Εύχομαι ποτέ να μην χάσεις εκείνο το γέλιο που καλύπτει τα φάλτσα και τις οχλαγωγίες, όταν όλοι γυρνάνε απορημένοι και λένε "Μα καλά, γιατί γελάει αυτός;" και εσύ κλείνεις το μάτι, τους τσιμπάς το μάγουλο και φεύγεις για άλλα, για καλύτερα.
Γ.Σ.
Εδώ πάντα - τώρα δηλαδή -
και λίγο πιο πέρα Γιώργο.
Μια επιστροφή με φόρα, κατακέφαλη,
σαν να βγαίνεις μέσα από τα συντρίμμια
και να γελάς ενώ πετάς από πάνω σου τις σκόνες
΄΄Ρε αφιλότιμοι, ρε γαμημένοι. . . Πόνεσα ρε. . .΄΄.
σαν να βγαίνεις μέσα από τα συντρίμμια
και να γελάς ενώ πετάς από πάνω σου τις σκόνες
΄΄Ρε αφιλότιμοι, ρε γαμημένοι. . . Πόνεσα ρε. . .΄΄.
Μέσα μας μουσικές,
αγάπες κουδουνίστρες και σκέψεις φουρφούρια
και απέναντι μια κόλαση ρουφιάνα
να θέλει παίξει μαζί μας,
να μας στήσει εκεί που εκείνη θέλει,
μα εμείς
- που είναι εκείνο το χαρτί που δηλώσαμε χαζοί; -
τελευταία στιγμή, πάμε λίγο πιο δίπλα.
Λίγο πιο δίπλα.
Πήρα χρώματα, πινέλα, επιφάνεια λευκή και για ένα τρίωρο άπλωνα και μάζευα το χρώμα. Στην αρχή βγήκε ένα σκυλάκι που τα μέσα του γάβγιζαν και δίπλα του ένα χαμογελαστό κόκκαλο. Πήγα να το κάνω πιο χαρούμενο το σκυλάκι και μου έγινε γάτος που γυρνοβολούσε σε ένα ξενοδοχείο στην Μεταμόρφωση Χαλκιδικής. Οι υπάλληλοι του hotel τον βάφτισαν Γιόλη, τον τάιζαν και τον πρόσεχαν. Αλλά δεν έκατσε πολύ ο Γιόλης στο χαρτί, έφυγε να πάει να γαμπρίσει και στην θέση του βρέθηκε ένα τρίκυκλο κοτζαμάνικο να μαρσάρει, έτοιμο για το Grand Prix των παρακρατικών. Το σιχτίρισα και του έδωσα φύσημα μαζί τον ανδριάντα του άλλου του ανεκδιήγητου που χαζεύει τον Θερμαϊκό και δακρύζει γιατί η θάλασσα δεν σηκώνει αντιπαροχή. Το κοτζαμάνικο έγινε πιάνο, τα πλήκτρα του σκαλοπάτια και η Αντζελίν Βοναπάρτη - μεγαλείο του 1,55, σαν όνειρο την θυμάμαι πριν τον Δεκέμβρη του 2008 - να τα ανεβοκατεβαίνει με ένα τσιγάρο στο χέρι και με το άλλο υψωμένο να βρίζει μέχρι που χάνεται για να εμφανιστεί ένα περίεργος τύπος που γράφει σε ένα κομμάτι χαρτόνι Για όσα δεν μπορούμε να μιλήσουμε. . . Θα βρούμε κάτι άλλο να πούμε, η ώρα θα περάσει. Τον έβαλα να φάει το χαρτόνι - αφού το δίπλωσε - και άφησα την επιφάνεια λίγο να ηρεμήσει.
Άναψα ένα τσιγάρο και είπα να σου γράψω.