Δεν υπήρξε ηγεσία να μας σουλουπώσει, ζυμάρι άνοστο ήμασταν και έτσι κάναμε τα δικά μας, αυτοσχεδιάζαμε μες την βλακεία και όση αφέλεια αφήνουν οι γονείς, τα φροντιστήρια και το τζαμπατζίδικο πορνό. Δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρονών παιδιά, στην κατρακύλα της Γούναρη, δίπλα στο τελευταίο περίπτερο.
Καλοκαιράκι, με μικρούς σεισμούς. Σε κάθε δόνηση, η ερώτηση ΄΄Ποιος εφετζής γαμάει;΄΄. Έτρεχα να πάρω κρέπες, ένα ευρώ τη μία. Μπουκωμένη με μερέντα και στην πρώτη μπουκιά, ένιωθες την φέτα, την τυρίλα να σου καβαλάει τον ουρανίσκο. Κάθε προσφορά και μια παγίδα.
Δίπλα μου ο Σούλης Ντάλης, με ένα μέτρο μαλλί, ίσιο και βαρετό. Απο μακριά μοιάζει με κορίτσι, από κοντά με διάολο σαράντα κιλών. Εχώ τα διπλά και παραπάνω κιλά απο εκείνον, μαλλούρα σγουρή και μια γυναίκα να μου ετοιμάζει προσφορές. Δεν με ενοχλούν πολλά. . . Μόνο τα δικά μου. Ανάποδος εγωισμός, αυτοεκτίμηση στα υπόγεια και οι μπύρες φτηνές, πιο φτηνές από ένα πακέτο προφυλακτικά ή μια έκτρωση. Έχω βγάλει και ένα βιβλιαράκι με σημειώσεις μέσα σε ένα θάλαμο, με τον παππού χωρίς λαρύγγι και μια πρώην σοβιετική νοσοκόμα που στις εφημερίες της παίζαμε ξύλο.
Ο Νταλης με χαμηλωμένο το κεφάλι και το μαλλί σαν κουρτίνα να του κρύβει το πρόσωπο. . . Πονάει, φωνάζει, γκρινιάζει. . . Μια νταρντάνα, που λιώνει για εκείνη, από τις δυτικές συνοικίες με τα πυρηνικά και τα άλλα ωραία, του τηλεφώνησε και του ξεδίπλωσε το βαρύ της δράμα. . . Ότι είναι πολύ καλός. . . Ότι την πιέζει. . . Ότι έχει και άλλα πράματα να κάνει. . . Μόνο που δεν του είπε ότι η ζωή είναι μικρή και ο,τι προλάβουμε. . . Δεκαοχτώ χρονών και εκείνη. . . Την είδα και εγώ μια φορά σε ένα τραπέζι, πρωτοχρονιά με μια ποδοσφαιρική ομάδα πίσω της, έτοιμη να σκοράρει. . . Μες το χαμόγελο και την βεβαιότητα. . . Την ζήλεψα, τότε λίγο. . .
Τον έχω δίπλα μου τον Ντάλη, να πονάει, να έχει κόψει την ομιλία και να κοιτάει τίποτα. . . Με σκοτώνει και του λέω μεθυσμένος, νιώθοντας τον πόνο του και νιώθοντας τα πόδια μου γερά ακόμα, τι θέλει για να χαρεί, λίγο να χαμογελάσει, να ανοίξει το στόμα του να πούμε κάτι, να προχωρήσουμε το πράμα και όχι κάθετα.
Τότε μου δείχνει μια κοπέλα που περνούσε από εκεί με την φίλη της.
- Να μου την φέρεις.
- Να στην φέρω;
- Ναι, εδώ, την θέλω. . .
- Εντάξει. . . .
Πήγα τρέχοντας. . . Έσκασα ευγενικά μπροστά στις δυο κοπέλες και είπα ΄΄ Καλησπέρα σας. . . Μην φοβάστε. . . Τον βλέπεις εκείνο τον ξέμαλλο εκεί; Ε, θέλει να σου πει κάτι. . . Αν μπορείς πάνε να τον ακούσεις και μετά κάνε ό,τι θες. . . Χτύπα τον, χλεύασε τον. . . Φτύστον αν θες και για βοήθεια έρχομαι εγώ και τον φτύνουμε μαζί παρέα μέχρι να πνιγεί. . .΄΄
Πέτυχε. Γέλασε και πήγε με την φίλη της δίπλα του. Συστήθηκαν, πιάσανε κουβέντα και μέσα σε ένα εικοσάλεπτο την πήγε στην Ιπποδρομίου για μάχη σώμα με σώμα. Γύρισαν μετά από λίγο. Εκείνη μας χαιρέτησε, πήρε την φίλη της και έφυγαν με το τελευταίο τρένο για Κατερίνη.
Τον είδα να χαμογελά και χάρηκα μα ο κερατάς γλυκάθηκε με την τύχη που μας έδερνε και μου είπε ΄΄Να πας πιο πάνω, κοντά στην Βιβλιοβάρδια, είναι εκεί μια ξανθούλα, παρέα με πάνκηδες. . . Όταν κατέβαίναμε με κοίταξε. . .Πάνε να την φέρεις. . .΄΄
Χαμάλης ήμουν τότε, όπως είμαι και τώρα. . . Κουβαλάω και σου φέρνω ό,τι θες. . . Έτσι πήγα, μπήκα στους πάνκηδες και την πήρα μισοψημένη για τις τρίχες και την μουράκλα του και του την πήγα. Ακολούθησε επανάληψη του έργου. Γνωριμία, κουβεντολόι και μετά στην Ιπποκράτους.
Και χαιρόμουν γιατι χαιρόταν. Και ο ρόλος μου ήταν κάτι ανάμεσα σε νταβατζή και υποβολέα και γέλια πολλά να έχουμε στα χέρια μας και να λέμε τώρα. . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου