Και έλεγε, ενώ του τρέχανε τα σάλια, ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι να πεθάνουν οι άλλοι πριν από εσένα και όλα τα υπόλοιπα, διατροφές, ανάσες και χέρια πάνω κάτω είναι παπατζιλίκια και τρίχες. Να γίνεις τόσο αναίσθητος που να μην χαμπαριάζεις τίποτα. Να μην σκέφτεσαι με την πέτσα σου ρε. Μετά θυμήθηκε ένα κουαρτέτο ντελιβεράδων της Αποκάλυψης, ένα σκασμό από Ελλάδα και ό,τι άλλο νοικιάζεται βραχυπρόθεσμα. Σήκωνε σαν καταδότης που έκανε περιούσια τον δείκτη προς την Ακρόπολη και συνέχιζε Όταν τα βουτήξανε οι έμποροι από ξεφτιλισμένη αυτοκρατορία οι ψυχούλες των σκλάβων που σέρνανε από την Πεντέλη τα Μάρμαρα θα είχανε χεστεί στο γέλιο. Καταλαβαίνεις;
Δεν καταλάβαινα. . . Δεν κάπνιζα κιόλας τότε όποτε μου χάρισε τρεις αναπτήρες που δεν άναβαν. Δεν ήξερα να παίζω κιθάρα - μόνο ένα τραγούδι έβγαζα σωστά και αυτό γιατί το είχα γράψει μόνος μου, φάλτσο καπάκι φάλτσο κι από το πουθενά ΝΑ μια μελωδία. Έπρεπε να του το πω αυτό, μπας και μου έδινε μία χωρίς χορδές, να την κάνω κρουστό ή καπέλο σε κάνα αχώνευτο.
Τελικά αφού τον έπιασε γαϊδουρόβηχας και το βούλωσε, τον ρώτησα πολύ ήρεμα.
- Και πότε σου σάλεψε; Αν μου πεις την αλήθεια θα σου πω και εγώ πότε την άρπαξα. Τι λες;
Πρώτα κιτρίνισε και μετά έγινε κόκκινος. Κάτι άρχισε να μασάει αλλά δεν έβγαλα νόημα γιατί κόντευε να βγάλει το πνευμόνι του απ΄ το βήχα. Όταν ηρέμησε, σκούπισε τα σάλια του, έβαλε το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του, συμμαζεύτηκε κάπως και μου είπε ενώ μου γύρισε την πλάτη για να φύγει - Συγνώμη.