στον Brian Rivera
Ωραία ατμόσφαιρα, ωραία μουσική, πρόσωπα ευχαριστημένα, σώματα στημένα σαν τραπεζάκια γεμάτα ποτήρια και γλυκά. . . Κάποιος προσπαθεί να κρεμαστεί από τον πολυέλαιο μα δεν έχει σκοινί και νιώθει μόνος. . . Μια κοπέλα πεταμένη μπρούμητα στον καναπέ, δεν μπορεί να γυρίσει ανάσκελα. . . Έχει 16 μαχαιριές στην πλάτη, ένα ηλίθιο να την περιμένει, έναν ηλίθιο να την γαμάει και ένα νεκρό να την κάνει να γελάει. Oι θεοί είναι μαζί της όταν γδύνεται. . .
Παραδίπλα συζητούν για το μέλλον. Τους λέω, μια και συζητούν για το μέλλον, να πάει ένας να πάρει μπύρες για όπου να ΄ναι θα τελειώσουν.
΄΄Μιλάμε για την ζωή μας. . . μην μας ενοχλείς΄΄ λένε όλοι μαζί. . . Κτητικά κτήνη. . . Άκου ΄΄ζωή μας΄΄. Όλα δικά τους τα θέλουν και μετά κλαίγονται που πήρανε αρχίδια σκαλιστά. Άλλοι που δεν θέλουν τίποτα και τα παίρνουν όλα πεθαίνουν νέοι και τα καθίκια στέλνουν συλλυπητήρια.
Ένα πιτσιρίκι με το ΚΕΦΑΛΑΙΟ στην μασχάλη με χαζεύει και γελάει με το γένι μου. . .
΄΄Πως είσαι έτσι;΄΄. Τον πιάνω από τον ώμο, όπως κάνουν οι σύντροφοι στις ταινίες, του λέω
΄΄Ακολουθώ την τακτική του Λένιν. . .΄΄. Παγώνει.
΄΄Ποια τακτική είχε ο Βλαδίμηρος;΄΄. ΄΄Όταν η πεθερά του, του έσπαγε τα αρχίδια, για να μην την αρχίσει στις γρήγορες, τραβούσε το γένι του και ηρεμούσε.΄΄ Τον έχω κάνει αφίσα και βγαίνω στο μπαλκόνι. Εκεί υπάρχει ψυχαγωγία. Κεφαλοκλειδώματα, ανοιγμένα στόματα, γλώσσες σαν πινέλα, πάνω κάτω, χέρια σαν πλοκάμια. . .
Με παίρνουν χαμπάρι. Ένας πιο ατσούμπαλος από ΄μενα γυρίζει και μου λέει
΄΄Δεν είχαμε βάλει στοίχημα ένα βράδι ότι αν δεν σου τηλεφωνήσει εκείνη η τρελή θα πέσεις από το μπαλκόνι;΄΄.
΄΄Ναι, το θυμάμαι. . . ήταν εκείνο το βράδι που βάλαμε στοίχημα αν θα ρίξεις αυτή την λέπρα δίπλα σου. . .΄΄. Η Λέπρα του ρίχνει μια γονατιά στα αρχίδια και φεύγει. Αυτός διπλώνεται και βογγάει.
΄΄Αααα. . .Μαλάκα. . .ωωχ. . . Μαλάκα. . . .΄΄. Φεύγω και εγώ με την Λέπρα. Έτσι είναι. . . Άμα σου λένε μαλακίες, απαντάς με μια καλύτερη μαλακία.
Μέσα στο σπίτι η ατμόσφαιρα δεν έχει αλλάξει. Πάω να ανάψω ένα τσιγάρο. Την στιγμή που σηκώνω το αναμμένο σπίρτο, μια φιλάρεσκη μαϊμού που έχει αγαπηθεί με όλη την πόλη εκτός από εμένα, χώνει την μούρη της στην μούρη μου. Η φλόγα της καίει λίγο την φαβορίτα. Τρέχει στην κουζίνα . Επιστρέφει με ένα ποτήρι νερό και με μπουγελώνει. ΄
΄Συνήθως καίω καρδιές, όχι φαβορίτες. . . συγνώμη. . . ΄΄. Κοκκινίζει, με λέει αδερφή. . .
΄΄Με καμία κυβέρνηση. . . οι αδερφές έχουν γούστο. . .΄΄ της λέω. Φεύγει.
Τρίχες. . . σκέφτομαι. Όπως και εκείνη. Μάλλον.