- Bongos απλωμένα γύρω μου, οργή, ένα μπουκάλι χωρίς ουϊσκι - άδειο δηλαδή. . . ποιός αφορεσμένος; - μια ξεπατωμένη ράτσα να κάνει ωτοστόπ, εύχες που χουφτώνουν και κατάρες που πιάνουν ( ή ανάποδα; για διαγώνια;), ανηψάκι που ρωτάει - Θείο, γιατί κουνάνε αυτοί το δάχτυλο; και θείος, περιμένοντας μια δεκαπενταετία αυτή την έρωτηση, απαντά - Γιατί δεν έχουν που να το βάλουν οι χαντούμηδες. . . Μια κιθάρα για προσάναμμα και ο τροβαδούρος - ερωτικός, τι άλλο; - δεμένος σε ένα πλάτανο, μετεωρίτης που έσκασε πάνω σε χουντικό νεκροταφείο και φωνάζανε οι νοσταλγοί - ΘΑΥΜΑ ΘΑΥΜΑ. . ., δυο χιλιάδες κόσμος να χορεύει ζεϊμπέκικο, γύρω γύρω, σαν σβούρα ή τρυπάνι μέχρι να βρεί πετρέλαιο να καούν όλα, να πάρουμε την ασφάλεια.
- Με τους πυραύλους στην πλάτη, πάει να βρεί την αγάπη.
- Ε;
- Cast your dance spell away, I promise I go under it.
- Oh, hell, yes!
- Σαν συγκαμένος με την πλάτη φορτωμένη και όλες οι ανηφόρες οι καριόληδες τις φτιάξανε για εκείνον. Στις κατηφόρες όμως άντε να τον πιάσεις. Κατρακυλάει και γίνεται ένα με το φόρτωμα.
- Άντε να τον σταματήσεις.
- Έριχνε μια ματιά, μετά δεύτερη. . . Ύστερα σαν να μασούσε κάτι χωρίς γεύση και έβγαζε συμπέρασμα. Απόλυτος.
- Τι να τον τάισαν;
- Τίποτα. Από μόνος του, τις σάρκες, τα άντερα του.
- Είναι σαν να βγήκαν από το ίδιο εργοστάσιο. Ίδια κοψιά, ίδιες κινήσεις, ίδια λογάκια και λογάρες ΝΑ.
- Εσύ δεν βγήκες από φάμπρικα;
- Ναι. Άλλα έκλεισε μόλις έβγαλε εμένα.
- Έσπασε το καλούπι που λένε.
- Καμία σχέση. Το κάψανε για να πάρουν την ασφάλεια. Εκεί άρπαξα, λιγάκι.
- Ένιωθα ότι μας πλήρωνε ο γκούγκλις μεταφραστής. Καθόμασταν και λέγαμε αστεία στην κοπέλα. Στα αγγλικά. Πρέπει να είπαμε δυο τρία πετυχημένα γιατί η κοπέλα γελούσε. Ή ήταν ευγενική.
- Κοπανισμένο τατού.
- Δε-ρμα-το-στι-ξία.
- Πες το και έτσι. Να συνεχίσω;
- Συνέχα.
- Κοπανισμένο τατού πέριξ της κωλότρυπας.
- Και το σχέδιο;
- Η Κερκόπορτα. Ζωγραφιστή η καμάρα με προγόνους που τους τζαμάκωσαν αδιάβαστους και στην πύλη συνθήματα εναντίον και υπέρ, συνθήματα να ξαναμοιράσουμε τον κόσμο, εξομολογήσεις, δηλώσεις αγά. . .
- Κατάλαβα.
- Η μάνα μου ήταν από το Τσέρνομπιλ και ο πατέρας μου από ένα χωριό, έξω από την Πτολεμαϊδα.
- Και σε λένε Σίμο;
- Ναι.