Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Λίγο πιο δίπλα


Εύχομαι ποτέ να μην χάσεις εκείνο το γέλιο που καλύπτει τα φάλτσα και τις οχλαγωγίες, όταν όλοι γυρνάνε απορημένοι και λένε "Μα καλά, γιατί γελάει αυτός;" και εσύ κλείνεις το μάτι, τους τσιμπάς το μάγουλο και φεύγεις για άλλα, για καλύτερα.
Γ.Σ.


Εδώ πάντα  - τώρα δηλαδή -
και λίγο πιο πέρα Γιώργο. 
Μια επιστροφή με φόρα, κατακέφαλη,
σαν να βγαίνεις μέσα από τα συντρίμμια 
και να γελάς ενώ πετάς από πάνω σου τις σκόνες
΄΄Ρε αφιλότιμοι, ρε γαμημένοι. . . Πόνεσα ρε. . .΄΄.
Μέσα μας μουσικές, 
αγάπες κουδουνίστρες και σκέψεις φουρφούρια
και απέναντι μια κόλαση ρουφιάνα 
να θέλει παίξει μαζί μας, 
να μας στήσει εκεί που εκείνη θέλει,
μα εμείς 
- που είναι εκείνο το χαρτί που δηλώσαμε χαζοί; -
 τελευταία στιγμή, πάμε λίγο πιο δίπλα. 
Λίγο πιο δίπλα.




   Πήρα χρώματα, πινέλα, επιφάνεια λευκή και για ένα τρίωρο άπλωνα και μάζευα το χρώμα. Στην αρχή βγήκε ένα σκυλάκι που τα μέσα του γάβγιζαν και δίπλα του ένα χαμογελαστό κόκκαλο. Πήγα να το κάνω πιο χαρούμενο το σκυλάκι και μου έγινε γάτος που γυρνοβολούσε σε ένα ξενοδοχείο στην Μεταμόρφωση Χαλκιδικής. Οι υπάλληλοι του hotel τον βάφτισαν Γιόλη, τον τάιζαν και τον πρόσεχαν. Αλλά δεν έκατσε πολύ ο Γιόλης στο χαρτί, έφυγε να πάει να γαμπρίσει και στην θέση του βρέθηκε ένα τρίκυκλο κοτζαμάνικο να μαρσάρει, έτοιμο για το Grand Prix των παρακρατικών. Το σιχτίρισα και του έδωσα φύσημα μαζί τον ανδριάντα του άλλου του ανεκδιήγητου που χαζεύει τον Θερμαϊκό και δακρύζει γιατί η θάλασσα δεν σηκώνει αντιπαροχή. Το κοτζαμάνικο έγινε πιάνο, τα πλήκτρα του σκαλοπάτια και η Αντζελίν Βοναπάρτη - μεγαλείο του 1,55, σαν όνειρο την θυμάμαι πριν τον Δεκέμβρη του 2008 - να τα ανεβοκατεβαίνει με ένα τσιγάρο στο χέρι και με το άλλο υψωμένο να βρίζει μέχρι που χάνεται για να εμφανιστεί ένα περίεργος τύπος που γράφει σε ένα κομμάτι χαρτόνι Για όσα δεν μπορούμε να μιλήσουμε. . . Θα βρούμε κάτι άλλο να πούμε, η ώρα θα περάσει. Τον έβαλα να φάει το χαρτόνι - αφού το δίπλωσε - και άφησα την επιφάνεια λίγο να ηρεμήσει.


Άναψα ένα τσιγάρο και είπα να σου γράψω.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Kommienezuspadt



 Είχα δει τον Β. στον ύπνο μου πριν την κατρακύλα στην Αθήνα το ΄17.
 Ήταν κάτω από το σπίτι μου και μιλούσε γερμανικά. Knoblauch. . .  Komm nicht zu spät. . . Knoblauch. . .  Knoblauch. Φώναζε, κουνούσε τα χέρια του και με την μάπα του μου έστελνε διάφορες γκριμάτσες. Γερμανικά δεν ξέρω αλλά τα καταλάβαινα όλα΄ δε γαμείς ψηλά καπέλα με παπούτσια ελβιέλα και τι έγινε με τα χαμένα παραστατικά του 93;
 Άκουγα με προσοχή - κουνούσα το κεφάλι πάνω κάτω, τι άλλο να έκανα; - κι εκείνος συνέχιζε σαν όρθιος κωμικός που πρέπει να προλάβει να τα πει όλα πριν μας στείλουν αλειτούργητους. Μετά έκανε τούμπες και όταν άνοιγε τις τσέπες του μπουφάν του ακουγόντουσαν γέλια και μπινελίκια. Κατέβηκα τρέχοντας κάτω να τον ρωτήσω για την βόμβα που βρήκανε σε ένα βενζινάδικο προς Διαβατά και τότε έπεσε ένας τεράστιος μπερντές στα κεφάλια και μας ξάπλωσε.
 Έτσι πεσμένοι στην άσφαλτο της Μαυροβαγγέλη μου είπε - Θα αγοράσω ένα μηχανάκι και θα γυρίζω την πόλη. Θα πάρω και εσένα μαζί. 
- Θα ντυθούμε ραβίνοι; 
- Όχι, έχω ό,τι απέμεινε απ΄ το πηγούνι του Lovercraft στην τσέπη μου. 

  Τότε ξύπνησα και του τηλεφώνησα αμέσως.

- Ξέρω, ξέρω. . . μου απάντησε πριν πω οτιδήποτε και το έκλεισε.