Φαινόταν άρρωστος. Δηλαδή δεν είχε γιατρούς δίπλα του. Ήπιε ένα μπουκάλι λικέρ βύσσινο και άρχισε τις απειλές. Θα σας κάψω ρε. . . Μετά από αυτό κάποιος του ζήτησε φωτιά και του είπε Θέλουν ρέγουλα τα ηδύποτα και πριν φύγει του συμπλήρωσε Όσο χάλια και να είμαι, ξέρω όταν σε δω, θα γελάσω, θα αλλάξουν τα πάντα, τουλάχιστον για λίγο. Για λίγο. Το πάν είναι για λίγο. Εκείνος ρωτούσε με κάπως επιθετικό τόνο όποιον τύχαινε να είναι δίπλα του Σου έχουν πει ποτέ ''Σ' αγαπώ;'' Όλοι λέγανε κάτι διαφορετικό που είχε την ίδια κατάληξη. Εκείνος το είχε ακούσει;. . . Ναι, το είχε ακούσει. Είχε να φάει αλλά δεν είχε όρεξη και από χαμόγελα άλλο τίποτα. Σε λίγο θα ξημέρωνε και το πρώτο λεωφορείο θα ξεκινούσε. Ο πατέρας του, του είχε πει ότι παλιά το πρώτο δρομολόγιο ήταν δωρεάν αλλά μετά καταργήθηκε το μέτρο αυτό. Βολτάρανε τα μεγαλεία παλιά.
Σκέφτηκε να γυρίσει με τα πόδια στο σπίτι. Η απόσταση ήταν μεγάλη αλλά δεν την υπολόγιζε. Αν μπορείς να πας με τα πόδια, δεν είναι μακριά. Αν υπάρχει κάτι άλλο πιο μακριά - δεν είναι μακριά. Παραπατούσε και δεν υπολόγιζε. Πέρασε από το σπίτι του γαμίκου του φίλου του στην Αρμενοπούλου, χτύπησε, αλλά εκείνος έλειπε. Του άφησε μερικά τσιγάρα στην πόρτα κι ένα μπουκάλι σιρόπι που είχε στην τσέπη και τράβηξε για το σπίτι του.
Σε όλη την διαδρομή έβγαιναν φράσεις από το κεφάλι του. Μικρές, μικρές φράσεις που δεν είπε ποτέ σε κανέναν. Λεζάντες χωρίς εικόνες από πάνω για καβαλάρη. Θα τις θυμόταν όταν έφτανε σπίτι του, να τις γράψει πριν κοιμηθεί, ήσυχος για την ομολογία της ημέρας; Τουλάχιστον θα προσπαθούσε να τις θυμηθεί και αυτό ήταν κάτι που τον κρατούσε για να συνεχίσει και συνέχισε παραπατώντας.
Πάντα όμως τελειώνε σε εκείνη το όλο πράγμα.
Δεν θα σφαχτούμε απόψε,ε; Αλλά πρέπει να είσαι ήσυχη. . . Και ο άλλος δίπλα σου πιο ήσυχος, το κάθαρμα. Αλλά τι φταίει. . . Και αυτός μια γυναίκα αγάπησε. . . Πήγαμε βλέπεις και οι δυο και παραγγείλαμε δυο μέτρα γη να ξαπλώσουμε. . . Πού να βολευτούμε και οι δυο να γίνουμε λιπάσματα. . . Και εκείνη η ρουφιάνα. . . Ένας στους δυο κερδίζει. . . Έτσι έλεγε. . . Και να μην μπορώ να βάλω φωτιά σε αυτή την πόλη. . . Ξημερώνει σε λίγο και πρέπει να θυμήθω σε ποιούς θα ζητήσω συγνώμη πάλι. . . Νομίζω ότι θα είναι λιγότεροι αυτή την φορά.
. . .
Εκείνη ήταν ξαπλωμένη και έπαιζε νευρικά με την βέρα της. Ο άλλος δίπλα της κοιμόταν. Πήγε στο σαλόνι και άνοιξε την τηλεόραση. Είχε μια ταινία με ένα λιγομίλητο τύπο που όταν έβλεπε αδικία γαμούσε και έδερνε με το κανόνι του. Στο τέλος της ταινίας αυτοκτόνησε, με το κανόνι του, επειδή κατάλαβε ότι ήταν άδικος και ο ίδιος. Άδικος με τον εαυτό του. Μπορεί όμως και να βαρέθηκε το όλο πράγμα γιατί η ταινία σερνόταν.
Όταν τελείωσε η ταινία σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Πήρε από το ψυγείο μια εξάδα μπύρες. Ξάπλωσε το τραπέζι και άρχισε να τις καθαρίζει. Μια, δυο, τρεις. . .Μηχανικά. Δεν θα προλάβαιναν να ζεσταθούν. Από την τσέπη του νυχτικού της έβγαλε το κινητό και τα τσιγάρα της. Καρέλια λευκή κασετίνα. Κοίταξε το κινητό της. Καμιά κλήση. Στο πακέτο όμως είχε τρία τσιγάρα, αντί για ένα που νόμιζε. Αυτό της έφτιαξε κάπως την διάθεση.