Άφησα τα πράγματα στην θέση μου. . . Μόνο βιβλία και δυο κομμάτια γλυκό πέρα από τις δυο αλλαξιές είχε η μικρή βαλίτσα μου. Είδα κάτι φαντάρους ζαβλακωμένους να ψάχνουν τις θέσεις τους. Έβγαλα δυο μπύρες και τους έδωσα. Με ευχαρίστησαν. Ζήτησαν τσιγάρο. Τους έδωσα. Με ευχαρίστησαν. Με ρώτησαν τι ειδικότητα είχα στον στρατό. - Διαβιβαστής. . . Τους ασυρμάτους όμως τους είδα όταν τους κουβάλησα, στην μεταστάθμευση. . . Γέλασαν και πήγαν στις θέσεις τους. Πήγαινα πάνω κάτω στον διάδρομο. Είδα ένα καβγά που δεν έβγαλα νόημα για το γιατί. Δυο τύποι φωνάζανε και βρίζανε ο ένας τον άλλον σε μια γλώσσα που δεν την ήξερα. Παρόλα αυτά δεν πιάστηκαν στα χέρια. Αγόρασα μια μπύρα από το κυλικείο του τρένου.Θα πρέπει να άφησα μια ράβδο χρυσού εκεί ή το δεξί μου νεφρό. Πανάκριβες αλλά τίποτα δεν είχε - έχει; - σημασία. Γύρισα στην θέση μου και κοιμήθηκα αμέσως.
Ένας κύριος με ξύπνησε το πρωί, όταν φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη. Μου είπε ότι ήμουν γαμάτος την προηγούμενη βραδιά. Τέτοια μπέκρα με καθαρότητα λόγου δεν είχε ξαναδεί. . . Τι επιχειρήματα. . Τι ανάλυση. . . Και εκείνη η ιστορία με τον Βάρναλη και τον νεαρό ποιητή ή ότι Νίτσε έμοιαζε φυσιογνωμικά με τον Παλαμά αλλά και οι δυο θέλανε ξύρισμα. . .
Δεν θυμόμουν τίποτα. Μου είπε ότι του έδωσα και χειρόγραφα από το Τροχιά στον Αγύριστο. Με ευχαρίστησε για την τιμή, τον ευχαρίστησα που με ξύπνησε. Μια κυρία με την κόρη της με ευχαρίστησαν για τα γλυκά. Η μάνα για τα γλυκά, η κόρη για την μπύρα. Ευχαριστίες με το κιλό. Δεν θυμόμουν τίποτα και αυτοί οι άνθρωποι ήταν τόσο καλοί.
Κατέβηκα από το τρένο και γύρισα στο σπίτι με αργές κινήσεις. Έφτασα. . .
8/9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου