απο αριστερά προς δεξια : Elli, Valli , Ottla
Θέλω να γράψω, με ένα διαρκές τρεμούλιασμα στο μέτωπο. Κάθομαι στο δωμάτιο μου, στο γενικό επιτελείο του θορύβου ολόκληρου του σπιτιού. Ακούω όλες τις πόρτες να χτυπούν, μόνο ο θόρυβος τους με γλιτώνει από τα βήματα αυτών που τρέχουν ανάμεσα τους, ακόμα και από το χτύπο του φούρνου που κλείνει στην κουζίνα ακούω. Ο πατέρας γκρεμίζει τις πόρτες του δωματίου και περνάει σέρνοντας πίσω του την νυχτικιά του, κάποιος ξύνει την στάχτη από την σόμπα στο διπλανό δωμάτιο, η Βάλι ρωτάει στο κενό, μέσα από τον προθάλαμο, σαν να φωνάζει σε ένα παριζιάνικο σοκάκι, αν το καπέλο του πατέρα έχει καθαριστεί, ένα σσσσστ, υποτίθεται φιλικό για μένα, ξεσηκώνει τις κραυγές μιας φωνής που απαντάει. Η πόρτα της εισόδου ξεσυρτώνεται και τρίζει σαν λαιμός με βρογχίτιδα, ύστερα ανοίγει περισσότερο, ακούγεται το σύντομο τραγούδισμα μιας γυναικείας φωνής, και κλείνει με μια υπόκωφη αντρίκεια σπρωξιά που έχει τον πιο βίαιο αντίκτυπο στ΄ αυτί πατέρας έχει φύγει, τώρα αρχίζει ο απαλότερος, πιο αφηρημένος και πιο απελπιστικός θόρυβος, οι φωνές δυο καναρινιών. Ήδη πρωτύτερα το σκεφτόμουν, μου ξανάρθε όμως η ιδέα ακούγοντας τα καναρίνι, αν δεν θα επρέπε ν΄ ανοίξω τις πόρτες μια μικρή χαραμάδα, να συρθώ σαν φίδι στο διπλανό δωμάτιο και έτσι, στο πάτωμα, να ικετέψω τις αδερφές μου και την δεσποινίδα τους για λίγη ησυχία.
Φράντς Κάφκα, Ημερολόγια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου