- Θα στο κάψω ρε γαμημένε το αμάξι.
Είχε πανσέληνο; Μόλις βγήκα από την τουαλέτα και
χτύπησε το τηλέφωνο. Φώναζε εκείνη, έβριζε. Φαινόταν
να έχει δίκια. Με αποδείξεις, με τον ουρανό της γεμάτο
μελανιές και μόνο εμένα μπροστά της.
- Μπουρλότο. . . Στάχτη. . . Θα το δεις, θα το δεις.
- . . .
- Θα στο κάψω, ακούς; Τώρα, κατά κει τραβάω, παλιομπινέ.
Πέρα από τα δίκια, είχε και ορεξούλες.
Μούρλα και δέρμα, πράγματα κρυμμένα
ξεπετιούνται από παντού και βλέπει μόνο εμένα μπροστά της.
Την ένιωθα - έτσι λιγάκι, σαν τσίμπημα - αλλά δεν την
καταλάβαινα. Μα ποιος είχε τον χρόνο να καταλάβει τον
άλλον; Τον βουβό, τον σαλιάρη, τον μαινόμενο,
τον θεόβλακα και εκείνον που δεν κλείνει ποτέ τα τεφτέρια του.
Οπότε; Άσε τους να παίζουν.
Άσε τους να κοπανιούνται ο ένα πάνω στον άλλον. Άσε τους. . .
Άσε τους όπως σε άφησαν και πιάσε το πράγμα από την αρχή πριν
όλοι βρεθούν ανακατεμένοι, μπλεγμένοι, να μην ρωτάνε τίποτα,
σίγουροι. Όλα ένα.
- Τράβα, μωρή ρεμούλα, κάνε ό,τι θες.
Της το έκλεισα και εκείνη έτρεχε να μου κάψει το αμάξι.
Μα δεν είχα αμάξι, ούτε τρίκυκλο, μεταφορές - δολοφονίες
αλλά εκείνη ήταν σίγουρη.
Όποια και να ΄ταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου