Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Ανάγκη

 


1.


 Περπατάνε αγκαζέ,αμίλητοι στην μεγάλη πλατεία με τα μάρμαρα. ΄΄Εκεί πιο κάτω ένας τίναξε τα πέταλα. . . Από μόνος του, όχι από φυσικού του. Κάτω από τα δέντρα, μεσημεράκι. . . Θυμάσαι;΄΄. Εκείνη κάτι πήγε να πει αλλά την έκοψε ένας κουρελιάρης τσακισμένος, με μια τεράστια ταμπέλα να σκεπάζει το στέρνο του. Σε αυτή πάνω όλος ο πόνος και η ζωή του. Έχει καρκίνο στον εγκέφαλο. Δείχνει χαρτιά, εξετάσεις που το αποδεικνύουν. Ο άλλος του δείχνει την καλή του και του λέει Εσύ μάστορα έχεις αυτό το κωλόπραμα στο κεφάλι σου, εγώ αυτή στο σβέρκο μου. . . Κάνουμε μια τράμπα; Τι λες; Είναι καλύτερη από ότι φαίνεται. . .  και κουνάει τα χέρια του, φουρφούρια μαύρα, γύρω της, να ξεδιπλώσει την χάρη της. Ο κουρελιάρης την κοίταξε, δεν κατάλαβε και γύρισε να βρει άλλους να πει τον πόνο του. Η καλή του δεν μίλησε, μόνο κοιτούσε κάτω τα μάρμαρα.

 Συνέχισαν τον δρόμο τους ως την αποβάθρα του μετρό.

 Μέσα στο βαγόνι τον έπιασε. Το στομάχι του καιγόταν. Ένιωθε τα έντερα του να λιώνουν, να του φωνάζουν ότι τελειώνει. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να πέσει κάτω και να σπάσει. Φλόγα ολόκληρος, έτοιμος να σβήσει. Γύρισε ζαλισμένος, την κοίταξε και της έπιασε το χέρι. Ήταν παγωμένο και τον δρόσισε λίγο. Ένιωσε καλύτερα.
Ζορίστηκε αλλά της το είπε.
- Συγνώμη.
Το πρόσωπο της άλλαξε χρώμα και σχήμα. Κοκκίνισε και τα μάτια της μεγάλωσαν, γίνανε διπλά, έτοιμα να τον δαγκώσουν να σκάσει. Τράβηξε με δύναμη το χέρι της, κόλλησε το μούτρο της στο δικό του και άρχισε να ουρλιάζει Ψόφα. . . Ψόφα. . .Ψόφα ρε πια. Δεν σε αντέχω. . . Ψόψα. Καταλαβαίνεις; Ψόφα. . . Μπορείς να το κάνεις; Για μένα, να ψοφήσεις να μην σε ακούω πια. . . Ψόφα, γαμώτο. . .

 Μια γριά παραδίπλα της χώθηκε. Ντροπή σου κοπέλα μου, ντροπή. Ο άνθρωπος είναι χάλια, έτοιμος να πέσει κάτω. . . Δεν τον βλέπεις; Τι του φωνάζεις; 
- Άμα τον πονάς τόσο ρε σάψαλο, παρ΄ τον σπίτι σου να τον έχεις να τον χαίρεσαι. . . 
- Αν μπορείτε. . . ψιθύρισε εκείνος.
Η γριά δεν απάντησε. Σηκώθηκε γρήγορα και πήγε στην άλλη άκρη του βαγονιού.
Αν μπορούσε.




2.


 Στα εφημερεύοντα, από εκεί που με στείλανε στον διάολο και εκείνος με την σειρά του με γύρισε πίσω. Σταυροπόδι στην αίθουσα αναμονής. Μας έχουνε σταυρώσει μέχρι να βγει η νοσοκόμα. Ένας στους δέκα, ανασταίνεται, οι υπόλοιποι; Ένας μπινές ζητάει τσιγάρο. Έχω αλλά δεν του δίνω. Του δείχνω όμως έναν που τον έχουν πετάξει στο φορείο και ουρλιάζει - πέτρα στα νεφρά -.΄΄Αυτός έχει΄΄. Πηγαίνει άνετος και του ζητάει. Ο άλλος ενώ ουρλιάζει βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο και του δίνει ένα τσιγάρο.
- Ευχαριστώ ομορφιά μου. . . Και περαστικά.
- ΑΑΑΑΑΑΑ. . . ευχ. .ευχαριστώ. . .
 Κάποια στιγμή έρχεται και η δική μου η σειρά. Σέρνομαι και μπαίνω μέσα στο δωμάτιο των γιατρών. Μια καλή κυρία, ογδόντα περίπου Μαΐων με τα βυζιά απ΄ έξω και ένα εγκεφαλικό είναι ξαπλωμένη σε ένα φορείο στην μέση του δωματίου. Μια νοσοκόμα ρωτάει - Τι θα κάνουμε με αυτό; - Θα δούμε. . . απαντάει ένας από τους γιατρούς, μια χαψιά άνθρωπος με ύφος ταξίαρχου. Έχω χάσει μισό λίτρο αίμα από πίσω, τα μέσα μου καίγονται. . . Τίποτα. Καμιά μουσική. Όχι, ένα ραδιοφωνάκι παίζει παλιά, αθάνατα σουξέ. Κάτι είναι και αυτό. Μια νοσοκόμα, παλαιστής χωρίς χιούμορ με πλησιάζει. Αυτήν λέω, θα την έχουν για τις φάπες. Πριν με αρχίσει την κόβω,

 - Πονάω ρε. . . Είστε από την Γαλατινή; Οχι; Αν κάποιος πάθει δηλητηρίαση μέσα στο νοσοκομείο, τον πάτε σε άλλο; Οι σακούλες σκουπιδιών που χρησιμοποιείτε είναι οικολογικές; Είστε παντρεμένη; Μεγάλο πράμα η αγάπη και δυο μεροκάματα κάτω από την ίδια στέγη. . . Ευτυχία. Μην με παρεξηγείτε, έχω χάσει πολύ αίμα και λέω ό,τι θέλω. . . Ελευθερία. . . Μήπως περισσεύει κάνα κρεβάτι; Πονάω. . . 

 Με κοιτούσε η κοιμισμένη, δεν απάντησε. Μόνο κούνησε πέρα δώθε την κεφάλα της σαν συμπέρασμα και έστειλε μια άλλη να μου πάρει τα στοιχεία και αίμα. Έγραψε κάτι σε ένα χαρτί ( Να με μαζέψουν; Να με δείρουν; ) και βγήκε πάλι έξω.
 Δύο ώρες μετά - πόσο αίμα φεύγει σε δυο ώρες; - με βούτηξε ο νοσηλευτής, με έβαλε στο αμαξίδιο και αρχίσαμε να τρέχουμε πέρα δώθε, ανάμεσα σε αυτούς που δεν τους είπανε ακόμα τι έχουν και που θα πάνε. Φάνηκε καλός άνθρωπος.

- Τι λες; Θα ζήσω; τον ρώτησα.
- Θέλεις να ζήσεις;
- Εγώ θέλω.
- Τότε θα ζήσεις.
- Κουβαλάτε και πτώματα;
- Ενίοτε. . .

 Σε μια στροφή του διαδρόμου, με αδειάζει κάτω. Γέλια οι άρρωστοι και οι γιατροί. Οι νοσοκόμες δεν γελάνε, όμως γελάω εγώ. Μου δώσανε με τον τρόπο τους παράταση, τους έδωσα κάτι λίγο από μια παράσταση και ό,τι έμεινε είναι η ψυχαγωγία τους.



3.


 Ήταν τελεσίδικη η αρρώστια χωρίς όλα καλά και οι γιατροί αυτοσχεδιάζανε, το - όχι τον - είχανε κάνει μπαλάκι στους διαδρόμους των νοσοκομείων. Εξετάσεις και πάλι εξετάσεις, διαφωνίες για το τι αγωγή θα ακολουθήσει, τι διαιτολόγιο.

 Αυτό - όχι αυτος, χάθηκε το ''αυτός'' - είχε καταλάβει ότι τέλειωνε. Τα παυσίπονα ήταν πια άχρηστα και ο πόνος δεν το άφηνε πολύ να σκέφτεται. Μόνο έξω από το παράθυρο κοιτούσε για λίγο τα κέρατα των πολυκατοικιών και μετά γύριζε στο μαξιλάρι του, να βολευτεί, να τον πάρει ο ύπνος.


. . .


- Γιατρέ, πέρασα τις εξετάσεις ή θα με κόψετε με το νυστέρι;
- Η κατάσταση δεν σηκώνει αστεία. Μην το κάνετε αυτό στον εαυτό σας.
- Ό,τι ήταν να κάνω το έκανα. Τώρα απλά σας βλέπω από πάνω να με λιβανίζετε και να με τρέχετε όλοι μέρα. Βάλατε μεταξύ σας κάνα στοίχημα ότι θα με σώσετε;

 Δεν είπε τίποτα και έφυγε νευριασμένος. 

 Στον θάλαμο, ο διπλανός μου είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα στο χειρουργείο. Κοιμισμένος, ανοικτός τους την έσκασε. Με εμένα να δω τι θα κάνουν. Ταλαιπωρία. Αλλά δεν υπάρχει δόλος. Αυτό το αναγνωρίζω. Είναι τυπικοί και οι νοσοκόμες κουρασμένες, με τα σώματα τους γυμνασμένα από τις εφημερίες. Θα αρρωστήσουνε ποτέ; Κι αν αρρωστήσουν θα πάνε σε άλλο νοσοκομείο;
Την περίμενα όμως. Ήξερα ότι θα έρθει.
Ήρθε. Έφερε και ένα κουτί χυμό ροδάκινο και μπισκότα. Να έχω κάτι να κερνάω όσους έρχονταν να με δούνε. Εγώ με το ζόρι νερό έπινα. . .

- Ήρθες να ακούσεις τα τελευταία μου λόγια; Έχω ένα καλό που μου το είπε ο διπλανός μου που τον σφάξανε χθες. ΦΑΤΕ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΤΑΛΙΡΑ ΚΑΙ ΠΟΥΣ. . .
- Σταμάτα.
- Όπου ΄ναι ναι θα γίνει και αυτό.
- ΣΤΑΜΑΤΑ.
- Τελειώνει ο χορός των καβουριών, τελειώνει. Τέρμα τα ακροβατικά μέσα στο δίχτυ. Πες μου όμως, γιατί ήρθες;
- Να σε δω, χαζέ.
- Με είδες;
- Σε βλέπω.
- Και πως νιώθεις;
- Είσαι ηλίθιος.
- Μπράβο, μπράβο. . . Ωραίος τρόπος.
- Μα. . .

 Έφυγε μετά από λίγο. Δεν είπαμε τίποτα παραπάνω, μόνο της είπα να δώσει το χυμό και τα μπισκότα στις νοσοκόμες. Όταν ήρθε η νοσοκόμα να με ευχαριστήσει, με ρώτησε τι της έκανα της κοπέλας.

  - Κάτι που μου είχε πει παλιότερα να κάνω. . . Γιατί τι έπαθε;
  - Έκλαιγε.


. . . 


 Το βάλανε πάνω σε φορείο, το σκέπασαν με ένα σεντόνι και άρχισαν να το τσουλάνε μέχρι τα υπόγεια. Ο πτωματοχαμάλης ήταν γερός άντρας. Είχε σπρώξει πολύ στην ζωή του. Προτιμούσε τα πτώματα από τους ζωντανούς, γιατί ήταν ήσυχα και δεν είχανε απόψεις. Αν τρακάριζε κάπου το φορείο δεν γκρινιάζανε, δεν τον μάλωναν, δεν μάλωναν μαζί του. Ήταν κάτι παραπάνω από βολεμένοι. Ήταν βολικοί.


Δεν υπάρχουν σχόλια: