- Θα σκοτωθούμε;
- Όχι.
- Ήπιες;
- Για μια βδομάδα.
- Δεν θα πιεις άλλο.
- Όχι.
- Δεν θα αρχίσεις να κοροϊδεύεις;
- Ό,τι καταλαβαίνω και ό,τι δεν καταλαβαίνω. . . Τίποτα δεν θα κοροϊδέψω. Όλα να περάσουν από πάνω μου, καλό δρόμο να έχετε, θα τους πω.
- Ούτε θα μπεις σε ξένες τσέπες πάλι.
- Αγγελούδι θα είμαι με το ένα φτερό λίγο μικρότερο από το άλλο.
- Ή ένα ανεμιστήρα στην πλάτη.
- Μαθαίνεις.
- Και ο Σίμος;
- Έσπασε. Έγινε ένας σκασμός ιστορίες. Τον πετσόκοψα πριν μου φάει το κεφάλι.
- Που είναι τώρα;
- Έλα ντε. . .
- Που τον άφησες;
- Στην Δωδεκανήσου. Έστριβε για Τσιμισκή. Μου είπε ότι θα σταματάει σε κάθε περίπτερο για μια μπύρα και θα το πάει έτσι μέχρι την ΧΑΝΘ.
- Και μετά;
- Δεν τον ρώτησα. Ίσως βρει κάποιον που δεν θα βαρεθεί να τον βασανίζει. Αλλά θα αντέξει. Είναι μούτρο μεγάλο ο Σίμος. Ακόμα κι αυτούς που πάνε να τον ξεκοιλιάσουν τους κάνει να γελάνε.
- Κι αν τον ξεκοιλιάσουν πριν τους κάνει να γελάσουν.
- Βάζει τα άντερα του πίσω εκεί που ήταν και πάει παρακάτω.
- Άντε. . .
- Ναι. . . Η ιστορική προκατάληψη ότι πρέπει να ζήσει. . . Χαμαλική σκέψη. . . Κουβαλάω εμένα πρώτα απ΄ όλα και μετά όλα τα άλλα λέει και προχωράει πιο κάτω.
- Πριν τον αφήσεις, αυτά σου έλεγε;
- Όχι ψυχούλα μου. . . Πρώτα εγώ τα σκέφτηκα και μετά εκείνος άρχισε να λαλάει. . . Ύστερα μου είπε ότι στο χωριό του το Πάσχα δεν καίνε τον Ιούδα, γιατί ο Ιούδας είχε φιλότιμο και πήγε από φυσικού του στο σκοινί. . . Απλήρωτο το ακροβατικό του, γκραν φινάλε χωρίς κέρδος. . . Αυτό δεν του συγχωρούν τόσα χρόνια μετά οι άχρηστοι. . . Δεν ήταν το φιλάκι πακέτο με την προδοσία αλλά ότι επέστρεψε τα λεφτά. . .
- Και τι καίνε στο χωριό του;
- Μου αρέσει που στέκεσαι στις λεπτομέρειες που δεν ειπώθηκαν και σιάχνεις απορίες.
- Είναι το φυσικό μου.
- Έτσι ψυχούλα μου. . . Τι καίνε; Ένα ομοίωμα μαυραγορίτη που τους είχε ρημάξει στην Κατοχή και όταν φύγανε οι Γερμανοί, πήγε και αυτός μαζί τους. Δεν τον ξαναείδανε να τα πούνε ένα και δύο χεράκια. . .
-. . . στο λαιμό του.
- Ακριβώς ομορφιά μου.