Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

πριν την ξενάγηση


 Δεν θα την έλεγα τρελή. Γι΄ αυτό χρειάζονται χαρτιά, σφραγίδες, μια μουράκλα να πει - Πάρτε την. . . και μπούγιο που να γεμίζει παραπάνω από ένα λεωφορείο, λεωφορείο Λειψίας, κόσμημα νοικιασμένο, μια κοινωνία που πάει χεράκι χεράκι να λιντσάρει και που να τους βρεις όλους αυτούς κυριακάτικα. Έβρεχε κιόλας.

 Ανεβαίνω στο λεωφορείο και έρχεται πίσω μου με μουρμουρητό. Κάθομαι και την βλέπω καλά. Διπλωμένη σαν σίγμα τελικό, μύτη γαμψή και πολλές σακούλες στα χέρια της. Ζητάει από ένα βλοσυρό χτικιάρη με στρόγγυλα γυαλάκια - έφερνε και λίγο σε Άιχμαν - σε μονή θέση να σηκωθεί για να κάτσει εκείνη. 

- Άδειο είναι, το λεωφορείο, γιατί δεν κάθεσαι πίσω; της λέει και εκείνη φτιαγμένη παραπάνω μουρμουρίζει, φεύγει από τον Άιχμαν  και έρχεται να κάτσει δίπλα μου.

 - Έχεις τον μαγνήτη και τους τραβάς όλους αυτούς, μου έλεγε η Debbie Tourbo που τώρα θριαμβεύει στις πίστες στην Αθήνα. Ξεχνούσε βεβαίως πως και εκείνη έτσι την τράβηξα. 

 Άφησε τις σακούλες, στρώθηκε δίπλα μου και άρχισε το μονόλογο. Όση ώρα τα έλεγε μου έριχνε ματιές, να της δώσω πάσα, να πιαστεί, να μου ορμήξει, να συνεχίσει να τα λέει, να πάει παρακάτω. Όμως έχω ανοίξει το βιβλίο του Σελίν και την γράφω. Ένας κάνει το λάθος να της πει κάτι, δίκιο να της δώσει αλλά τον κόβει, τον βρίζει και συνεχίζει τα δικά της. 

- Έτσι, έτσι. . . Θα σας κλείσει πάλι. . . Ο Μήτσος. . . Να σας κλείσει πάλι ο Μήτσος. . . Τέτοιοι που είστε, πρόβατα, να ξεχάσετε πως είναι το έξω ρε, μέσα όλοι και ο Μήτσος έξω. . . Ζώα. . . Τέτοιοι που είστε πάλι μέσα. . . Έτσι, έτσι. . .Και θα πλακώσει και ο Ερντογάν να δείτε εσείς. . . Έρχεται. . . Καλά θα κάνει να ΄ρθει. . . Θα μου πει εμένα που να κάτσω. . . Σκουπίδι. .  Ζώα. . . Εβραίοι. . . 

 Και οι Εβραίοι. Πάλι οι Εβραίοι γαμώ την πόλη που τους ξεπάστρεψε και μετά έκανε την παλαβή για να θησαυρίσει. . . Και οι Εβραίοι στο μυαλό της και ο Μήτσος; Με το Μήτσο, κλείστους εννοούσε την μουρόχαβλη ιδιοφύια που όχι μόνο θα σώσει τον τόπο αλλά θα τον πάει και παραπέρα, στον διάολο, όρεξη να ΄χεις. 

 Σε κάθε Ζώα που πετούσε ήθελα να βελάξω ή να κάνω τον βάτραχο τενόρο αλλά γύριζα στο βίβλιο.

 Σε κάθε Έτσι, έτσι δικαιωνόταν σαν να τα ήξερε από πριν και τώρα της βγαίνανε όλα, εξακολουθητικά. Έχωνε και άλλα μέσα και το πήγαινε μουρμούρικα μέχρι που κατέβηκε στην στάση της. 

- Μα γιατί δεν της είπε κανείς να σκάσει, παραπονέθηκε μετά ο Άιχμαν και μια γριούλα σαν σκαμπουδάκι χαμογελαστό εξήγησε ότι τα έλεγε όλα αυτά επειδή το προηγούμενο λεωφορείο δεν σταμάτησε να την πάρει και περίμενε μια ώρα. - Το ίδιο είχε γίνει, πετάχτηκα εγώ, έτσι για να πω κάτι, στα Μυτιληνακια πριν χρόνια. Περίμενε ένα παλληκάρι, δεν σταμάτησε ο οδηγός και αφρισμένο το παλληκάρι, πήρε ταξί, έφτασε στον σταθμό και κοπάνησε τον οδηγό. . . Α, η στάση μου. 

 Κατέβηκα και τράβηξα για το Γεντί Κουλέ, το Επταπύργιο με τους δέκα πύργους.



Δεν υπάρχουν σχόλια: