Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

5:11

  Βαράνε τα όργανα λες και ζητάνε ομολογία από εκείνα  / και εκείνη θυμάται τον εκάστοτε παπαρίδη που την πλήγωσε /  όπως τα παιδιά αυτών που άφησαν χρέη για κληρονομιά και μια φωτογραφία με την γλώσσα απ΄ έξω.

   Στο Χαλάνδρι, στην Ζωοδόχου Πηγής / η γκρίνια και ο μπεκρής / τραγουδούσανε το πολλαπλό σου είδωλο / και όλα μοιάζανε με επιδόματα νόμιμα / με σφραγίδα πυρωμένη / με ειρωνεία / με ντροπή που - μαλάκα - θα ξεχαστεί.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Στον Β.Κ.

 

    Ιστορίες που δεν πέθανε κανείς από ιατρικό λάθος - ένεκα η απεργία και ιστορίες με πολλά χρέη και ευχαριστίες.

    Όταν τελειώνει ο κάθε χρόνος, δεν γίνεται απολογισμός, ούτε προϋπολογισμός - που έχασα, που θα ορμήξω, τι δεν βούτηξα. Τίποτα από αυτά. . .  Δεν μετράω τι έχασα - μόνο χαζεύω τι έμεινε δίπλα μου μαζί με τα άλλα που έχουν βιδωθεί στο χώμα - όλα τα υπόλοιπα, απομνημονεύματα καρμίρικα και υποθέσεις κινηματογραφικές - ταινία με είσοδο δωρεάν και χαμόγελα χωρίς την θέα θυμάτων.

Να.

   Προχθές, μια μέρα άυπνος και γυαλιστερός, ξεκίνησα για τον Βόλο. Εκεί δεν είδα την οδό Γεωργίας Διάκου αλλά πέρασα από την οδό Γραβιάς που ένα βράδυ μια ωραία τριάδα ξεδίπλωνε έργα ποιητών - παλιότερων κάπως, από εσένα - μπροστά σε κάμποσα άτομα, ενώ εγώ επίνα την μπύρα μου και χάζευα την Δέσπω ενώ πετούσα ανεκδοτολογικά πραγματάκια. Αυτά που ενδιαφέρουν όσους δεν πάνε πάνω από είκοσι σελίδες σε οτιδήποτε. Λίγο έξω από τον Βόλο μείναμε με τον δάσκαλο, τον Ντινάκο, σε ένα ζεστό σπίτι πλάι στις ράγες του μπαμπά ντε Κίρικο. Στην Μακρινίτσα είδαμε και μια μεγάλη ζωγραφιά του Θεόφιλου ένω κοιτούσα να βρω μπούκοβο για τον Βότση και το τσίπουρο ήταν σαν να το δοκίμαζα για πρώτη φορά. Ο Ντίνος με την Κερασία πιάνανε κουβεντολόι με όλο τον κόσμο. Ανάκριση με χαμόγελο. Που πάτε; Από που έρχεστε; Έχετε πάει στην Μύκονο; Σας αρέσει εδώ; Πίνετε αίμα αδυνάτων; Πόσα βγάζετε τον μήνα; Κερδίσατε τίποτα από τα τσιμέντα εκεί πέρα; Ψηφίζετε ή πάτε για μπάνιο; Ψηφίζετε αυτούς που πάνε για μπάνιο; Κάνετε μπάνιο;  Πόσοι πνίγηκαν φέτος στα μπάνια;
    Εγώ τους έριχνα μια ματιά, χαμογελούσα και ανέβαινα τον ανήφορο.
. . .

   Ο ταξιτζής σήμερα μου είπε με χαμόγελο, Σε είδα να πλησιάζεις και νόμιζα ότι είσαι παπάς.  Χαμογέλασα και εγώ και του είπα, - Και συ απο μακριά μοιάζεις με ταξιτζή.  - Μα είμαι ταξιτζής. . . - Α. . Ωραία τότε, Αριστοτέλους πάνε με. . . Από Εγνατία.
   Με πήγε. Μου ευχήθηκε και καλές γιορτές. Εγώ αρκέστηκα σε ένα Καλή συνέχεια. Δεν το ακούνε συχνά και τους αρέσει, νομίζω.
  Τώρα έχω δίπλα μου τα Μυστήρια της Κεφαλλονιάς, του αφορεσμένου Ανδρέα Λασκαράτου και δυνατά - όχι πολύ - να παίζουν συνθέσεις του Francesco Zappa, ιταλού τσελίστα και συνθέτη του δέκατου όγδοου αιώνα που δεν μπήκε η μούρη του, φίρμα σε σοκολατάκι.

   Από το παράθυρό βλέπω κοκαλωμένες μπουγάδες. Λογικά, αυτοί που φοράνε αυτά τα ρούχα, δεν έχουν κοκαλώσει ακόμα.

   Ετοιμάζονται τραγούδια για την αιθαλομίχλη, πλάι σε εκείνα τα ερωτικά που πάνε σε όλες τις εποχές, με τους άνεργους και τους φοροφυγάδες. Όλα ένα, κατά κει πάει. Μέχρι την επόμενη μοιρασιά ή τρόπο διασκέδασης και επιβίωσης.



Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

σημειώσεις Α.Δ.


  Φόρεσε το κράνος του πατέρα του και την περίμενε. ΄΄Θα σηκώσω τα χέρια μου ψηλά και θα φωνάξω το πραγματικό όνομα μου. Οι τσέπες μου είναι άδειες, ο σβέρκος μου γεμάτος δαγκωματιές και η καρδιά μου χθες ξεχάστηκε και σταμάτησε για λίγο να χτυπάει. Επέστρεψα πάλι μισός μα ολόκληρος απ΄ ό,τι μου πήρες.''

- Για κάθε αρρώστια / εκατό θεραπείες / η μια ακριβότερη από την άλλη / μαζί μισή, δώρο.

   Παρελθόν, Παρόν και ό,τι περισσέψει.

- Τα ξένα συμφέροντα δεν χρειάζονται διαβατήριο / τα ντόπια με την βούλα / θέλουν λάδι στις κλειδώσεις / και άγνοια πολεμική.

   Πλάι πλάι τα αριστουργήματα / τοίχο τοίχο οι ζωγραφιές / καμιά δικαιολογία δεν φτάνει.

- Με άσχημα, χοντρά χέρια, που έπαιζες το κεφάλι σου / πιάνεις την γη και την πετάς σαν σβούρα / να ανακατευτούμε, να μοιραστούμε πάλι, να ξεχάσουμε από που βγαίνει ο καπνός και που είναι η φωτιά.


Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

12/4/2011


ΑΠΟΛΟΓΙΑ


   Μου είχες πει ότι ο Ρωμαίος και η καλή του ήταν τυχεροί. . . γιατί πεθάναν περίπου μαζί επειδή αγαπήθηκαν ενώ εμείς προσπαθούμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο επειδή αγαπιόμαστε. Αυτά που πιστεύω ότι στέκουν, που τα σκέφτηκα και μετά έκατσα και τα πέταξα στο χαρτί σαν να ξερνούσαμετά από σούρα υπέροχη, ήταν η αγάπη μου. Το έλεγα, το έδειχνα, έχανα κάθε μέρα κομμάτια μου - κομμάτια που δεν θα τα ξαναβρώ ο,τι και να γίνει. . . όπου και να είμαι. . . ο,τι και να κάνω ή να υποκρίνομαι πως κάνω. Εσύ ήσουν το κακό. Σαραβαλιασμένη πλάνη. Όχι πολύ όμορφή. . . Μελαχρινή. . . Μετρίου αναστήματος. . . Στην πλάτη σου είχες μερικούς αιώνες βλακείας παραπάνω από μένα. . . Ένα διαολεμένο μουνί, ένα διαολεμένο μυαλό. . . Με ένα ποτήρι πάντα στο χέρι - σιχαινόσουν να πίνεις από το μπουκάλι - με καμιά φιλοδοξία και λίγες ( πανέμορφες. . .) στιγμές ηρεμίας. μου έμοιαζες. έπινες έπινες. . . μπέρδευες ποτά, τα λόγια σου, τις ώρες. . . Όλες οι ώρες είναι ίδιες όταν ήμαστε μαζί. . . έλεγες. Μαγείρευες φριχτά αλλά με τόσο ποτό δεν ξεχωρίζαν οι γεύσεις οι στιγμές. . . Μια ηδονική ομοιομορφία που θα ζήλευε και το πιο μαστούρικο απολυταρχικό καθεστώς. Γελούσες με τις παράστασεις/περιστάσεις που έδινα κάθε βράδυ. . . Σκόρπιζα μπροστά στα πόδια σου. . . Έλεγα πολλά. . . Χοντροκομμένα και γελούσες, γελούσες. Πίναμε. . . Η πόλη καιγόταν. . . Πίναμε και κοιτούσες που και που στην τηλεόραση. . . Δεν σχολίαζες. . . Ήσουν ήρεμη όμως έβλεπα τα μάτια σου να γυαλίζουν. . . Ένταση. . . Θέλω να σπάσω το τραπέζι. . . μου είπες - Δεν είναι δικό μας, σου απάντησα. . . Με κοίταξες σαν τον φονιά της μάνας σου και έφυγες σφαίρα για το δωμάτιο σου. . . Κάτι έσπασες. . . Χαρτιά να σκίζονται. . . ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΣΟΥ ΣΚΙΖΩ. . . ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ. . . 
   Εφυγα από το σπίτι παίρνοντας τις τρεις τελευταίες μπύρες που είχαμε. . . Μετά κάνα πεντάλεπτο το ανακάλυψες και έσπασες το τραπέζι - που δεν ήταν δικό μας - και μου τηλεφώνησες.

- ΕΣΚΑΨΕΣ ΤΟΝ ΛΑΚΚΟ ΣΟΥ ΜΑΛΑΚΑ. . . 
-  Μαζί τον σκάβουμε, δεν το έχεις καταλάβει;

Ήταν γεγονός. . . Τρεις απόπειρες. . . Με γκρέμισες από τις σκάλες - μετά είπες ότι απλά παραπάτησα και εσύ αθώα μέχρι αποδείξεως του ηλιθίου . . Την δεύτερη φορά μου πέταξες ένα μπουκάλι βότκα. . . Άδειο. . . Αν ήταν γεμάτο δεν θα το πετούσες, έτσι δεν είναι; Το μπουκάλι όμως πέτυχε την φωτογραφία του μέλλοντα αρραβωνιαστικού σου - ήταν τόσο πετυχημένη η βολή που τώρα που το ξανασκέφτομαι πιστεύω ότι εκείνον σημάδευες. Και τον πέτυχες για πάντα - η τρίτη και τελευταία απόπειρα ήταν με την χλωρίνη αλλά δεν πιάνεται. . . Ήταν απλός εκφοβισμός . . Να κόψω τις μαλακίες. . . Να σοβαρευτώ, που σήμαινε να μην δίνω σημασία στις δικές σου μαλακίες. Ξεδιπλώθηκε πολύ δράμα. . . τώρα σκέφτομαι αυτό που έλεγε ο Lenny Βruce, ότι η κωμωδία είναι τραγωδία συν χρόνος. Πράγματι. . . Η διαφορά μας είναι ότι εσύ είχες μπει από νωρίς, είχες πνιγεί στο νόημα ενώ εγώ σημείωνα. Κι ακόμα σημειώνω. Δεν σου άρεσε αυτό. . . Κωλόχαρτα τα έλεγες. . . Μπορεί και να είναι. . .
   Υπήρξε όμως αγάπη.  Τα χείλια σου ήταν κολλημένα στο ποτήρι.

  - Μετά θα σε φιλήσω. .
  -  Πρέπει να πιεις για να με φιλήσεις; 

   Με κοιτούσες με ένα βλέμμα σαν να μου έλεγες πως αλλιώς; Το αλκοόλ. . . Δεν σου άρεσε ο Μπουκόβσκι. . .Έλεγες ότι είναι ψεύτης και άσχημος. Όταν ήθελες να με πληγώσεις έλεγες ότι πίνω επειδή τον διαβάζω. Κάποιος άλλος το είχε πει αυτό. . . Σου είπα πίνω επειδή βαριέμαι. . . Επειδή βαρέθηκα να καταριέμαι και άλλα πολλά.
   Μετά ερωτεύτηκα έναν Άγγελο. Ένιωσα λιγάκι άνθρωπος. Ξανάπιασα το παιχνίδι από την αρχή. Με κορόϊδευες επειδή δεν έπινα - και δεν έπινα. . .  Ήθελες στο ρημαδιό σου παρέα όμως ο χαμένος ήταν μιας χρήσης. . . και τώρα τα πράγματα είναι πιο ήρεμα. Τώρα μπορώ και σημειώνω, κάπως τσαπατσούλικα ένα ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.





από το Tupelo ως την Γαλατινή 


(επανάληψη)

   Δεν γράφω κάτι που δεν ξέρεις. . . ίσως δεν τα θυμάσαι. . . Μου είχες τάξει ένα νεφρό άμα χρειαζόταν / μην ξεχνιόμαστε.

   Τα πράγματα είχανε βάση την βλακεία / την υπομονή / οι γιατροί νόμιζαν θα με κάνουνε καλά / εσύ ότι θα με σκοτώσεις / η αρρώστια εφετζίδικη, να θέλει χάπια σε σχήμα μπάλας του golf / χάπια που περίσσεψαν από εγχειρήσεις που δεν έγιναν / γέλια πολλά / τέρμα η σιωπή / περιμένουμε τον Θωμά που περιμένει / περιμένουμε κάτι που δεν ξέρουμε από που θα μας έρθει / σαν κακό / σαν καμικάζι / σαν ροχάλα μετά από χρόνια ξηρασίας / και τα παιδιά φρόνιμα / τα νεύρα χορδές και ο Harpo τις χαϊδεύει / ο Chico αληταρία κουτοπόνηρη σαν τρυποκάρυδος να χτυπάει τα πλήκτρα / ο Groucho ρουφώντας μια γερή από το πούρο του ξεφυσάει πάνω σε γυναίκες ανυπόληπτες με ιδιοτελείς σκοπούς / ΚΩΜΩΔΙΑ σαν σφήνα παντού / αριστοφανικές και όχι πλατωνικές σχέσεις / o Πλάτωνας νεκρός σαν συνταξιούχος (΄΄δεν προσφέρεις; δεν μετράς΄΄) / κλείστε τις πύλες του Παραδείσου / Όχι άλλος ανταγωνισμός  / Του καθενός η ημερομηνία λήξης είναι μια γιορτή / Τα γοβάκια σου δεν είναι ποτήρια / Οι μαράκες κι μαλάκες κάνουν τον ίδιο θόρυβο / στα ορυχεία της χαμηλής αυτοεκτίμησης πολλά κάρβουνα και πολλά διαμάντια / οι σερβιτόρες, θεία πλάσματα που σε ρωτάνε αν θέλεις κάτι /   η Σιγκαπούρη και μια Ναυτική βάση στο Σκαραμαγκά. . . από το Tupelo ως τα υψίπεδα της Γαλατινής - ΚΡΑΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ ΓΩΝΙΑΓΡΑΦΕΙΟ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ / να συνασπισθούμε με τους παχουλοκομψούς, αν σταθούμε από πίσω τους οι σφαίρες μπορεί να μην μας πετύχουν / κοντάρια εραστών εμβολίζουν το άπιαστο για κάποιους άλλους / και εμείς με τα πιρούνια μας τσιμπολογάμε μεζέδες / όχι και από την καλύτερη ποιότητα / ποικιλία όμως / ποικιλία / με ένα τριαντάφυλλο στο στόμα / το τριαντάφυλλο που ανθίζει όταν ζεσταίνεσαι και μου λες ότι έχω πονηρό μυαλό και χαίρομαι γιατί τουλάχιστον κάποιος καταλαβαίνει ότι έχω μυαλό και σε ένα δίχτυ μαζεύω καβούρια και καμιά τριανταριά μυαλοκομμένες που μασάνε ψήγματα τέχνης στα μουτζούρες μου και διαβάζουν ΚΑΦΚΑ που στα κυπριακά σημαίνει γκόμενα / και όλα αυτά μια ανθρώπινη επιθεώρηση που το κοινό πετάει στην σκηνή ό,τι μπορείς ( μπορείς;) να φανταστείς / από αυτά ζούμε.





Χορωδία και Μπάντα 
Ανάθεμα τα Πάντα

   Με το γόνατο του έπαιζε μπάντζο / τα πνευμόνια του ακορντεόν / χωρίς ένα φράγκο / στο μέτωπο επιγραφή νέον / λίγη ζωντάνια και όλα έτοιμα για τις μάχες / μπορείς να διαλέξεις ανάμεσα σε ένα θάνατο και ένα διορισμό ; / Μπορείς να διαλέξεις ανάμεσα σε μια στρίγγλα που χορεύει πάνω σε πυρκαγιές και σε μια που δεν μοιράζεται ούτε τον πυρετό της; / Μπορείς να φανταστείς την απόλυτη σιωπή αλλά στο χαλάνε τα θύματα τα εξιδανικευμένα και ΄συ μετά από μια παρεξήγηση θύτης / ΄΄. . .μια παρεξήγηση είναι και αυτή θα μας αφανίσει. . .΄΄ Φ.Κ. / μου ανεμίζεις μπροστά στα μούτρα μου ένα πάκο πανάκριβα εισιτήρια / και με πιάνει άγχος και μελαγχολία / δεν έχω κάνει πολλά χιλιόμετρα / δεν ξέρω να λέω αλήθειες / θα με πάρεις μαζί σου; / θα σου αγοράσω τσιγάρα - μικρό πακέτο από τα φτηνά / και ΄ συ γελώντας θα μου λες ΄΄ Όταν άκουσα τον Waits πρώτη φορά. . .το Swordfishtrambones. . . σκέφτηκα αυτό. . . ότι η μπάντα που είχε τον εγκατέλειψε και αυτός πήγε σε ένα ρημαδιασμένο μπαρ να πιει . . και εκεί του ήρθε μια ιδέα. . . ούρλιαξε ΄΄Ει. . λεχάρια. . . ξέρει κανείς να κοπανάει κιθάρες ή να καίει ξερά φύλλα;  Ποιός μπορεί να κουβαλήσει ένα κόντρα μπάσο; Να νιώσει το παράπονο του σκύλου που δεν θυμάται που είναι το σπίτι του; Μήπως και να μπορεί. . . λέω μήπως. . . να κρατήσει μια γυναίκα στα χέρια του ενώ αυτή με τα νύχια της του κατεβάζει την μόστρα;. - κάποιοι σηκώθηκαν και τον ακολούθησαν. . . οι περισσότεροι ήταν καταζητούμενοι από τον Χάρο ή από τους γονείς τους. . . Μέσα μου είμαι βέβαια ότι έγιναν έτσι τα πράγματα και όλες οι ιστορίες απέκτησαν υπόσταση μέσω βινύλιου.




Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

΄΄Χάθηκαν για να βρεθούν΄΄


Τρεις μέρες κλεισμένος, ξάπλα, με τα πόδια σου μουδιασμένα και όλα τα άσχημα στάζουν και φεύγουν από πάνω σου. Η μνήμη όμως το ξέρεις, είναι φακέλωμα
και όσο και να τα βροντάς όλα κάτω
όσο και να τα καις
μένουν μπροστά σου.
Δεν ζητάνε πολλά, μόνο αυτόν  το χώρο μπροστά
και την ματιά σου να μην τα ξεχνά και να μην τα χάνει.

Η πορεία διαλύθηκε γρήγορα και ο καθένας μόνος του
πήγε να κλείσει τους λογαριασμούς του. Λογικό και
επόμενο. Κανείς δεν γελάει με τα ίδια
πράγματα με τον παραδίπλα του. Θα έρθει όμως και η σειρά των πραγμάτων
να γελάσουν. Και τότε η ειρωνεία θα γίνει δίκιο τελεσίδικο.


Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

απόσπασμα από μια παλιά κοροϊδία και μια φωτογράφιση


. . . .


 αντί για ταξί / ασθενοφόρο και με τα πόδια στο τέρμα
 αντί για μαλλιά / καλώδια και θηλιές 
 μισά ονόματα με διαταγές 
 δόντια σαν οροσειρές.


 αντί για ευχή / παραγγελία και κωλοτούμπα
για γυμναστική.
 

 ο βήχας, ο τσιγαρόβηχας τώρα πια τεκμήριο
 για αυτό
 μην ξεχνάς όταν σε ξεχνάνε 
 κι ας τους να πάνε να πηδάνε.

. . . .


   Είναι όλα έτοιμα για την φωτογραφία, στο κάδρο ο Βασιλιάς με τα 27 του χρόνια που τον έφαγε η μαϊμού και η Ασπασία του στην κουζίνα /  το φαΐ του μελλοθάνατου, μια τούρτα με τα κεράκια της /  δεκαεννιά κουτάκια μπύρας / οι  Stranglers - με τον μπασίστα τους και την μαύρη ζώνη του - να γυρίζουν και από πάνω το καβλιτζέκι του πικάπ / κέρατα κρουστά / αρτοσκευάσματα για τον λαό / λείπει όμως κάποιος να πατήσει το κουμπί και να βγει η φωτογραφία.
   Κατεβαίνω στο δρόμο και σταματάω περαστικούς, ζητάω εθελοντές  / όλοι έχουν δουλείες και με προσπερνούν / μια συμμορία φοιτητών με ειρωνεύεται / μια λαϊστέρα με την φίλη της μου εξηγεί ότι υπάρχει τρόπος να βγει αυτόματα η φωτογραφία / θέλω να της πω για κάποια αυτόματα πράγματα που θα της συμβούν μετά είκοσι, τριάντα χρόνια αλλά φεύγει γρήγορα /  δεν απογοητεύομαι, συνεχίζω και ένα ζευγάρι δέχεται με χαρά να θυσιάσει τρία, τέσσερα λεπτά από τον χρόνο του / κι ας τους περιμένουν κάπου για ξεσάλωμα και νταλαβέρι.
   Η φωτογραφία βγαίνει / όπως εμείς κερδισμένοι και το ζευγάρι φεύγει με μια μπύρα στο χέρι.