Στο μετρό, με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο μισάνοιχτο, αναμαλλιασμένος, καθιστός τραβάω κατά τον σταθμό Λαρίσης, να βγάλω εισιτήριο, να φύγω το βράδυ για την πόλη με τα φαγάδικα, τις εκκλησίες, τις πολιτικές δολοφονίες, τους Εβραίους - όσοι απέμειναν απ΄ όσους ξαπόστειλαν με τα τρένα για να γίνουν μετά ε π ε ν δ ύ σ ε ι ς και α π α λ λ ο τ ρ ι ώ σ ε ι ς - και τον εσωτερικό μονόλογο. Μια γριά, καλή γριά, κάθετε απέναντι μου και με σημαδεύει κουνώντας το κεφάλι της. Την κοιτάω κι εγώ με το μισόκλειστο μάτι και κουνάω το δικό μου κεφάλι. Είμαστε σαν ερωτευμένα, πλάι πλάι σκυλάκια στο παρμπρίζ αυτοκινήτου. Λίγο ακόμα και θα ακολουθούσαν τα σώματα - κουδουνίστρες ερωτικές - αλλά εκείνη μου είπε.
- Φοράς περούκα;
- Όχι. Εσείς;
- Είσαι ανάγωγος.
- . . . Από το Κορδελιό είμαι. Δεν μου απαντήσατε όμως.
Κι άρχισε να φωνάζει. Ανάγωγος και δεν ντρέπομαι. Με τον πληθυντικό μου, με το κεφάλι μου αναμαλλιασμένο, πέρα δώθε, από το Κορδελιό και εκείνη να φωνάζει. Σκέφτηκα τον άντρα της, χεσμένο στα γέλια, να μου σφίγγει το χέρι. Ή τον λαιμό, ποτέ δεν ξέρεις. Αλλά μπορεί να τους είχε χωρίσει ο θάνατος. Φαινόταν λιγάκι στο πρόσωπο της και τα χέρια της πρέπει να έριξαν κάμποσο χώμα.
Η διπλανή μου, δεν έδωσε σημασία σε όλο αυτό. Κρατούσε την τσάντα της και χάζευε έξω από το παράθυρο το σκοτάδι από το τούνελ. Ο διπλανός της καλής γριάς, έκανε το ίδιο, αλλά χαμογελούσε κάπως.
Εκείνη την στιγμή, ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα ότι φτάνουμε στον σταθμό Λαρίσης. Σκέφτηκα ένα κουλουράκι να πάρω από εκεί.
- Θα φύγω, μην φωνάζετε.
- Να φύγεις ρε.
- Αλλά πριν. . .
. . .και τράβηξα μια τούφα από τα μαλλιά μου να της δώσω.
- Φυσική τρίχα. Όποιος έχει δίνει.
- ΦΥΓΕ ΡΕ. . .
- Ή τα βάφει. . .
- ΦΥΓΕ, ΠΑΡΤΕ ΤΟΝ.
Κοίταξα γύρω μου. Ποιοι να με πάρουν; Εδώ αμάν κάνανε για να φύγω. Οι διπλανοί μας είχαν σηκωθεί και περίμεναν να ανοίξουν οι πόρτες να φύγουν. Σηκώθηκα και εγώ, μαζί τους. Η καλή γριά, καθισμένη ακόμα, κόκκινη.
- Και συλλυπητήρια για τον σύζυγο. . . είπα και έφυγα σφαίρα για να βγάλω το εισιτήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου