Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Σαν αυτοπαρουσίαση



Πρέπει απαρχής να πω ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να εξηγήσω τα ποιήματά μου. Θυμάμαι μόνο πως γράφτηκαν σε ώρες απρόσμενες· νύχτες χειμωνιάτικες, κουκουλωμένος σε μια κουβέρτα, πεταγόμουν ξαφνικά απ' το κρεβάτι, σαν μια αστραπή, σαν κάτι κόκκινο να με χτύπησε στο κεφάλι, έφτιαχνα τον σκελετό του ποιήματος κι ύστερα έπεφτα και κοιμόμουνα.

Ομως μέρες πολλές ύστερα τα δούλευα, όπως ο τεχνίτης δουλεύει ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, κι αν στο τέλος δεν με ικανοποιούσε, το έσχιζα και το πετούσα. Τα περισσότερα τα πετούσα. Ποτέ δεν κάθησα a priori να γράψω ένα ποίημα. Ετσι όλα τα έγραψα, όπως λέω παραπάνω.

Αλλα τη νύχτα, άλλα σε παγωμένα καφενεία της Κατοχής, σε έρημες ταβέρνες στο Νέο Φάληρο, ακτή Πρωτοψάλτη, κοντά στο μεσαιωνικό τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου (με τι νοσταλγία τις θυμάμαι!).

Μια φορά συνάντησα τον Σεφέρη σ' ένα βιβλιοπωλείο (λίγο πριν φύγει για την Αγγλία).

- Γράφετε; με ρώτησε.

- Ναι, συνεχώς, του απάντησα, γράφω και σχίζω.

- E, λοιπόν, μου λέει, να γράφετε, γιατί θά 'ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να γράφετε τόσο εύκολα.

Τι δίκαιο που είχε ο σοφός ποιητής!

Τώρα βλέπω τα ποιήματά μου όλα μαζί, με αφορμή που τα ξανατυπώνω. Ολόκληρη ζωή τριάντα χρόνων περνάει μπροστά μου.

Βλέπω ότι πολλά έχουν ατέλειες, άλλα είναι σκοτεινά και δύσκαμπτα, αλλά βλέπω ότι είναι α λ η θ ι ν ά και πως δεν θα μπορούσα αλλιώς να τραγουδήσω.

Παράξενα μου φαίνονται τα καινούρια που γράφω (ακόμη και πολλά που περιέχονται στην τελευταία μου συλλογή «Το Σκεύος», 1971).

Σα νά 'χουν γραφτεί από έναν άλλον άνθρωπο που πέρασε μια κόλαση και τώρα είναι λίγο, πολύ λίγο, πιο ησυχασμένα.


Μίλτος Σαχτούρης



17-25 Δεκεμβρίου 1977