Κορδελιο - Καλαμάτα - Ιωάννινα - Σύμη
Ν.Β.
Σήμερα το ξημέρωμα ο ουρανός ήταν κόκκινος - τα προνόμια της μόλυνσης - χθες η επέτειος που την έκανε ο Zappa, τα επόμενα διακόσια χρόνια τώρα - Francesco Zappa, Frank Zappa, ο επόμενος;
Μετά την καραντίνα, καραμπίνα, αυτό έργο παλιότερο και από τον Σαίξπηρ - μόνο δυο τρεις θα μείνουν να λένε ανέκδοτα, κάπως έτσι θα είναι το τέλος του κόσμου / και πόσους Σοβιετικούς καθάρισε η βότκα, το κρύο και ο Σήφης που κάποτε έγραφε ποιήματα; Στους αριθμούς είναι πάντα το πρόβλημα. Μα αύριο γιορτάζεις και γιορτάζει και ο Παναγιώτης. . . . Τα ποτιστήρια και όσοι δεν έχουν λάδι ούτε για το καντήλι ή για τους μεντεσέδες, δεν γιορτάζουν. . . Συνεχίζω όμως το ίδιο τροπάρι και η Δέσπω από απόσταση ασφαλείας μου λέει ΄΄Συνέχισε, συνέχισε. . . Τον λάκκο σου να ανοίγεις. . . ΄΄, όπως στο Όνειρο του Kafka, του ημίδημοσιουπαλλήλου που κατάχεσε την κάθε εξουσία. . . Φόβος και Αγάπη για τον πατέρα του, το ΄΄μέτρο των πάντων΄΄ για εκείνον και διαλυμένοι αρραβώνες πριν έρθει μια Dora Dymant να τον ζεστάνει πριν εκείνος φύγει -
Αν σκεφτείς την κονόμα και τον θάνατο που βγαίνει από τις παρεξηγήσεις και τις διαφημίσεις θα τρομάξεις, αλλά τα ξέρεις αυτά και δεν τα γράφεις, μου τα δείχνεις και αυτοσχεδιάζω. Σαν να λύνεις την θηλιά και να την τεντώνεις για να κάνω τα κόλπα μου με όση φτωχομπινεδιάρα καλοσύνη μας απομένει. . . Από το τίποτα βγαίνουν όλα, κάποια πουλιούνται, λιγότερα χαρίζονται, όλα χάνονται για να βρεθούν, αν βρεθούν, όπως όπως μετά. . . Ίσως μεταμορφωθούμε απόψε σε κάτι πιο νόστιμο ή εμφανίσιμο. . . Κάποιος θα παίζει ποδόσφαιρο με νεκροκεφαλές - έγινε αυτό, εδώ κοντά κάποτε - και άλλος με το ζόρι θα τρώει τα διαμάντια που του περίσσεψαν. . . Περιμένουμε έναν ευαίσθητο χαμάλη να κυβερνήσει αλλά δουλεύει και δεν έχει τον χρόνο για τέτοια. . . Οπότε υπάρχει αλλά δεν θα έρθει. . .
Οπότε θα καίμε το όποιο κάδρο για να ζεσταθούμε και όποιο χρώμα και σχέδιο θα χάνεται και γυρίζει παντού. . .
5/12/2012
Πριν ανέβει στο πάλκο να τραγουδήσει, της λέω ΄΄Ένα αυτόγραφο;΄΄ και μου
ζητάει να σηκώσω την μπλούζα μου να υπογράψει. Τότε συμπληρώνω ότι αν
είναι να σηκώσω μπλούζα, θα πρέπει εγώ να της δώσω αυτόγραφο. Γελάει. Η
αυτοεκτίμηση μου καταντάει ασανσέρ που χασομέρηδες το καλούν και πατάνε
στην τύχη τα κουμπιά. Θα με γύριζε κούρσα εκείνο το βράδυ. Είχε πέσει
και ένα δέντρο από την βροχή και τους ανέμους στην είσοδο του σταθμού
και τα λεωφορεία δεν μπορούσαν να μπούνε. Με γύρισε κούρσα. Καλοί
άνθρωποι. Όλα τα δώρα τους αξίζουν. Όπως άλλοι που με κοίμισαν και άλλοι
που μου στρίψανε τσιγάρα. Άλλοι τσιγάρα και άλλοι λαρρύγγια. Ποιος
νικάει;
Στην οδό Γ. Διάκου ή στην οδό Χασάν Ταχσίν Πασά. Πότε θα έρθεις; Πέσανε τα νοίκια στον Παράδεισο; Στην Καλαμάτα πόσες μαύρες πέτρες άφησες; Τι άσχημο ένα δόντι σάπιο να σε κυβερνάει. Τσουβάλι από σάρκα, λογάκια και ζεστός αέρας. Μια φυσαρμόνικα πετάει φωτιές και οι κιθάρες λιγότερο εφετζίδικες απ΄ ότι οι κιθαρωδοί. Αυτοί οι μεταπτυχιακοί μετανάστες δεν μοιάζουνε με αυτοεξόριστους; Αλλά εμείς εκεί, στο ζουμί μας, με τις ανασφάλειες να αυτοσχεδιάζουν. Βρήκες εκεί στα Ιωάννινα ότι το Mary Had a Little Lamb του Buddy Guy μοιάζει με το ΄΄θατηνσφάξω΄΄ των Rolling Stones. Είδες και ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν αναπαράσταση εις βάρος κρατικού προϋπολογισμού. Εγώ στα Ιωάννινα είχα δει μόνο λίμνη και την προτομή του Μαβίλη και μετά τράβηξα για την Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Σου είχα τηλεφωνήσει εκείνο το βράδυ. - Το φεγγάρι. . . Το φεγγάρι είναι πρησμένο το πούστικο απόψε. . . σου έλεγα και μου απάντησες - Και ΄γω τι να κάνω;
Κάργιες δεν είδα. Μόνο κάτι λιμενικούς να με υποπτεύονται για κατασκοπία και το βράδυ με γκοθάδες και μεταλλάδες, να συζητάμε για στίχους, νοήματα, φόλες, γαμήσια επί πιστώσει κτλπ. Ήταν και μια Αφροδίτη - μαυροντυμένη, μαυροβαμμένη αλλά όχι σκοταδόψυχη - που μου είπε, με τρόπο, να πάω να πνιγώ. Από το σχολείο το άκουγα αυτό. ΄΄Αν σου πούνε να πας να πνιγείς, θα πας;΄΄. Ώριμος πια, πήγα. Ολόκληρος με τα ρούχα πλατσούριζα στον Αμβρακικό. Αλλά δεν πνίγηκα και την στεναχώρησα την Αφροδίτη. Το ξεπέρασε όμως γρήγορα με έναν πιο μαυροντυμένο από ΄μένα, δίπλα της. Μάλλον εκείνου του είπε ΄΄ Δεν πας να γαμηθείς;΄΄. Ο λεβέντης ήξερε καλά αυτόν τον δρόμο και την πήρε μαζί του. Δεν μπήκε στην θάλασσα, να μην σκουριάσει. Μπήκε μέσα της και ζήσανε αυτοί καλύτερα, για κάνα δεκάλεπτο, τέταρτο. Ξαλάφρωμα και όνειρο. Κι εμείς; Ωτοστόπ στις κάργιες και αλίμονο όπου προσγειωθούμε.
. . .τα σπασμένα, τα ίδια, τώρα θα πληρώσουν. . .
Άκουσα ένα ωραίο όνομα τελευταία. Κλημεντίνη. Έβαλε ένα κέρασμα μου σε κείμενο της.
Πότε θα `ρθεις;