Αφήνει τα ρούχα του στην καρέκλα δίπλα στον καθρέφτη. Μπαίνει κάτω από τα σκεπάσματα. Πονάει; Όχι, λίγο μουδιασμένος είναι από το ξενύχτι. Μουδιάζει στα σημεία που τον καίνε και ηρεμεί. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, σκέφτεται το βράδυ που πέρασε και αφήνει ένα γελάκι.
- Ε, τον πούστη.
. . .
Θλιβερό. Ούτε τρεις άνθρωποι δεν τρέξανε όμως εκατό μούτζωσαν. Γκριμάτσες στα ντουβάρια / αγγαρεία χωρίς ρούχα / συγνώμες και ευχαριστώ / λέξεις να έχεις να πιστέψεις / όπως στις ανακρίσεις και στις συνεντεύξεις.
. . .
Γράφει μια επιστολή που ουρλιάζει και στο υστερόγραφο γελά φαρμακωμένος / μετά καμιά ώρα ακούγεται ο πυροβολισμός / κάποιοι αργόσχολοι είδανε την πράξη αυτή σαν την καλύτερη - πιο συνεπή - μελοποίηση κειμένου που έγινε ποτέ / είχανε τον χρόνο που δεν είχε εκείνος, για αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου