Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

α


Λούλα Γ.


μετά από μια πυρηνική έκρηξη
Πρέβεζα και Ναγκασάκι γωνία, 
ή χωρισμό- δεν την λέγανε πια
Μυρτώ. . . - με τα ρέστα από κάτι
που δεν βγήκε σε καλό - ο Άγγελος
με γυρίζει σπίτι, δεν μπορεί να
περπατήσει μια ευθεία αλλά οδηγάει
με τα μάτια κλειστά - γυρίζω μέσα
μου, επιστρέφω κοντά σου - το
εισιτήριο μισό μισό
η γόπα αγκαζέ

την πρώτη την δεύτερη φορά γέλασε το αστείο σου
την τρίτη έκοψε ένα κομμάτι του μεγάλο και στο χάρισε
γιατί δεν μπορούσε να στο πουλήσει


παξιμάδια, πάμφθηνο αλκοόλ που
μισοσκοτώνει - τα
άπαντα του Μ.Χάκκα, μελωδίες
σωμάτων που δεν τις άκουσε
κανείς - οι εραστές πυροβολούν
καθρέφτες, οι καθρέφτες ραγίζουν
μια καμπύλη στο γυαλί
σαν χαμόγελο ειρωνικό


το πρωί σκλάβος και μετά δικτάτορας 
να γράφει μουσική για τον χορό των καβουριών


είχε μειώσει τόσο τον εαυτό του
που δεν είχε τίποτα να του πάρουν

άτρωτος, χαϊδεμένος, πεινασμένος
και εδώ

για πάντα


Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Μέρες


Στον Νίκο Βότση



λίγο πριν κοιμηθώ - άπειρες απόπειρες απόψε - δυνατότητες και σενάρια απίστευτα, σύνθετα και μπερδεμένα, ένα παράξενο Κολλάζ και αριστούργημα το Μοντάζ, όλα όλα ταιριάζουν. . .



Ο Σκορδάς τότε μιλούσε. . . Ο Ντιν. ήταν στο νοσοκομείο. . . Στην Αθήνα και μιλούσαμε ώρες στο τηλέφωνο. . . Το αγαπημένο μου τραγούδι του Καζαντζίδη είναι εκείνο που λέει ΄΄το μερτικό μου από την χαρά το έχουν πάρει άλλοι΄΄ μου έλεγε και φώναξα  Ποιοι καριόληδες είναι αυτοί οι άλλοι να πάω να τους βρω; και γελούσε, γελούσε. . .

Μετά κλείναμε και έβγαινα έξω, να διεκδικήσω κάτι που του είχανε όλοι και δωρεάν. Αλκοόλ, χειρόγραφα στον Θερμαϊκό να κάνουν παρέα σε ψάρια καπότες και λάστιχα. ( Κάποτε είχανε βρει και πλαστικές σακούλες με δεκαχίλιαρα, πεντοχίλιαρα - Τελικά ήταν μια ερωτευμένη που ακολουθούσε τις υποδείξεις ενός Μέντιουμ για να δέσει με μάγια τον αγαπημένο της).  Ζευγαράκια πιασμένα χέρι χέρι - Όσο γερά και να κρατηθείτε, ένας από τους δυο θα την κάνει, βλάκες. . . Κρατηθείτε, δεθείτε, γίνετε αυτοκόλλητοι, ένας από τους δυο θα περιμένει να κάνει το κομμάτι του και μετά το μαγικό του να εξαφανιστεί - παρέες και μηχανάκια.Το βιβλίο του Τραΐανού ποτισμένο με μια ανήλικη τεκίλα δεκαπέντε ετών - την ρίχνεις στο ρεζερβουάρ και η κούρσα πετάει - και απέναντι το Ιπποκράτειο. Μπύρα και χλωρίνη. Έρωτας. . . λέμε. Η σχισμή για τα κέρματα ανάμεσα στα πόδια της και η δικιά μου στο έντερο να στάζει ψυχή, αίμα - αν πεθάνεις τα κείμενα σου θα πάρουν αξία; αν σκοτώσεις τα κείμενα σου θα ανέβει η δικιά σου αξία;  - οι Καταραμένοι ποιητές - που το άλογο που πόνταραν ήταν το ίδιο που λάτρεψαν οι Τρώες -  οι Γιατροί που κάνουν την δουλειά τους. . .


μετά. . .

Να το βαφτίσουμε Πολύβιο ή να του δώσουμε το όνομα του μαλάκα του ταχιτζή - έτσι δεν τους λες;  - του Δόγματος Διονυσίου - ''Πάνε με όπου θέλεις ταξιτζή'' -  να μεγαλώσει λίγο, να το μάθουμε να μας κάνει καφέ και να μας αγοράζει τσιγάρα, να μην μάθει ποτέ να στρίβει τσιγάρο, να ξεχωρίζει τι του σερβίρουν, να βλέπει και ότι δεν το συμφέρει. . .κυρίως ότι δεν το συμφέρει. . .

τότε

Αντί για ταξί / ασθενοφόρο 
σε πάει εκεί που δεν θέλει να πάει κανείς. 
και
Ένας δίσκος γεμάτος ποτήρια 
 Ένας δίσκος γεμάτος τραγούδια.


πιο πριν

Καθ΄ οδόν στα Εξάρχεια, ο ταξιτζής από την Χαλκηδόνα. Μας χαρίζει την κούρσα. Κατεβαίνω να βγάλω το καρότσι του Ντίνου, βλέπω τον Λεωνίδα Χρηστάκη. Συγνώμη ,είστε ο Λεωνίδας Χρηστάκης; τον ρωτάω. . . Ναι,εγώ είμαι υπάρχει κάποιο πρόβλημα; . Όχι. . . Κανένα. - Βγάζω το καρότσι και ο Χρηστάκης το βλέπει και λέει Σε λίγο καιρό κι εγώ σε τέτοιο θα είμαι ( πέθανε λίγους μήνες μετά, κατάκοιτος). Που πας; τον ρωτάει ο ταξιτζής - Καλλιδρομίου. . . Εμείς πήγαμε στην Τσαμαδού. Εκεί σπρώξαμε ένα αμάξι χωρίς να έχουμε κατεβάσει το χειρόφρενο. Έβρεχε.


πιο μετά


Στην Βιβλιοθήκη μια κοπέλα με λιγότερα ρούχα από όσα πρέπει να καλύψεις μια επιφάνεια και όσο σοβά χρειάζεται μια οικοδομή. . . Ζητάει Λειβαδίτη και κάθετε δίπλα μου ενώ σημειώνω στίχους του Καρούζου σαν τάματα στο τετράδιο μου - «Άνοιξη, φθινόπωρο χειμώνας/ ο Μπαχ ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες/ γελαστός άγγελος του δρυμού/ μεγάλος ιδιοκτήτης/ ο Μπαχ ανεβαίνει την ουράνια σκάλα/ ιερέας ήχων απ’ τη βροχή νεότερος/ αγιόκλημα φυτρωμένο στ’ όργανο της εκκλησίας/ η θαλπωρή μεσ’ στην ανάγκη του θεού μεγάλη. (. . .)1 - Τι διαβάζεις; με ρωτάει - Μπαχ, τον Μονοσύλλαβο συνθέτη με τα είκοσι παιδιά.


Οι μέρες αν ήταν στιγμές. . .



Πάμε στο Ζάππειο;


Μετά στα χακί να λέω ότι ο Καρυωτάκης ήξερε εξαιρετικό σημάδι και να τρέχουν οι γιατροί από δω και από εκεί. . . Μαζέψτε τον. . .  και λαϊκό προσκύνημα στα Καρέλια τα Χρυσά. Ένας που ήθελε να καταταχτεί στις Ειδικές Δυνάμεις ή έστω στην Προεδρική Φρουρά - Κι άμα γίνει κάνας πόλεμος εσένα τι θα σε κάνουμε; / - Θα με βάλετε να θάβω ένοπλους που θα τους στέλνουν πακέτο από το πεδίο της μάχης. - δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τοιχογραφίες στις τουαλέτες από εντερικές κενώσεις. Είχα βγάλει ήδη ένα βιβλίο και καθάρισα  όλο το σκατό που υπήρχε. Χακί, η Καλοσύνη ως Επιστημονική, Πολεμική Φαντασία - Ο Κίτρινος Καρχαρίας - δεν καταλαβαίνω Χριστό αλλά γουστάρω -  και προσωπικό αναλώσιμο, που δεν μπαίνει σε γραφεία. Ένα χωράφι ακακίες, μια άδεια, κακίες χωρίς νόημα μετά. . .





Ν. Καρούζος, Του Ιωάννη Σεβαστιανού ΜΠΑΧ ανωφέρεια1

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Excentrifugal


Ζεστή η μέρα σήμερα. Δεν έχω τα λεφτά για να σε δω. Όσα λεφτά έχουμε θα τελειώσουν αύριο. Μου τηλεφωνείς. Αν το σηκώσω, σίγουρα θα βρω τα λεφτά. Ζεστή η μέρα σήμερα. Νιώθω καλύτερα. Οι πόνοι φύγανε, μάλλον για λίγο. Όταν ξαπλώνω ή κάθομαι πονάω. Κάποιοι όταν πολυσκέφτονται και μένουν στο ίδιο σημείο.  Μαζεύω πράγματα για άλλους, δεν ξέρω αν είναι ωραία αλλά πρέπει να τους αρέσουν. . . Το στομάχι μου είναι γεμάτο πληγές και το δωμάτιο μου με δέκα κούτες παλιές εφημερίδες - παλιά νέα, παλιάνθρωποι. . . οι παλιόφιλοι. Είναι ζεστή η μέρα σήμερα, γεννημένοι για περιπέτειες και έρωτες και ένα μεγάλο ντου στα περισσεύματα, στα έτοιμα που ανθίζουν και πληθαίνουν χωρίς κανένα κόπο - δικό τους. Όπως όταν βαριέσαι και δεν βρίσκεις κάτι να σου φταίει.

Θαύμα. Δεν το πιστεύεις. . . Αλλά μέσα σου, σκάει. . . Ο κρότος και οι πληγές. . . Κάτι έμεινε τελικά. . . και ότι μένει κέρδος αφορολόγητο. . . Όπως το γέλιο.



(Σε ποιο τροφικό επίπεδο ανήκουν οι ρουφιάνοι;)



χαλασμένος ο τηλεβόας
και πρέπει τώρα να ουρλιάξεις 

οι αριθμοί πιο ζωντανοί
κυλάνε σαρώνουν

οι λέξεις αόρατες
όσο και αν τις γδέρνουν

οι λέξεις ψηφοφόροι στην σειρά
να μην εκλέγουν νόημα

μα οι τοίχοι ακούνε
για αυτό τους μιλάς
και εκείνοι σ΄ αγαπούν.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ευχαριστώ


Ήταν πριν νικήσει ο σοσιαλισμός ή μετά; Τρέχανε όλη μέρα στην παραλία. Χάχανα, χουφτώματα,κακό. Μετά μάλωσαν γιατί αυτός πάτησε σκατά και εκείνη γέλασε. Δηλαδή αυτός μάλωσε γιατί η άλλη τον έγραφε. Την είπε ηλίθια και εκείνη συνέχισε να γελάει. Πήγε να την χτυπήσει άλλα το μετάνιωσε. Της άρεσε να την χτυπάνε. Της άρεσε να τηγανίζει κρεμμύδια, να γυρνάει κάτι χιλιόμετρα σπίτι της με τα πόδια, να γράφει το ΄΄Γιάννης΄΄ με ένα ΄΄ν΄΄ - όπως  Γιάνης Κορδάτος - να σπάει, κατά λάθος πάντα, πιάτα και ο King Kong. Θα ζούσε πολλά χρόνια γιατί δεν σκεφτόταν την γνώμη των άλλων. Η ίδια δεν είχε γνώμη. Σχεδόν για τίποτα. Ήταν εντάξει.Θα ζούσε.

Ο άλλος ήταν πιο πρακτικός άνθρωπος. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, έτρωγε μια φορά την ημέρα, δούλευε σαν το σκυλί για να έχει καλά γεράματα. Ωραία νιάτα, Σκατά γεράματα. . . ήταν το σύνθημα του. Δεν το έγραφε στους τοίχους, ήταν γραμμένο στο κούτελο του. Δεν έμαθε ποτέ κανείς τι του άρεσε. Ίσως δεν του άρεσε τίποτα ή του άρεσε κάτι ποινικώς κολάσιμο. . . Ίσως είχε ρίξει όλες τις ελπίδες του στο μέλλον. Δεν έλεγε τι ψήφιζε κάθε φορά. Δεν φοβόταν. Πίστευε ότι η ψήφος ήταν προσωπική υπόθεση. Όπως και ο ψόφος.

Μου είχαν πει να τους παντρέψω. Δεν το ήθελα αυτό, γιατί ήξερα ότι θα χωρίσουν. Τους πρότεινα να βαφτίσω το πρώτο τους παιδί. Δέχτηκαν με χαρά.

Χώρισαν πριν λίγο καιρό. Εκεί που τρώγανε σπόρια σε ένα παγκάκι, εκείνος σηκώθηκε και έφυγε. Εκείνη δεν είπε τίποτα. Όταν τελειώσαν τα σπόρια, έφυγε για το σπίτι της. Με πέτυχε στο δρόμο ενώ πήγαινα να πάρω τσιγάρα. Ήρθε μαζί μου μέχρι το περίπτερο. Δεν μου μίλησε μέχρι που ζήτησε τσιγάρο. - Πάρε όσα θες της είπα και της έδωσα το πακέτο. Έβγαλε ένα τσιγάρο, μου το έδωσε, και έβαλε το πακέτο στην τσέπη της.


- Ευχαριστώ. . . της είπα.


- Τίποτα. . . απάντησε.


Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012






΄΄Ένα χειμωνιάτικο δειλινό του 1921, μαζί με λίγους άρρωστους στρατιώτες ( σ.σ. ανάμεσα στους οποίους και ο Καρυωτάκης) και το δεκανέα του λόχου που μας συνόδευε, μπήκα σ΄ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών ( σ.σ. αρχίατρος ήταν ο συγγραφέας του Ζητιάνου Ανδρέας Καρκαβίτσας) για θεραπεία. Κάθησα ζαλισμένος σ΄ ένα ξύλινο πάγκο, μαζί με τους άλλους που περίμεναν την σειρά τους και κοιτούσα πότε το λίγο,σταχτερό φως που έμπαινε από τα τζάμια, πότε τους συναδέλφους που έλεγαν τα στοιχεία τους στο γραφέα του νοσοκομείου ή καθόντουσαν στην καρέκλα του κουρέα. Όλα χειροτέρευαν την ψυχική μου διάθεση. Σε μια στιγμή το βλέμμα μου έπεσε σε ένα ωχρό, μικρόσωμο φαντάρο δίπλα μου, που διάβαζε σα να μην αισθανόταν τίποτε από το περιβάλλον. Ήταν τέτοια η έκφραση του καθώς έσκυβε σ΄ ένα μικρό βιβλίο, εκδόσεως Λειψίας θαρρώ, που απομάκρυνε κάθε υπόνοια σκηνοθετημένης επιδείξεως πνευματικού ύφους. Μάτια ζωηρά με κάποια παιδική έκφραση και με τις σκιές τις επίμονης μελαγχολίας. Πρόσεξα το βιβλίο.Μες στο λίγο φως διέκρινα τον τίτλο στο επάνω μέρος των σελίδων. Ήταν ο Γουλιέλμος Τέλλος του Σίλλερ στο πρωτότυπο. Ένας νέος φαντάρος που διάβαζε στίχους του μεγάλου ποιητή μέσα στο αδιάφορο εκείνο περιβάλλον ήταν για μένα μια παρήγορη παρουσία(...)΄΄

Γ.Σταυρόπουλος 

παρμένο από το βιβλίο του Στέλιου Γεράνη, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - Χωρίς Αυθαιρεσίες και παραμορφώσεις
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ

αγάπη


ένας στους δέκα ανασταίνεται
οι υπόλοιποι ;


Μόνο με αστεία μόνο με αστεία και τους κομπάρσους να εκδικούνται πετώντας όλο τους τον ελεύθερο χρόνο να χοροπηδάνε στην κοιλιά του κατακτητή που γυαλίζει αλλά δεν φέγγει. . .
Το σώμα σου σαν αξιοθέατο αρχαίο που κανείς δεν ξέρει πότε και ποιοι το χτίσανε, πότε μπουκάρανε οι τραμπούκοι και οι πεινασμένοι και του αλλάξανε την διακόσμηση. . . Μόνο οι τουρίστες το εκτιμούν. . . Και όσοι έχουν να πληρώσουν. . . .

Στις πιο καλές ιστορίες ένα από τους δυο πρέπει να χαθεί, να μείνει πίσω και ο άλλος να προχωρήσει. . .

Ποτέ δεν σε είδα να κλαις. . . μόνο σε άκουσα στο τηλέφωνο. . . Εκείνος που σε έκανε να κλάψεις, τον αγαπάς μέχρι τώρα που γράφω. . . Εκείνος που όταν αλλάζει ο καιρός πονάει το χέρι του και με θυμάται. . . Άσχημο πράγμα το να μην ξεχνάς. . . Μένεις στάσιμος ή μένεις σταθερός. . . Όπως θέλει το βλέπει κανείς. . .

Είναι τα γένια μου. . . Φτάσανε εκεί που οι άλλοι μπορούν να γελάσουν. . . Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι που έλεγε ο αλλήθωρος βάτραχος. . . η Κόλαση είναι ΑΥΤΟΊ, αν έχεις τον κώλο ή τα άντερα να τους δείξεις. . . Δεν φοβάμαι όταν πρόκειται για μένα. . . Δεν έχω να χάσω τίποτα. . . Οι τριγύρω με κρατάνε. . .Θυμήσου. .

Αγαπηθήκαμε. . . Καμία Αντικειμενικότητα ή Εγωισμός. . .  Όπως όταν βάζεις στην πρέσα ένα σαράβαλο να το κάνεις παλιοσίδερα. . . ΄΄Θα πεθάνω πρώτος. . .΄΄ καμάρωνα σαν να ήμουν σε κάποιο διαγωνισμό. . . Γελούσες. . . Το γέλιο είναι πιο όμορφη και φριχτή μουσική. . . Με πίστεψες και ας έπαιζα με δυναμίτες. . . Εσύ κρατούσες το μασούρι. . .

Στην οθόνη έδειχνε ένα ζευγάρι να γαμιέται τέλεια. . . Χωρίς γκριμάτσες, χωρίς ιδρώτες και βήχα. . . Τότε ζεστάθηκες και έπεσες πάνω μου. . . Τότε ήταν πως ένιωσα λιγότερο άνθρωπος και σε φίλησα παντού. . . Και όπως σε άλλες πραγματικότητες. . . Το τέλειο γαμήσι σταμάτησε. . . Και τέλειοι και οι δυο, μέσα από την οθόνη μας χάζευαν, απορημένοι. Που βρέθηκε τόση αγάπη; Κάποιος νεκρός άφησε υπόλοιπο; Κάποιος μισάνθρωπος μετανόησε και αγάπησε το τομάρι του;  Οι Θεοί αποφάσισαν να πεθάνουν ή να βγoύνε στη σύνταξη;


Αρμονία. . .

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

καλοδεμένα βιβλία χωρίς εξώφυλλο


κάποιος που αγοράζει σκουπίδια / επενδύει για μετά / κάποιος που πουλάει τους νεκρούς  επενδύει για τώρα. . . μέχρι να σταματήσει να κλέβει οξυγόνο / λίγη ζεστασιά μα έχεις πυρετό και την παγωνιά την βλέπεις δροσούλα / 310 σειρά και 310 γκόμενες εγγυημένες να κλείνουν το ένα μάτι και στο άλλο να ρίχνουν στάχτη / καταδιώκουν τα όνειρα τους / ξυλοφορτώνουν και ξυλώνουν την φόδρα από τις τσέπες / την φόδρα από κόμπρα και το χρήμα φαρμάκι / τα ρέστα στον Άγγελο από την Κατερίνη και οι κοριτσάρες ως 1,88 που έχουν διαβάσει Ταχτσή - μου δίνουν τσιγάρο. . . Ξημερ. . .


Ζάλη. Αλλάζει σχήμα το μπουκάλι. Επιμένω όμως. Φωνάζω. Ποιο είναι το κέρδος σε όλα αυτά; Και αν δεν υπάρχει κέρδος, μια κρυψώνα τουλάχιστον, μια μάσκα. Όχι. . μια μελωδία να. . . δεν μετέχεις και καταλαβαίνεις τα πάντα.Βάσανο. . .ε; 

Σκύψε. . . Προσκύνησε μπροστά μου να σου πω ένα μυστικό. . . να σε δαγκώσω να μην ξανάρθεις μπροστά μου. . . Από μακριά. . . Από μακριά να σε βλέπω, να χάνω τις ασχήμιες, να χαιρετάω το ιδανικό. . . αλλά θα ξανάρθεις. . . Έτσι πάει αυτό, έτσι πας και εσύ και επιστρέφεις.