ένα γαμημένο γέλιο πλημμύρισε όλη την Ιασονίδου, ανακουφιστικό, κοροιδευτικό,
να κλείσει τεφτέρια και το κωλόπραμα έφυγε νευριάσμενο αφού
- δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ, άχρηστε / - ήμουνα κάποτε ρε σαύρα κοιμισμένη -
- δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ, άχρηστε / - ήμουνα κάποτε ρε σαύρα κοιμισμένη -
και πίσω πιο πριν
πλάι στο σπίτι του Αργάμη, του Γομαροφόρτη, οδός Συνταγματάρχου Μπόγου, εκεί που τον κυνηγούσαν νύχτα σκυλιά όταν τον πήρανε χαμπάρι τον μάπα να τραγουδάει πάνω στο ποδήλατο ΄΄Ενα βράδυ που βρέχε. . .΄΄ και η γυναίκα του με τις ποδάρες της και ένα πάτο καθεστώς να τρέξεις να συνεργαστείς - δεν θα σε πιάσει κανείς - μια πλατεία, το λιγότερο μια οδό για ΄σενα αργότερα.
- Ένα λεπτό, μόνο ένα λεπτό να του ανοίξω το κεφάλι και μετά θα είμαι καλός, καλός, σοβαρός σαν να μην με έχεις δει ποτέ.
Έκαιγα χθες, τα μέσα μου τραβούσαν να γίνουν ένα, να βρούνε όποια τρύπα και να φύγουν.
Και ήρθε.
Άνοιξα την πόρτα, με έκανε στην άκρη και μπήκε μέσα φορτωμένη με σακούλες.
- Το χριστουγεννιάτικο δέντρο γιατί το έχετε ακόμα;
- Σε περίμενα να το ξεστολίσεις. . .
- Αλήθεια;
- Όχι, παλουκώσου κάπου γιατί σε βλέπω και ζαλίζομαι.
- Παλούκωμα;
- Και Σκορδάς που διώχνει τα βαμπίρ. Αν θες να πιεις, δεν έχει τίποτα.
- Δεν πειράζει έφερα τα δικά μου.
Άνοιξε τις σακούλες και έβγαζε, έβγαζε. Μπύρες, πολλές μπύρες, ένα μπουκάλι βότκα και χυμό ροδάκινο. Όσο τα κοιτούσα ανακατευόμουν. Το καταλάβε και μου τα κολλούσε στην μούρη - Κοίτα τι έφερα; Κοίτα τι έφερα - Τα χέρια μου τρέμουν και τα πόδια μου πονάνε πολύ.
- Θες να σου βάλω;
- Χυμό μόνο, με πολλά παγάκια σε παρακαλώ. . .
- Άρρωστος είσαι;
- Πως σου φαίνομαι;
- Άρρωστος. . . Πάνω στην ώρα ήρθα δηλαδή. Να σου φτιάξω τίποτα; Καμιά σούπα;
- Το μόνο που μπορείς εσύ να μου κάνεις, είναι να μου κλείσεις τα μάτια, μανούλα. -
- Σκάσε. . .
- Όπου να ΄ναι. . .
Έβγαλε καμιά δεκαριά αναπτήρες και τους άπλωσε μπροστά της. Τους δοκίμαζε έναν ένα, μπας και ανάψουν αλλά τίποτα. . .
- Γιατί έτσι;
- Προπόνηση για όταν κόψω το κάπνισμα. Βγάζουν όμως ωραίο ήχο.
Σηκώθηκε να σερβίρει τον εαυτό της και εμένα.
Άρχισε να γδύνεται χωρίς να της το ζητήσει κανείς. Ξάπλωσα στον καναπέ και έκατσε απέναντι μου και με χάζευε. Κάποια στιγμή μου άναψε τσιγάρο - είχε σπίρτα - και μου το έδωσε. Μου χάιδεψε το μέτωπο. Το χέρι της ήταν κρύο, με δρόσισε. - Κρύα είσαι. . . Σου είπε απότομα κάνα ΄΄Σ΄ αγαπώ΄΄ ο άντρας σου αντί να σε κάνει μαύρη πάλι και σε τρόμαξε; - Εγώ φταίω, που ήρθα να σε δω. . . - Όχι, εγώ φταίω που ήρθες να με δεις. Με φίλησε, τα μάγουλα, τα χείλια της ήταν κρύα. Τι της είχε κάνει ο κερατάς; Τι να της έκανα κι εγώ;
Ξημέρωμα έφυγε. Ο πυρετός υποχώρησε. Ο πόνος στο στομάχι και στα πόδια σταθερός. Το τρέμουλο είχε φύγει. Αν ήξερα να παίζω πιάνο, θα έκανα παπάδες και εκείνη μάλλον θα χειροκρότουσε σαν τρελή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου