Μια αρχαιολόγος, από αυτές που θα μας ανακαλύψουν πριν μας θάψουν, μια επιμελήτρια κειμένων μια σταλιά γεμάτη και ένας ξεναγός, μεταφραστής και ό,τι άλλο θέλει, μπαίνουν σε ένα μπαρ. Πριν μας κάνουνε αρχαίους να γίνουμε ανέκδοτο, κάποιος να γελάσει. . . Έστω και φάλτσα, έστω για λίγο. Σηκώνομαι από αυτο το τραπέζι και κάνω πολύ ευγενικά στην κοπέλα που έβαζε μουσική, να βάλει Frank Zappa. Αν ήξερε ιταλικά ή ήταν τρελή θα έβγαζε από το πουθενά μια τσάπα και θα μου την χάριζε. Μου λέει ότι θα κοιτάξει, αν έχει θα βάλει και μου σφίγγει με χαμόγελο το χέρι. Μετά από λίγο ακούγεται το Joe's Garage. Έξι λεπτά και δέκα δευτερόλεπτα. Ροκ όπερα. Φωσφορίζουμε.
Ώρες πριν ρωτούσα στα πανεπιστήμια που είναι η βιβλιοθήκη της Αγγλικής Φιλολογίας. Καλύτερα να ρωτούσα που δεν είναι η βιβλιοθήκη της Αγγλικής Φιλολογίας, θα ξέρανε όλοι. Με τα πολλά την βρήκα - ένας τύπος κοίταξε τις σημειώσεις του και μου έδειξε πως θα φτάσω εκεί που ήθελα. Είχε ωραίο γραφικό χαρακτήρα. Σχεδόν τον ζήλεψα.
Σκάω στον τρίτο όροφο της Φιλοσοφικής και εκεί είναι ο Τσίβο. Έχει γραφείο. Έχει καλοσύνη. Έχει ένα ευρώ και του πουλάω μια φωτοτυπία με το Μονταζ. Δεκατρείς - ή δεκατέσσερις; - γρουσούζικες στιγμές κομμένες και ραμμένες - όχι καταραμένες, έχω τα ναύλα να γυρίσω σπίτι μου και δυο τρεις να θυμούνται το όνομα μου - φωτοτυπημένες με λίγα σχεδιάκια. Λέμε δυο τρεις κουβέντες χαμηλόφωνα - μην μας ακούσουν; - και φεύγω από τις σκάλες. Κύριος. Άνεργος και ποτέ φοιτητής.
Ξαναγυρίζω στο Βατερλώ δυο γελοίων. Αντώνης Ταπιάγκας εναντίον Κωνσταντίνου Χαμόδρακα. Όλη η μάχη - το Βατερλώ - μια Αγγέλα. Πιάνω μια σελίδα στην τύχη και πέφτω στο
Κατά τ΄ άλλα, κούφιες οι μέρες μου διάβαιναν σαν άδειο εξπρές στο σκοτάδι. Τ΄ αστέρια με έβλεπαν.
Είχα και εγώ μια μάχη, στα χακί, στην Θήβα. Μια Ανδρομάχη που το έκοψε το όνομα της. Έπινε πολύ και ήταν λυπημένη. Δεν έπινε όμως επειδή ήταν λυπήμενη. Έπινε επειδή έβρισκε τα λεφτά να πιεί. Λυπημένη - είχε κόψει πολλά χιλιόμετρα, φαινόταν αυτό στο πρόσωπο της. Κουρασμένο και να μην περιμένει τίποτα. Την έκανα όμως να γελάσει και αυτή. Την κέρασα, με κέρασε. Πάνω στην μισή ώρα της γνωριμίας μας άφησε το κεφάλι της στο στέρνο μου. Ήθελε να κοιμηθεί. Την σήκωσα, χαιρετηθήκαμε για να ανταμώσουμε την επόμενη μέρα για μάχη σώμα με σώμα.
- Άοπλος, αόρκιστος. . .
- Όλα τα καλά. Ι4 ψυχολογικό. Νευρωσικές εκδηλώσεις, είπε ο γιατρός.
- Μα τι τους είπες;
- Ότι μόνο ο Καρυωτάκης ήξερε καλό σημάδι και πήδηξαν πάνω όλοι γιατροί. Άσε, άσε, όλα τα καλά έχω εγώ.
- Φιλάς όμως ωραία.
- Αλήθεια;
- Όχι.
- Είπα κι εγώ.
Σε εκείνες τις λίγες άσχημες μέρες, αυτή η γυναίκα ήταν παρηγοριά για μένα όπως και εγώ για εκείνη.
Μετά βγήκαν οι μεταθέσεις και φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη δέκα φαντάροι, να πάρουμε το ΚΤΕΛ για να παρουσιαστούμε στο Πολύκαστρο. Μπήκαμε σε ένα αστικό, με τα λουκάνικα και τα όλα μας, και μια γριά καλή με ρώτησε αν έγινε πραξικόπημα. Τόσο ξεφτίλα; Πραξικόπημα με τα αστικά; Θα μου πεις, με ό,τι έχει ο καθένας πορεύετε.
- Όχι, κυρία μου. . . Αλλά που θα πάει. . . Ψήνεται η δουλειά.
Χαμογέλασε η καλή γριά. Πρέπει να ζει, μάλλον ακόμα. Τέσσερα χρόνια πέρασαν.
Μα
τώρα πίσω. Πίσω στα δυτικά. Η μόλυνση κάπου ωφελεί. Οι ανεργατολόγοι σκασμένοι στα γέλια και οι δημοτικές εκλογές θα αναδείξουν μια ηγεσία που θα ανατρέψει τα στερεότυπα και οι δήμοι θα φωταγωγηθούν λιγότερο - το επιχείρημα Και τι ωραίο να δεις; ακαταμάχητο -ε, Μάχη; - και η μόνη αξιόπιστη, στο δέρμα, στην καρδιά, στην τσέπη, ιστορία είναι οι προκαταλήψεις μας. Αυτές μας κρατάνε όρθιους και μιλάμε. Όλα απλά και φανερωμένα τραβάνε να γίνουνε ένα.
Όμως να μείνουν δυο αστεία. Το ένα να αναιρεί το άλλο, να καβαλιούνται με ρυθμό, με βάρδιες και πότε πότε με πονηριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου