πέταξα τις μάσκες στο πηγάδι με τα χρώματα
δεν χρειαζόμουν τα λόγια για να κρατηθώ
νέος πάλι,ακούς,νέος
και τα ξημερώματα καθόλου απειλητικά
τα ρούχα μου ξεθώριασαν και άρχισαν να χρυσίζουν
χαμόγελα στα δέντρα και ένα χέρι
να μου τάζει ταξίδι
η υπέροχη του αδυνάτου
ο θάνατος του θανάτου
ανέμελος περιφρονώ το κέρασμα του
ποια προσευχή χωράει τόση ομορφιά;
με ποια κλωστή δένεται σε ένα δάκρυ η χαρά;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου