για τον Βασίλη Θ.
δυο καημένοι
ένα μεσημέρι
δεν βάλανε φωτιά στην πόλη / τα μέσα μου ρημαγμένα, σπασμένα, να παίξεις,
παζλ με τα συντρίμμια / οι γιατροί στοιχηματίζουν λες και ξέρουν / λες και θα χάσουν τίποτα / τα μέσα μου όμως. . . Ξεκινάει σαν παιδικό τραγούδι. . . Μπαίνει σαν καταπέλτης μια Μarimba από κόκαλα καμήλας και ένα μπαταλιασμένο Bendir ζωγραφιστό από χέρια μάγισσας που στο πόνο της επιπλέει - την χάζεψα μια φορά και δυο - και κραυγές σαν σημειώσεις, σφήνα στη γενική εικόνα, λεζάντα κοπανισμένη. . . Μετά. . .
θα του έλεγε αν δεν τον κουτουλούσαν και θα της απαντούσε αν δεν ήταν τρελή. . .
- Μιλάς πολύ χαζή καρδιά, ένα τσούρμο από το στόμα σου κι όλο παλιά. . . Σαν εκείνον τον ξεναγό που σκάει στις γωνιές τις πόλης με τα φαγάδικα και τις εκκλησιες και ρουφιανεύει εγκλήματα πολλά και ομορφιές. Είσαι όμως ετοιμόλογος. . .
- Γιατι ακούω συνέχεια μαλακίες και κάτι με τσιγκλάει να απαντήσω. . .
- Από αρχαιοτάτων χρόνων και δεν έζησε κανείς τους. . . Για ό,τι και να καμάρωναν, για ό,τι και να κρύψαν,θάψαν, βαλσαμώσαν. . . Δεν πήραν τίποτα χαμπάρι. . .
Ήταν και είναι τρελή - μπορείς να την πεις έτσι, αν δεν ρίξεις μια ματιά τριγύρω - αλλά αν είσαι γεννημένος για περιπέτεια και κωμωδία, πρέπει να είσαι δίπλα της και να την αγαπήσεις, ενώ ουρλιάζει ή σε σημαδεύει. . . Έτσι το είπε σε μια που κοιμάται ξεσκέπαστη με το Αμερικάνο όνειρο, όταν τον ρώτησε τι είναι αγάπη. . . - Να τους βλέπεις να φεύγουν τρομαγμένοι, να τρέχουν μην τους πετύχει και από απόσταση ασφαλείας να κάνουν πνεύμα σκατόψυχο. . . Και εσύ να την πλησιάζεις και να μην την ρώτας τίποτα. . . Δίπλα της, εκεί. . . Ό,τι και να γίνει. . . Ή ό,τι δεν γίνει. . .
- Μα θα σου φάει την ψυχή αυτό. . .
- Και ποιος σου είπε ότι έχω ψυχή; Δυο - τρεις καλές ιστορίες και μια απάντηση στο στόμα. . . Α, και ψυχραίμια. . . Κάποιος δεν πρέπει να την αγαπήσει;
- Ε, από οίκτο. . .
- Καμία σχέση. . . Πάμε να σκοτωθούμε, πριν μας ξαπλώσουν χωρίς να στρώσουν. . . Πάμε να γίνουμε λίγοτερο ξεφτιλισμένο ένα, στο δρόμο για κάτι καλύτερο. . . Σαν ήρεμα τεταρτάκια μεσοπολέμου έως να μας καθαρίσει ένα γέλιο και οι απόγονοι να έχουν λαμβάνειν, ένα βαρέλι αρχίδια, εύχες, χρέη. . .
Ένα βράδυ χορεύαν βαλς - εκείνος, ατσούμπαλος του κερατά, προσπαθούσε να μην την πατήσει, να κρατήσουν ένα ρυθμό - και της έπιασε τον κώλο. . . Εκείνη κοκκίνησε και του είπε - Μην μου πιάνεις τον κώλο ρε όταν ονειρεύομαι. . .
- Μα αφού και αυτός όνειρο είναι. . . και συνεχίσαν τον χορό, χωρίς να την πατήσει ούτε μια φορά επίτηδες.