Δεν είχε τίποτα άλλο να βγάλει να σερβίρει
έτσι άρχισε με τρόπο, σαν ετοιμαζόταν για μπάνιο,
να γδύνεται. Το κορμί της, πλαδαρό στα πόδια και στους γοφούς
έσφιγγε και μίκραινε όσο ανέβαζες την ματιά σου πάνω της
αγγείο φρέσκο πλακωμένο, πνιγμένο στο χρώμα
- Θα ΄ρθείς; είπε και τράβηξε για το δωμάτιο της.
- Εδώ είμαι. Που να πάω;
Που να πάω; Είμαι εκεί πάντα που δεν χρειάζεται
να φύγω, γιατί ξέρω ότι στο ίδιο σημείο θα
επιστρέψω.
Κάποτε με πλήρωσαν για να βάλω τα ρούχα μου
και τσακιστώ να φύγω. Αυτό έκανα και όπου φύγει φύγει.
Πίσω μου ακούγονταν γέλια, παλαμάκια, γιόυχα και σφαλιάρες
μα δεν είχα χρόνο να γυρίσω πίσω.
και να τους μοιράσω όλους τις θέσεις τους.
- Ρε χαμένε, τι δουλειά κάνεις;
- Φτιάχνω θηλιές. Θες; Και τις αργίες
δίνω δίκιο σε όσους έχουν
ένα κακό λόγο για ΄μένα. Αν έχουν δυο από αυτούς
και πάνω, μπερδεύομαι - που βρήκανε το χρόνο, την όρεξη
να μάθουν αυτά τα πράγματα για εμένα. Κι εγώ πετάω
το δίκιο, όπως πετάνε τα στραγάλια στις παρελάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου