη - μια Αφροδίτη που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - Σημάδεψε τα κουτάκια και αυτά με αστέρια μοιάζουν μου λέει και ξαπλώνει τα στρέμματα της στην άμμο. Σκέφτομαι να την βάλω σε ένα ποίημα,γυμνή να κοπανιέται πάνω σε κανέναν αθληταρά τραμπούκο ή σε κανέναν ευαίσθητο ελαιοχρωματιστή αλλά πιθανόν να το κάνει και μόνη της. Οι άλλοι πιάνουν μια φιλολογική συζήτηση ΄΄ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΥΣΤΗΔΕΣ ΠΟΥ ΛΕΝ ΠΟΥ ΘΑ ΓΥΡΟΦΕΡΝΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ;΄΄. Τι καλά παιδιά. Είπαμε, δεν μιλάω. Η Αλεξάνδρα - μια Αλεξάνδρα που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - κατεβάζει τις μπύρες με ταχύτητα υπερηχητική. Αποκλείεται να την φτάσω. Άνοίγω μια μπύρα και τρίβομαι πάνω της. Τραβιέται και πετάει ένα ΔΕΝ ΠΑΣ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙΣ. . . Άποτελειώνω την μπύρα μου με μια γουλιά, βγάζω τα παπούτσια μου και βουτάω στην Θάλασσα. Οι άλλοι δεν μου δίνουν σημασία. Διακριτικά, καλοπροαίρετα πλάσματα. Άραγε τα καθίκια που κρύφτηκαν εκείνο το βράδυ; Βγαίνω έξω. Στάζοντας. Χαιρετάω τα παιδιά. Με γνωρίζουν, με θυμούνται, και με χαιρετάνε μες την σούρα τους. - Του είπα να πνιγεί και πήγε, λέει η χαμουρίτσα στην διπλανή της και απο πάνω τους εγώ - Ακούω τα πάντα. . Τα ακούω όλα κοπελιές. . . Κι άλλοι πήγανε να πνιγούν εδώ. . . Και φεύγω στάζοντας.
Τελειώνει η συναυλία. Τραβάω στην πιο κοντινή αμμουδιά με τις σταμπαρισμένες μπλούζες. Λέω κάτι που μοιάζει με αστείο και εκείνη γελάνε. Καθόμαστε οκλαδόν σαν Ινδιάνοι. Δεν ανάβουμε φωτιές. Το Dust in the Wind δεν ακούγεται. . . Υπάρχει μια κιθάρα. Ακούγεται κάτι σαν Σιδηρόπουλος και πρέπει να είναι το ΄΄ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΑΣΤΕ ΕΣΕΙΣ΄΄. Άμα είχα ένα όπλο θα σημάδευα τα αστέρια λέω στην Αφροδίτη - μια Αφροδίτη που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - Σημάδεψε τα κουτάκια και αυτά με αστέρια μοιάζουν μου λέει και ξαπλώνει τα στρέμματα της στην άμμο. Σκέφτομαι να την βάλω σε ένα ποίημα,γυμνή να κοπανιέται πάνω σε κανέναν αθληταρά τραμπούκο ή σε κανέναν ευαίσθητο ελαιοχρωματιστή αλλά πιθανόν να το κάνει και μόνη της. Οι άλλοι πιάνουν μια φιλολογική συζήτηση ΄΄ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΥΣΤΗΔΕΣ ΠΟΥ ΛΕΝ ΠΟΥ ΘΑ ΓΥΡΟΦΕΡΝΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ;΄΄. Τι καλά παιδιά. Είπαμε, δεν μιλάω. Η Αλεξάνδρα - μια Αλεξάνδρα που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - κατεβάζει τις μπύρες με ταχύτητα υπερηχητική. Αποκλείεται να την φτάσω. Άνοίγω μια μπύρα και τρίβομαι πάνω της. Τραβιέται και πετάει ένα ΔΕΝ ΠΑΣ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙΣ. . . Άποτελειώνω την μπύρα μου με μια γουλιά, βγάζω τα παπούτσια μου και βουτάω στην Θάλασσα. Οι άλλοι δεν μου δίνουν σημασία. Διακριτικά, καλοπροαίρετα πλάσματα. Άραγε τα καθίκια που κρύφτηκαν εκείνο το βράδυ; Βγαίνω έξω. Στάζοντας. Χαιρετάω τα παιδιά. Με γνωρίζουν, με θυμούνται, και με χαιρετάνε μες την σούρα τους. - Του είπα να πνιγεί και πήγε, λέει η χαμουρίτσα στην διπλανή της και απο πάνω τους εγώ - Ακούω τα πάντα. . Τα ακούω όλα κοπελιές. . . Κι άλλοι πήγανε να πνιγούν εδώ. . . Και φεύγω στάζοντας.
Τραβάω κατά ΄κει που ο ποιητής είπε να κλείσει τα τεφτέρια. Παίρνω μια μπύρα για αυτόν και μια για ΄μένα. - Θες; Ο Ποιητής δεν θέλει και την πίνω εγώ. Δεν είναι ακατάδεκτος, είναι καλός. Δεν ήξερε όμως καλό σημάδι. για αυτό με το αριστερό του χέρι σημάδεψε την καρδιά του και το δεξί τράβηξε την σκανδάλη.
Μόνος. Σε ένα μεγαλοχώρι μιας μικρόψυχης χώρας όταν δεν κάνει μεγάλα - πρησμένα μετά - πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου