Λίγο φως
αν αντέξεις.
Λίγη πλάνη
αν πιστέψεις.
1.
Γνωριστήκαμε μέσω τρίτων. Σε μια καφετερία στην Ελευθερούπολη.Ήμουν 17 χρονών ηλίθιος με περιορισμένες δυνατότητες και καμιά ευθύνη και εκείνη 23 πριγκίπισσα χωρίς πριγκιπάτο και ένα μαλάκα να της ταΐζει το άλογο . Δεν ήμουν όμορφος, δεν ήταν όμορφη αλλά μου είχε κάνει εντύπωση το χιούμορ της. Χοντροκομμένο και εναντίον όλων. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να πέρασε πολλά για να συμπεριφέρεται έτσι αλλά δεν είχε περάσει τίποτα. Εκ του ασφαλούς προσπαθούσε να τσαλακώσει τον κόσμο τσαλακώνοντας τον εαυτό της. Δεν είχε κάποιο σκοπό. Απλώς έτσι ήταν πράγματα για εκείνη.
Εκείνη την εποχή είχα γράψει κάποιες σκέψεις σε στίχο και τις έβγαλα σε ένα μικρό βιβλιαράκι. Το μοίρασα από ΄δω και από ΄κει και το πράγμα δεν πήγε παρακάτω. Είχα σταματήσει να γράφω και έψαχνα μια κοπέλα να τα βρούμε και να πάμε για κάτι όμορφο. Δεν είχα μεγάλη επιτυχία και σταμάτησα. Λίγο μετά γνώρισα την Αντιγόνη.
2.
Της άνοιξα την καρδιά μου ένα βράδυ σε ένα μπαρ στην προξένου Κορομηλά. Είχαμε κάτσει σε ένα γωνιακό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Παρήγγειλε βότκα και εγώ μια μπύρα. Δεν την είχα δει ποτέ να πίνει αλκοόλ. Στην μισή ώρα που ήμασταν εκεί είχε πιει τρεις και πήγαινε για την τέταρτη. Κάποια στιγμή της μίλησα. Με άκουσε, χαμογελώντας Δέχτηκε την εξομολόγηση μου με υπομονή.
΄΄Δεν γίνεται. . . Είσαι μικρός και είμαι τρελή. . . Εξάλλου είμαι ήδη με κάποιον, τρία χρόνια.΄΄. Συνέχισε να πίνει.Δεν ένιωσα τίποτα λιγότερο από ο,τι πίστευα ο,τι άξιζα και όλα κύλησαν ήσυχα.
3.
Η σχέση της ήταν ( και είναι ) ένας άνεργος φοιτητής, 2 χρόνια μεγαλύτερος της. Της έλεγε ότι την αγαπούσε και θα σκότωνε όποιον έμπαινε ανάμεσα της. Όταν δεν την αγαπούσε και δεν της το έλεγε την χτυπούσε. Στο κεφάλι πιο συχνά. Όχι στο πρόσωπο, όπως οι νταβατζήδες. . . ήξερε. Εκείνη όμως δεν την πείραζε, ήταν ο δεσμός της και πάει και τέλειωσε. Του ήταν αφιερωμένη σαν σφαχτό πριν την θυσία.
4.
Ένα απόγευμα μου τηλεφώνησε. Έκλαιγε. Μου είπε ότι θέλει να με δει. Η αγάπη της το είχε παρακάνει. Την είχε σκυλοβρίσει, της είπε ότι σκέφτεται να την χωρίσει. Την βρήκα σε ένα παγκάκι στην παραλία να πίνει μπύρες. ΄΄Δεν με θέλει πια. . . Δεν του έκανα τίποτα. . . Που και πού πίνω αλλά ποτέ μπροστά του.΄΄. Την άκουγα να μου λέει για το πόσο καλός ήταν - όταν δεν της μετρούσε τα παΐδια - τι ωραία μαγείρευε και τρώγανε μαζί. . . Μου μιλούσε για εκείνον πολύ ώρα, τόση που λίγο ήθελα να τον συμπαθήσω και εγώ. Κάποια στιγμή μου ζήτησε να πάω να πάρω μπύρες.
- Πόσες θέλεις;
- Μια εξάδα. . .
- Δεν θα ζεσταθούν;
- Δεν θα προλάβουν. . .
Έκανα ότι μου είπε. Της έπινε πολύ γρήγορα. Ρευόταν και γελούσαμε. Μετά μισή ώρα πήγα πήρα 2 εξάδες, μια για μένα, μια για αυτήν. Είχε βραδιάσει. Ξάπλωσε στο παγκάκι και έβαλε το κεφάλι της στο πόδι μου. Την χάιδεψα. Με φίλησε. . . Αρχίσαμε. . .
5.
- Τι είναι εκεί ψηλά;
- Τα Κάστρα.
- Θέλω να πάμε. . . Δεν έχω πάει ποτέ.
Σηκωθήκαμε και πήραμε τον ανήφορο για τα Κάστρα. Νομίζαμε ότι ήμασταν μια χαρά αλλά σερνόμασταν, παραπατούσαμε. Κάναμε στάσεις σε όποιο περίπτερο βλέπαμε και αγοράζαμε μπύρες. Κάποια στιγμή φτάσαμε. Η πόλη πιάτο μπροστά μας. Με αγκάλιασε. Ένιωθα να χάνομαι. . . Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει. Άρχισα να λέω πράγματα άσχετα, ασυνάρτητες προτάσεις, να κουνάω τα χέρια μου σαν να βγάζω λόγο. . .
- Έχω γράψει ένα βιβλίο γεμάτο μαλακίες. . . ούτε μια γυναίκα όμορφη δεν είναι μέσα. . . όλες εκνευριστικές και άσχημες. . . αλλά κάνουν ότι θέλουν. . . σαν και εσένα.
Με φίλησε. Το στόμα της σκυλοβρωμούσε μπύρα και μαύρο. Την δάγκωσα στα χείλια, στο λαιμό. . . δεν αντιστάθηκε. Πέρασε στην επίθεση. . . Μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και άρχισε να μου τον γλύφει. . . Μέτα πέντε λεπτά έκανε εμετό.
Έτρεξα και της πήρα ένα μπουκάλι νερό. Της έδωσα να πιει και της έβρεξα λίγο το πρόσωπο. Δεν μιλούσε. Στο τέλος μου είπε ότι θέλει να φύγει. Της βρήκα ένα ταξί και έφυγε.
6.
-
Αυτό που έγινε χθες το βράδυ ήταν μαλακία. . . μου είπε την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο.
-
Κάνεις λάθος Αντιγόνη, δεν ήταν μαλακία. Τσιμπούκι ήταν.
Άρχισε να γελάει. Ένα γέλιο νευρικό, ασυγκράτητο.
-
Εντάξει. . . έχεις δίκιο. Θα τα ξαναπούμε.
7.
Την ξαναείδα μια βδομάδα μετά. Η βραδιά ήταν όπως και στην προηγούμενη συνάντηση. Παραλία. Μπύρες. Κάστρα. Ύστερα έφευγε για το σπίτι της φίλης της που την φιλοξενούσε. Η φίλη της ήταν ένα κακιασμένο ανασφαλές πλάσμα που την ζήλευε. Καιγόταν για τον καλό της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη το ήξερε και όλο την τσιτσίριζε.
- Εχθές, Αγγελική, ο Γιάννης μου όρμηξε από πίσω ενώ περίμενα να βράσει το νερό στην κατσαρόλα για να ρίξω τα μακαρόνια. . . της έλεγε και η άλλη έσκαγε από το κακό της, χωρίς να το δείχνει. Όταν έμαθε για μένα, δεν περίμενε, μας κάρφωσε κατευθείαν. Αγαπούσε και ποιος να την κατηγορήσει; Μια ηλίθια που αγαπούσε, αγγελικά πλασμένη.
8.
Η Αγγελική με κάλεσε σπίτι της να πιούμε καφέ και να τα πούμε. Απόρησα γιατί τις λίγες φορές που συναντηθήκαμε δεν είπαμε τίποτα παραπάνω από ένα γεια. Πήγα με ένα κουτί γλυκά. Μου άνοιξε, καθίσαμε στο σαλόνι και μου έλεγε για τις σπουδές της. Πάνω στο τέταρτο, χτύπησε το κουδούνι.
-
Η Αντιγόνη θα είναι. . . είπε η Αγγελική.
Άνοιξε και μπήκε μέσα ο Γιάννης. Δεν με χαιρέτησε και μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
- Αν την ξαναδείς θα σου σπάσω τα μούτρα. . . Η Αντιγόνη είναι με ΄μένα και με κανέναν άλλον. . . το καταλαβαίνεις;
- Η Αντιγόνη μου τηλεφωνεί και εγώ πάω να την συναντήσω. . . Που είναι το πρόβλημα;
- Εγώ σου είπα. . . Αν συνεχίσεις, θα σε κάνω μαύρο. . .
- Μαύρο σαν αυτό που κάνει η Αντιγόνη;
Δεν γέλασε. Άρχισε να ουρλιάζει. Πήγε να μου ορμήσει, μπήκε στην μέση η ρουφιάνα της υπόθεσης και τον κράτησε. Κοίταξα γρήγορα το σπίτι. Ήταν μικρό για να αρπαχτώ μαζί του. Ήταν λίγο πιο ψηλός από εμένα αλλά τον ξάπλωνα αν ήθελα και ας είχε αυτός δίκιο.
Πήρα τα γλυκά και έφυγα.
9.
- Πλακωθήκατε; με ρώτησε η Αντιγόνη στο τηλέφωνο.
- Ναι. . . Αλλά μπήκε το κοντοπούτανο στην μέση και τον κράτησε. . .
- Κοντοπούτανο; α, χαχαχαχα. . .
- Μην γελάς. . .
- Εντάξει. . . τον ηρέμησα όταν ήρθε. Του είπα ότι δεν θα σε ξαναδώ.
- Πότε θα τα πούμε;
- Μεθαύριο.
10.
Η ρουφιάνα η φίλη της είχε φύγει για σπουδές έξω, για ένα εξάμηνο. Η Αντιγόνη κατάφερε να πάρει το κλειδί του σπιτιού. Ήταν η πιο ωραία περίοδος αλλά είχε τις πιο άσχημες συνέπειες. Καθόμασταν εκεί, πίναμε, μαγειρευάμε,ακούγαμε μουσική, γαμιόμασταν. Ήταν καλοκαίρι και δούλευα το πρωί σε μια αποθήκη. Δυο μηνιάτικα πήγανε όλα στο όνειρο με την Αντιγόνη. Μέχρι που μια μέρα την ρώτησα αν θα αφήσει τον άλλο.
- Είπαμε είναι δεσμός μου. . . είναι ο άντρας μου.
- Και εγώ;
- Εσύ είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος που με κάνει και γελάω.
Εκείνη την ημέρα τελείωσαν όλα.
11.
Βρεθήκαμε και άλλες φορές. Η καλύτερη ήταν όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο καλός της. Μου όρμηξε και μου έριξε μια μπουνιά εκεί που είναι η καρδιά. Του έριξα μια ανάποδη και έφυγε στην άλλη άκρη του σαλονιού. Έπεσε πάνω σε ένα τραπεζάκι και έσπασε το χέρι του. Είπε ότι θέλει να μου κάνει μήνυση, να με βάλει μέσα ή να τον πληρώνω μια ζωή. Του είπα ότι αν το κάνει αυτό θα του σπάσω και το άλλο για να μην παραπονιέται. Τελικά τον έπεισε η Αντιγόνη να μην κάνει τίποτα. Του είπε ότι έχω μόνο ένα χρόνο ζωής, ότι είμαι βαριά άρρωστος, ότι τα έχω χαμένα. Με έσωσε και του γλύτωσε το χέρι που του ήταν ακόμα γερό.
12.
Παντρεμένη -
Ἕνα διάστημα παίζετε τὸ τέρας μὲ τὰ τέσσερα πόδια κολλητά. - με την βέρα που κάνει την δουλειά της στο δάχτυλο..
Τσικνοπέμπτη.
- Το blog σου έκλεισε τέσσερα χρόνια.
- Ναι. . . Θα το διαλύσω και θα κηρύξω εκλογές.
- Μην λες μαλακίες. . . Δεν σου πάει. . . Όταν τις γράφεις είσαι καλός. . .
- Ναι. . . Τακτική του ''αλλά σκέφτομαι, άλλα λέω, άλλα γράφω, άλλα εννοώ''.
- Τέχνη του Κερατά. . .
- Παντρεμένη γαμιέσαι καλύτερα αλλά σαν χήρα πιστεύω ότι θα είσαι ένα best of σε ένα σώμα.
- Άσε τις βλακείες. Αν ήσουν ευγενικός θα έλεγες Ζωντοχήρα.
- Αν ήμουν ευγενικός δεν θα υπήρχα ή θα ήμουν κάπου και θα πουλούσα τον χρόνο μου για λίγα. . .
- Πως και είσαι καλοντυμένος σήμερα;
- Σήμερα λένε ότι είναι καρναβάλι, οπότε. . .
- Το βιβλίο πότε θα βγει;
- Όταν πέσει η επόμενη κυβέρνηση. . .
- Έκλεισε;
- Με αγαπάς ρε;
- Ώρες ώρες. . .
- Έκλεισε. . .