Με δανεικά πάω, με δανεικά γυρίζω, τα βιβλία όλα τα ξεφορτώθηκα, τα ξαπόστειλα σε άλλα χέρια να παπαριάσουν.
- Εμείς, βλέπεις, δεν έχουμε μουνί και έτσι βιβλίο δεν θα δούμε από ΄σένα, ούτε για δείγμα.
- Σε καμιά δεκαπενταριά χρόνια που θα βγάλω τα άπαντα, μια και έξω, θα σου στείλω δυο αντίτυπα. . . Κι ας μην έχεις από αυτό το μουνί, που λες.
- Τι τίτλο θα βάλεις;
- Του Σκορδά το Χάνι - Ο Θρίαμβος των Αχρείαστων.
Κοζάνη. . . Δυο κομμουνίστριες και η βασιλική τους φιλοξενία - καμιά ειρωνεία πια. . . Τα ανέκδοτα για τον Σήφη, το τρομερό παιδί εξαντλήθηκαν προ πολλού σε μέρη όχι και τόσο φιλόξενα, κάπου στην Ιασωνίδου. . . Καμιά ειρωνεία. Ηρεμία, άνεση. Σαν να ζωγραφίζεις κάτι που δεν είδες ή δεν σε πλήρωσε ποτέ.
Μακεδονικά χωριά και η Κοζάνη υπάρχει όπως όταν ξυπνάς και βρίσκεις αντί για δυο, οχτώ τσιγάρα στο πακέτο.
Ο δρόμος για την Σιάτιστα δεν είναι φωταγωγημένος αλλά ο οδηγός ξέρει να ταιριάζει καλά τις λέξεις, καλύτερα από εμένα. Εγώ σημειώνω, εκείνος γράφει και φτάνουμε με ασφάλεια. Η δημοτική αρχή απουσιάζει. . . Σχεδιάζουν να χτίσουν ένα κέντρο ΄΄φιλοξενίας΄΄ εκεί κοντά και υπάρχει κάποια ένταση, λένε.
Ο Βασίλης διαβάζει τα ποιήματα του και ο Μπάμπης ενδιάμεσα παίζει στο πιάνο συνθέσεις του Satie. Μπροστά τους τραπέζια ενωμένα και το κοινό τρώει - δεν νηστεύουν; - και ακούει. Έπειτα ένας με φωνή στεντόρεια διαβάζει Λόρκα. Το κοινό πίνει σόδες και ακούει.
Κάθομαι με την μπύρα μου πλάι στην Πηνελόπη που έχει μοστράρει όμορφα δεκαπέντε αντίτυπα από την συλλογή του Βασίλη, και παρακολουθούμε. Ένας κύριος με λοξοκοιτάζει την ώρα που λέω κάτι για τον Φίλιπ Ντικ και ένα κιλό αλογίσιο κιμά και μια κυρία με ρωτάει αν είμαι ο ΄΄Κάφκας΄΄. Όχι. . . Δεν είμαι ο Κάφκας. . . Ούτε Πύργος, ούτε Δίκη, ούτε Ημικρατική ασφαλιστική εταιρία. Δεν έγραψε για μένα ο Μπόρχες.
Ο κύριος που λοξοκοίταζε, αγοράζει ένα αντίτυπο. Σκίσαμε.
Τηλεφωνώ στον Βότση να του πω για το γκραν σουξέ. Ενθουσιάζεται με τον τρόπο του' με ρωτάει τι είχε το μενού που πλακώθηκε το κοινό.
Επιστρέφουμε με ασφάλεια στην Κοζάνη. Συναντάω ένα παλιό συμπολεμιστή από την περεστρόικα στο Προκοπίδη. Δεν έχει αλλάξει. Εγώ μάλλον έχω μεταμορφωθεί. Με δανεικά, πάντα. Όλα, όλα όμως είναι καλύτερα. Όχι καλά. . . Καλύτερα.
Στο λεωφορείο για την Θεσσαλονίκη, μια γκεργκέφω πλάι μου χαζεύει την Σαρκοφάγο, του Ιωάννου που κρατάω στα χέρια μου και με ρωτάει αν ο Ιωάννου ήταν αδερφή.
- Τι να σας πω, δεσποινίς μου. . . Όταν το αγόρασα δεν μου είπανε τέτοιο πράμα.
- Δεν είμαι δεσποινίς. . .
- Είστε σίγουρη;
Δεν απάντησε.
26/3/2012