Στο λεωφορείο μια λαϊστέρα κάθετε βιαστικά δίπλα μου / μετά κάνα πεντάλεπτο με κοιτάει και φεύγει για να κάτσει αλλού / στο πρόσωπο της φαινόταν η σιγουριά για το που πάει και τι θα αφήσει να της κάνουν, στο δικό μου φαινότανε καθαρά το από που έρχομαι και το που θα με παρκάρουν. . .
Μετά την ανάβαση / βότκα με το όνομα πεθαμένου Ρώσου συνθέτη - Νίκο, αθάνατα ή απέθαντα είναι τα ζόμπι; και κάποιος είναι αθάνατος αν δεν τον σκοτώσουν ή απλά αν δεν πεθάνει; - και χυμός ροδάκινο, κυπριακός σουρεαλισμός δηλαδή άπταιστα μεξικάνικα μπουκωμένα με χαλούμι. . .
Βραδιάζει, επιστροφή.
Στην μάπα ξαπλωμένη άχνη ή κοκαΐνη / το καμουφλάζ πετυχημένο - ένας ηλίθιος λανσάρει τα δίκια του / μπορείς να τα έχεις και εσύ μόνο με ένα συμβολικό ποσό - μια ακάλυπτη λαϊκή επιταγή για παράδειγμα.
Χαριλάου Χαρμάνκιοϊ, με τα πόδια πας παντού ακόμα και όταν δεν σε κυνηγούν / στην χαραμάδα της πόρτας σου άφησα 3 τσιγάρα, μου μείναν δυο, δεν ήσουν μέσα, δεν καπνίζεις - άσε τους άλλους να σαπίζουν κάτω από χαμόγελα, δεν μπορούν να σε φτάσουν - εμένα δεν θέλουν να με φτάσουν, είμαστε πετυχημένο ντουετάκι εκτός από όταν οδηγάς. . . . Εκείνη δεν τηλεφώνησε όμως έφτασα εκεί που ήθελα. . .
η πιο γλυκιά μελωδία παιγμένη ανάποδα
όπως κάποιος κρεμασμένος ανάποδα δεν μετανιώνει
γιατί δεν προλαβαίνει να μετανιώσει
όπως κάποιος που χαρίζει πρώτα τον εαυτό του, το άσχημο σώμα,
και μετά όλα τα άλλα λεπτομέρειες γαμήσια μοιρασμένα
και παρεξηγήσεις.