ακούω γκαρίδες και τρελαίνομαι
κρεμανταλάδες απλώνουν τα χέρια τους πάνω από το νεκρό ποίημα
ο ποιητής γελοίος μέσα σε κάποια βραβευμένη πλάνη δεν τους διώχνει
τους αφήνει να σκουπίζουν τα πόδια τους πάνω στο νεκρό ποίημα
ελπίζοντας από κάποιο αξύριστο ή ακέφαλο συνθέτη να το αναστήσει.
.....
σε ένα λιβάδι ναρκωτικά βοσκάω
φτιαγμένος με κάτι που πουλιέται μέρα μεσημέρι
στην τρύπια καρδιά της πόλης
ο ήλιος να κάνει ότι δεν βλέπει
εκείνη την κοπέλα με τα περίεργα σχέδια στα χέρια
τις φλέβες της να βράζουν.
.....
σέρνομαι και παραληρώ
προσπαθώ να πείσω την ομορφιά
να τραγουδήσει ένα τραγούδι πονεμένο
όμως εκείνη με φτύνει
και τρέχει τρομαγμένη
προς κάποιο προβολέα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου