Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Προς Β.Θ.


 Γράφει ο Τέλλος Άγρας ( ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου που μια πληγή από ρημάδα αδέσποτη τα Δεκεμβριανά τον έστειλε με ταλαιπωρία διαβασμένο ) για τον Μαριάμπα του Σκαρίμπα' Ένα είδος μέθης, ζούρλιας, βίας - να γίνη κάτι καινούργιο, κάτι απίθανα παιγνιώδες, που άλλοτε ζευγαρώνει με τη φόρμα και γίνεται << ένα πλάσμα τιποτένιο και εξαίσιο>>, άλλοτε όμως απομένει ολομόναχο και χωρίς δικαίωση... << Αισθανόταν την αμηχανία του ποίημα. Σχεδόν το έλκυσμα, τη γοητεία της γκάφας>>, γράφει κάπου ο κ. Σκαρίμπας για τον ήρωα του. Το ίδιο θα μπορούσαμε και μεις να λέγαμε κάποτε για τον συγγραφέα. Αισθάνεται τη γοητεία της γκάφας. Παίζει. Άλλοτε ιδιοφυής, άλλοτε ασήμαντος...

 Αλλά γιατί όλα αυτά; Ε, αυτό είχα στην τσέπη του παλτού μου και πήγαινα. . . Όμως η  τελευταία φράση. . . Άλλοτε ιδιοφυής, άλλοτε ασήμαντος. Άνθρωποι, ρε. . . .

  Αλλά σε θυμήθηκα

  Σε θυμήθηκα ολόκληρο και κοντοκουρεμένο. Συνήθως θυμάμαι κάποιον που είναι δίπλα μου, μπροστά μου. Κάτι λεπτομέρειες, όλες αφορολόγητες. Αλλά χωρίς να είσαι εδώ, με βοήθησες.
 Είδα μια παλιά γνωστή όταν κατέβηκα πριν λίγες μέρες στο κέντρο. Πέρασε απο μπροστά μου, μου έριξε μια ματιά και συνέχισε. Της φώναξα. Γύρισε και ήρθε κοντά μου. ΄΄Χωρίς την μπύρα στο χέρι, δεν σε γνώρισα. . .΄΄. Το χάρηκα. Τι πνεύμα,ε; Στα λίγα δευτερόλεπτα, πέρασαν πολλά από το κεφάλι μου σαν απάντηση. Τότε σε θυμήθηκα. Τι θα έκανες; Το βρήκα.
 Έκανα ένα Χμμμμ. . . . και μάλλον κατάλαβε ότι βρίσκομαι στα ξενερώματα.
 Έφυγε.
 Αλλά δεν γαμοσταύρισα, δεν της έφαγα τα λαιμά. Ήμουν οπαδός σου εκείνη την στιγμή. ( Άραγε υπάρχει βουδιστής, παλαιστής του κατς; )
 Σκεφτόμουν και πράγματα μπροστά μου.
 Μουσικοί του δρόμου, κάτι μελωδίες ΝΑ και αυτοί με χαμόγελα να περιμένουν να αφήσουν οι περά δώθε, κάτι. Κάποιοι μάζευαν πολλά, άλλοι λιγότερα. Ένας έπαιζε τρεις ώρες και ρίξανε ένα πενηντάλεπτο μόνο. Το έριξε στο πιο πάνω καλλιτέχνη. Τρείς ώρες εξάσκηση. . . έτσι το σκέφτηκε. Ανεβαίνουν οι απαιτήσεις. . . Καμιά μέρα θα δούμε ένα πιάνο με ουρά, τρία βιολιά, δυο τσέλα και ένα μπαγλαμά να παίζει ουγγρικά βαλς στην Ναβαρίνου. Υπερπαραγωγές του δρόμου.
 Μια φορά συνόδευσα την Δ. σε κάτι τέτοιο. Εκείνη κοπανούσε το μπεντίρ και τα έλεγε ωραία και ΄γω λίγο πιο πέρα διάβαζα τα ημερολόγια του χορευταρά του Νιζίνσκι, έπινα τις μπύρες μου και άκουγα τα κλινκ κλίνκ, από τα κέρματα που τις ρίχνανε. Σαν νταβάς χωρίς όφελος. . . . Σε μιάμιση ώρα μάζεψε κάπου έξι ευρώ. Τα καλύτερα λόγια βέβαια, τα είπε μια κοπέλα που δεν έριξε τίποτα. Συγχαρητήρια και Ήσουν υπέροχη. . .  Όμορφα πράγματα.
  Κάθομαι στην στάση και χτυπιέμαι με το Zig Zag Wanderer, του Καπιτάνιου και της Μαγικής μπάντας του στα ακουστικά. Μια που μοιάζει με την αδερφή σου με πλησιάζει και μου λέει Ωραία χορεύεις.
- Ε; 
- Ωραία το πας. 
- Όχι. . . Απλώς κατουριέμαι.

 Γελάει και μου δείχνει το στενό στην Ιπποδρομίου να πάω να ξαλαφρώσω. Ένας πιο πέρα φωνάζει Μια δεκαπεντάχρονη θέλω. . . 
 Λίγο πιο μέτα ένα ζευγάρι πιο πέρα. Κεφαλοκλείδωμα, χάχανα. Σκέφτομαι να λέει εκείνη

- Με αγαπάς;
- Ουουου, πολύ.
- Πόσο;
- Από Βούλγαρη μέχρι την Bratislava.

  Μετά στριμωξίδι στο λεωφορείο, να γυρίσω στα πυρηνικά δυτικά. Γύρω σαρδέλες προς διασκέδαση. Βυζούδες με χαρ χαρ χαρ και καβλωμένοι, πλαγιοκουρεμένοι με άλλα χαρ χαρ χαρ. Όλοι προς διασκέδαση και να δω ποιος θα πηδήξει.
 Βυθίζομαι.
 Λέω το όνομα της, σαν ξόρκι που διώχνει το κακό ( η διπλανή κοιτάει περιέργα. . . Τι ΄΄Μαρία΄΄΄;) και όλα καλύτερα. Όλα.


 Φτάνω καλά.

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

ένας μαλάκας να σηκώσει το χέρι

  
Αναρχοφεμινιστικά συνθήματα στους τοίχους στο κέντρο της πόλης και θυμήθηκα τότες που πήγες να με σκοτώσεις ολίγο σε εκείνο το κολπάκι με τα σκαλιά. Σκατοψυχούσα, κορόιδευα ενώ έβγαινα από το σπίτι σου,  κουνώντας τα χέρια μου, να δώσω σχήμα στην ξεφτίλα και την ματαιότητα των πραγμάτων γύρω μας. . . Βάλε και αυτόν τον άχρηστο που αγάπησες για να σου μετρήσει τα παΐδια μετά.  . . Βάλε και την άρνηση σου να πάω να μετρήσω τα δικά του δυο φόρες, για σιγουριά. . . Άχρηστος κι εγώ. . .  Οπότε δως του κοροϊδία. . . Τότε έκανα το λάθος να σου γυρίσω την πλάτη. Μου έσκασες μια σπρωξιά και έφυγα τέσσερα, πέντε σκαλιά κάτω. . . Γλίστρα αλλά δεν κατρακύλησα. Σηκώθηκα και ανέβηκα με δυο βήματα όλα τα σκαλιά να σε βούτηξω, να γίνουμε ένα ωραίο ακροβατικό στην σκάλα αλλά πρόλαβες και μπήκες μέσα. Γαμημένε χαχαχαχαχαχαρ. . . . Και μου άφησες όλες τις μπύρες. . . . και δως του γέλιο. Τράβηξα μια καλή στην πόρτα και έμεινε αναμνηστικό ένα μικρό λακκάκι, σαν αυτό που εμφανίζεται στην μάπα μου όταν χαμογελάω και λες ότι σου αρέσει.  Τότε βγήκε η γειτόνισσα από το δίπλα διαμέρισμα, με την νυχτικιά, σαν μαδημένη μπομπονιέρα και φώναζε να σκάσουμε επιτέλους και τι πράγματα είναι αυτά. Της είπα Όλα θα πάνε καλά και Νεκροί δεν υπάρχουν. Την ηρέμησα με ένα αστειάκι για τον Φ.Π.Α. που ανεβαίνει και μας τρώει την ζωή, της είπα ότι είσαι μουρλή και δεν σε έχουν μαζέψει ακόμα αλλά φεύγεις σε κάνα μήνα για τον Αλή Γαμιά στην Καβάλα. Ησύχασε. Ησύχασα και ΄γω. 

Εσύ;

3/3/17