Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Γιώργος Χειμωνάς





Η Θεσσαλονίκη επέδρασε, και εξακολουθεί να υπάρχει σε ό,τι γράφω. Και με εικόνες και σχέσεις ζωής, αλλά και με μια ολική αίσθηση της ανθρώπινης μορφής και κατάστασης. Πήγαινα σ΄ ένα δημοτικό σχολείο της οδού Πέρδικκα. Πολυτελές, νεοκλασικό, το είχαν δυο υπέρκομψες γριές αδελφές δασκάλες, οι δεσποινίς Τσιγαλίδου. Το μόνο που θυμάμαι απο αυτές είναι τα τεράστια καπέλα τους, φορτωμένα ψεύτικα άνθη και υπερφυσικά χελιδόνια. Τα πρόσωπα τους ήταν πάντα σβηστά, κρυμμένα με ένα πυκνό βέλο. Οι μαθητές ήταν μια ρακένδυτη φτωχολογιά - παιδιά προσφύγων ή και ντόπιων, τα περισσότερα ισχνά και φθισικά, κι άλλα μιας απερίγραπτης, κακομεταχειρισμένης αλλά συγκινητικής ομορφιάς, κυρίως των προσφύγων, μελαχροινά με φωτεινά γαλάζια μάτια, πρόσωπα στιλπνά κι αερούφαντα. Αλλά και μερικά, με εκείνη την κυρτή, σχεδόν κυκλική κατατομή των αρχαίων Μακεδόνων. Πήγαινα πρώτη ή δευτέρα δημοτικού, κι ένα πρωί με συνάντησε στον δρόμο, έξω απο το σπίτι μου που έπαιζα με τα χώματα, μια τερατώδης χοντρή δασκάλα, κακιά και αποκρουστική. Το πάχος της έφερνε δύσπνοια και τα χεράκια της, σαν πάνινα και παράλυτα, τινάζονταν στον αέρα όταν περπατούσε. Έσκυψε και μου είπε με την ανδρική φωνή της: Πήγαινε στης Ευφημίας, να σου δώσει το ψωμί μου, να μου το φέρεις. Η Ευφημία ήταν μια γυναικούλα νευρική, καθόταν σε μια τενεκεδένια παράγκα, δίπλα στο εξοχικό των Τσιγαλίδου. Δούλευε σε φούρνο και θα έδινε, φαίνεται, σ΄ αυτήν την χοντρή δασκάλα το καλύτερο ψωμί, επειδή το κοριτσάκι της, η Ελισάβετ, πήγαινε στην τάξη της. Πήγα με ντροπή, σαν να ζητιάνευα, στης Ευφημίας, μπήκα στην παράγκα. Στο κρεβάτι ήταν αγνώριστη απο την αδυναμία και την χρυσή η Ελισάβετ, και εμπρός της ο παπάς της ενορίας, τουΑγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου - μια εκκλησία όλη ζωγραφισμένη με πλατεία βακχικά φύλλα αμπέλου σε γαλάζιο φόντο. Ο ιερέας ήταν θυμωμένος, είχε έρθει για να μεταλάβει το κοριτσάκι, κι εκείνο ξέρασε μετάληψη πάνω απο τα χρυσά άμφια. Ο ιερέας τα σκούπιζε με το κόκκινο κάλυμμα του δισκοποτήρου. Νευριασμένος έλεγε: Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Αμαρτία, είναι αμαρτία. Αλλά εκείνο που μου έκανε έκπληξη ήταν ένα πελώριο πιάνο μέσα στην παράγκα και μεγάλες χρυσές επιτραπέζιες κορνίζες κι ένα μεγάλο ασημένιο σερβίτσιο τσαγιού. Η Ευφημία, υστερική, με άρπαξε και βγήκαμε έξω, με τράβαξε απο το χέρι - και κάθε τόσο γυρνούσε και μου χάιδευε το πρόσωπο με την τραχεία παλάμη της και φθάσαμε κοντά στην τρομαχτική δασκάλα και η Ευφημία της φώναξε με την κοριτσίστικη φωνή της: Δεν πήγα σήμερα στον φούρνο, να με συγχωρείτε, Κυρία. Η δασκάλα την κοίταξε με κακία και της είπε: Πάντα ήσουν άχρηστη. Ζώο. Άλλα γιατί θυμήθηκα τώρα αυτή την σκηνή, τόσο παλιά. Ναι, η Θεσσαλονίκη με έχει σημαδέψει βαθειά, έχει διαποτίσει την ψυχή μου με την υγρασία της, κράτα την πικρή ρίζα μου της Μικράς Ασίας, την κρατά χλωρή.





Συνέντευξη στους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο,

<<Η Λέξη>>,τ. 42, Φεβρουάριος 1985

Δεν υπάρχουν σχόλια: