Κάτω στου Μήτσου το ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν ντουμανότρουπες κ΄ ενα γιαπί λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκάχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά-σουρτά με μπαμπεσιά ζυγώσαν οι ρουφιάνοι,
με ζούλα ήρθαν οι π[ούστηδες] και μας εβάναν μπόστα:
τσίμπησαν πρώτα τον Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλλιας,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα.
Πήραν τις ντουμανότρουπες, πήραν και τους λουλάδες,
πήραν και τις διμούτσουνες, τα δεκαχτώ μαρκούτσια,
πήραν και τους ντερβίσιδες και στο πλεχτό τούς πάνε'
πήραν τον Μίκα το Ντουρντή, τον τζέ του Ντέλαβέρη,
το Μπαμπούλα, το Μπούμπουλα και τον Μπαλή το Μήτσο,
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάτα, το θεριό,
ποκανε πέντε στην Παλιά και δώδεκα στ΄ Ανάπλι,
κι οταν μιλάη τσακίζεται και λέει: Όφ,τ΄ αδρεφάκι.
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια,
κι ο Λιάκος βαρυγκόμαγε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
Λιάκο μ΄ τ΄ έχεις και θλίβεσαι, τ΄ έχεις κι αναστενάζεις;
Δεν κλαίω που με τσιμπήσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μον΄ κλαίω που μου τη σκάσανε κι ακόμα είμαι χαρμάνι...
Ναπολέων Λαπαθιώτης