Εἶσαι ἄντρας. Ὅμως ὁ ἴδιος πάντα μένω·
τὰ χρόνια ποὺ περάσανε μὲ ἄφησαν
παράξενο παιδάκι γερασμένο.
Καὶ δὲν ποθῶ πιὰ τίποτε ἀδελφέ μου·
τὰ ὀνείρατα στὰ χέρια μου ἐσκορπίσαν
καὶ τά ῾δωκα, ροδόφυλλα τοῦ ἀνέμου.
τὰ χρόνια ποὺ περάσανε μὲ ἄφησαν
παράξενο παιδάκι γερασμένο.
Καὶ δὲν ποθῶ πιὰ τίποτε ἀδελφέ μου·
τὰ ὀνείρατα στὰ χέρια μου ἐσκορπίσαν
καὶ τά ῾δωκα, ροδόφυλλα τοῦ ἀνέμου.
Ὤ, πότε θὰ μπορέσεις νὰ ξεχάσεις
τὶς ἔγνοιες τῆς ζωῆς ποὺ σ᾿ ἐκερδίσαν
νά ῾ρθεις ἀπὸ ῾κει πέρα, νὰ περάσεις
τριγύρω μου τὸ χέρι καὶ σκυμμένος
ν᾿ ἀκούσεις ὅσα πάθη ἐγονατίσαν
αὐτὸν ποὺ τόσο σοῦ ῾ναι ἀγαπημένος;
τὶς ἔγνοιες τῆς ζωῆς ποὺ σ᾿ ἐκερδίσαν
νά ῾ρθεις ἀπὸ ῾κει πέρα, νὰ περάσεις
τριγύρω μου τὸ χέρι καὶ σκυμμένος
ν᾿ ἀκούσεις ὅσα πάθη ἐγονατίσαν
αὐτὸν ποὺ τόσο σοῦ ῾ναι ἀγαπημένος;
Καλέ μου, σιγανὰ θὰ σοῦ μιλοῦσα,
θὰ σοῦ ῾λεγα πὼς ὅλοι μ᾿ ἐμισῆσαν,
πὼς ρεύοντας τὸ δρόμο μου ἐτραβοῦσα,
διωγμένος κάθε μέρα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
μὴ ξέροντας ποιοὶ τόποι μ᾿ ἐκρατῆσαν,
μὴ ξέροντας σὲ ποιοὺς πηγαίνω τόπους.
θὰ σοῦ ῾λεγα πὼς ὅλοι μ᾿ ἐμισῆσαν,
πὼς ρεύοντας τὸ δρόμο μου ἐτραβοῦσα,
διωγμένος κάθε μέρα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
μὴ ξέροντας ποιοὶ τόποι μ᾿ ἐκρατῆσαν,
μὴ ξέροντας σὲ ποιοὺς πηγαίνω τόπους.
Κι ὡς εἶσαι λατρεμένος ἀδελφός μου,
τὰ μάτια σου κοιτώντας ποὺ ἐδακρῦσαν,
θὰ ξεχνοῦσα τὰ βάσανα τοῦ κόσμου,
καὶ βλέποντας μακριά, κατὰ τὴ δύση,
τὰ συννεφάκια ποὺ θαμπὰ ἐχρυσίασαν
φιλώντας ἱλαρὰ τὸ κυπαρίσσι,
τὰ μάτια σου κοιτώντας ποὺ ἐδακρῦσαν,
θὰ ξεχνοῦσα τὰ βάσανα τοῦ κόσμου,
καὶ βλέποντας μακριά, κατὰ τὴ δύση,
τὰ συννεφάκια ποὺ θαμπὰ ἐχρυσίασαν
φιλώντας ἱλαρὰ τὸ κυπαρίσσι,
γιὰ μιὰ μικρὴν ἡλιολουσμένη πόλη,
γιὰ ἕνα μεγάλο σπίτι ποὺ ἐκυλήσαν
τὰ πρῶτα πρῶτα χρόνια μας καὶ οἱ βόλοι,
γιὰ τὶς χαρὲς ποὺ ἀκόμα μὲ κρατοῦνε
ἱκέτη, θὲ νὰ σοῦ ῾λεγα, μὰ ἐσβῆσαν,
γιὰ τοὺς καιροὺς ποὺ δὲ θὰ ξαναρθοῦνε...
γιὰ ἕνα μεγάλο σπίτι ποὺ ἐκυλήσαν
τὰ πρῶτα πρῶτα χρόνια μας καὶ οἱ βόλοι,
γιὰ τὶς χαρὲς ποὺ ἀκόμα μὲ κρατοῦνε
ἱκέτη, θὲ νὰ σοῦ ῾λεγα, μὰ ἐσβῆσαν,
γιὰ τοὺς καιροὺς ποὺ δὲ θὰ ξαναρθοῦνε...
Κ.Γ.Καρυωτάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου