Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

9:12


   Φαινόταν άρρωστος. Δηλαδή δεν είχε γιατρούς δίπλα του. Ήπιε ένα μπουκάλι λικέρ βύσσινο και άρχισε τις απειλές. Θα σας κάψω ρε. . . Μετά από αυτό κάποιος του ζήτησε φωτιά και του είπε Θέλουν ρέγουλα τα ηδύποτα και πριν φύγει του συμπλήρωσε Όσο χάλια και να είμαι, ξέρω όταν σε δω, θα γελάσω, θα αλλάξουν τα πάντα, τουλάχιστον για λίγο. Για λίγο. Το πάν είναι για λίγο. Εκείνος ρωτούσε με κάπως επιθετικό τόνο όποιον τύχαινε να είναι δίπλα του  Σου έχουν πει ποτέ ''Σ' αγαπώ;''  Όλοι λέγανε κάτι διαφορετικό που είχε την ίδια κατάληξη. Εκείνος το είχε ακούσει;. . . Ναι, το είχε ακούσει. Είχε να φάει αλλά δεν είχε όρεξη και από χαμόγελα άλλο τίποτα. Σε λίγο θα ξημέρωνε και το πρώτο λεωφορείο θα ξεκινούσε. Ο πατέρας του, του είχε πει ότι παλιά το πρώτο δρομολόγιο ήταν δωρεάν αλλά μετά καταργήθηκε το μέτρο αυτό. Βολτάρανε τα μεγαλεία παλιά.
  Σκέφτηκε να γυρίσει με τα πόδια στο σπίτι. Η απόσταση ήταν μεγάλη αλλά δεν την υπολόγιζε. Αν μπορείς να πας με τα πόδια, δεν είναι μακριά. Αν υπάρχει κάτι άλλο πιο μακριά - δεν είναι μακριά. Παραπατούσε και δεν υπολόγιζε. Πέρασε από το σπίτι του γαμίκου του φίλου του στην Αρμενοπούλου, χτύπησε, αλλά εκείνος έλειπε. Του άφησε μερικά τσιγάρα στην πόρτα κι ένα μπουκάλι σιρόπι που είχε στην τσέπη και τράβηξε για το σπίτι του.
  Σε όλη την διαδρομή έβγαιναν φράσεις από το κεφάλι του. Μικρές, μικρές φράσεις που δεν είπε ποτέ σε κανέναν. Λεζάντες χωρίς εικόνες από πάνω για καβαλάρη. Θα τις θυμόταν όταν έφτανε σπίτι του, να τις γράψει πριν κοιμηθεί, ήσυχος για την ομολογία της ημέρας;  Τουλάχιστον θα προσπαθούσε να τις θυμηθεί και αυτό ήταν κάτι που τον κρατούσε για να συνεχίσει και συνέχισε  παραπατώντας.
 Πάντα όμως τελειώνε σε εκείνη το όλο πράγμα. 
 Δεν θα σφαχτούμε απόψε,ε; Αλλά πρέπει να είσαι ήσυχη. . . Και ο άλλος δίπλα σου πιο ήσυχος, το κάθαρμα. Αλλά τι φταίει. . . Και αυτός μια γυναίκα αγάπησε. . . Πήγαμε βλέπεις και οι δυο και παραγγείλαμε δυο μέτρα γη να ξαπλώσουμε. . . Πού να βολευτούμε και οι δυο να γίνουμε λιπάσματα. . . Και εκείνη η ρουφιάνα. . . Ένας στους δυο κερδίζει. . . Έτσι έλεγε. . . Και να μην μπορώ να βάλω φωτιά σε αυτή την πόλη. . . Ξημερώνει σε λίγο και πρέπει να θυμήθω σε ποιούς θα ζητήσω συγνώμη πάλι. . . Νομίζω ότι θα είναι λιγότεροι αυτή την φορά.

. . .

   Εκείνη ήταν ξαπλωμένη και έπαιζε νευρικά με την βέρα της. Ο άλλος δίπλα της κοιμόταν. Πήγε στο σαλόνι και άνοιξε την τηλεόραση. Είχε μια ταινία με ένα λιγομίλητο τύπο που όταν έβλεπε αδικία γαμούσε και έδερνε με το κανόνι του. Στο τέλος της ταινίας αυτοκτόνησε, με το κανόνι του,  επειδή κατάλαβε ότι ήταν άδικος και ο ίδιος. Άδικος με τον εαυτό του. Μπορεί όμως και να βαρέθηκε το όλο πράγμα γιατί η ταινία σερνόταν.
  Όταν τελείωσε η ταινία σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Πήρε από το ψυγείο μια εξάδα μπύρες. Ξάπλωσε το τραπέζι και άρχισε να τις καθαρίζει. Μια, δυο, τρεις. . .Μηχανικά. Δεν θα προλάβαιναν να ζεσταθούν. Από την τσέπη του νυχτικού της έβγαλε το κινητό και τα τσιγάρα της. Καρέλια λευκή κασετίνα. Κοίταξε το κινητό της. Καμιά κλήση. Στο πακέτο όμως είχε τρία τσιγάρα, αντί για ένα που νόμιζε. Αυτό της έφτιαξε κάπως την διάθεση.


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Σ.Β.


- Κανένα νόημα. . . είπε και άρχισε να χοροπηδάει μες στο σπίτι. Δεν τον κυνηγήσαμε να τον πνίξουμε τον πούστη, θα κουραζόταν και θα καθόταν σε μια γωνιά να του εξηγήσουμε πολλά. Δεν είχαμε και πολυέλαιο και ακροβατικά του τέλους. Έτσι και έγινε.
   Συμμάζεψα λίγο και βρήκα τις σημειώσεις του. Σημειώσεις Θαλάμου 247. Μαλακισμένες μουτζούρες από όταν έγραφε. Μετά το μυαλουδάκι του νερούλιασε. Υγεία για αυτόν, στοπ και δεν πήγε παρακάτω. Ήταν όμως μια εποχή - ίδιοι πάντα μαλάκες, κάτι οικογένειες ΝΑ, δυο χιλιάδες χρόνια και να τα μαγαρίζουν για να μοστράρουν τις μούρες τους - που έσκαγε σε σπίτια γνωστών και όσων φίλων του μείνανε, με μια τσάντα firestone φίσκα στις μπύρες, στίχους του μακαρίτη Τραΐανού ( δικούς του ανεπανάληπτους στην φτωχομπινεδιάρα ως διάθεση, ελληνική λογοτεχνία, ή ποιητές που έπιασε να μεταφράσει και ξαναγράψε από την αρχή ), και λίγα βιβλία. Έδινε και μοίραζε ο καριόλης από τα κλεμμένα και πήγαινε για ύπνο. Γυναίκα δεν φάνηκε ποτέ. Και όταν φαινόταν, του φαινόταν.

  Βρήκα αυτές τις σημείωσεις και έριξα ένα βλέφαρο να περάσει η ώρα.


  Τον Γκιζίκη να κάνουνε Εθνάρχη - πρακτικά μιλώντας και σφυρίζοντας όπως πάντα.


   Κι αφού πάτησαν σκατά
   χόρεψαν κλακέτες.



 Μια συμμορία από το Αγρίνιο στο κέντρο της Θήβας. Βασανίζαν έναν δικό τους, Αγρινιώτη, μισό μέτρο παιδάκι και έκλαιγε. Χρειάστηκε μόνο ένας Λαρισαίος να τους σκορπίσει.


  Αντιγόνη;  Χα. . . Πρώτα έμαθε να μιλά, να χορεύει και μετά είπε να με σκοτώσει. . . Ψόφα εσύ και βλέπουμε, έλεγε. . .



  Γιατροί που ζητάνε προκαταβολή.

  
  Στις ράγες, στις ραγάδες, στις πουτάνες, στις συμπληγάδες. . .


  Ο Καρούζος και ο Σαχτούρης, δυο μακρινά ξαδέρφια. . . ο Κάφκα, μπουρδελιάρης.


  Ο Ξεναγός. . . ο Ξεναγός. . . ο Ξεναγός. . .


  Θεσσαλονίκη - η σκατομοιρασιά του '42 και μετά. . . και η σκατοψυχιά-υπερπαραγωγή συνεχίζεται. . .


  Ένα τσούρμο να ρωτάει, διακριτικά, ΄΄Να γελάσουμε τώρα;΄΄.


  Σε όποια ταινία, σε όποιο πλάνο να έσκαγε ο Κασσαβέτης στην οθόνη, ήξερε ότι όλα θα πηγαίνανε καλά.

  
  Ερωτικός/οικονομικός μετανάστης στην Ουγγαρία με ρωτάει αν μου κολλάνε ένσημα.
  

  Ο Σελίν, ο γιατρός από τον Άδη που είπε ο άλλος, μοιράζει συνταγές σε φτωχοδιάβολους.


  Μια στιγμή κέρδισα - το μπουκάλι που πέταξες ξυστά με πήρε - και άρχισα να κοπανιέμαι από τα γέλια.


  Ο Νικόλαος Βότσης - αυτός, χωρίς την προτομή και τα γαλόνια - με τετρακόσιους κόσμους μέσα του, να κουδουνίζουν και εκείνος να σιωπά, να παρελαύνει και να μοιράζει το μεγαλείο του. Από το οργανωμένο κουμαρτζίδικο ως το παλκοσένικο που χτυπιέται - ίδιος, ακέραιος.


  Σινικά υπόγεια στην εξυπηρέτηση της σύνθεσης - και πάθος, με κέφι.


  Ο Ντίνος να με σώζει, ενώ όλα πάνε να βρεθούν στο διάολο. . . Με ένα χαμόγελο. . .


  Οι εκπομπές του Ρ, - ΄΄. . . δεν ξέρανε ότι είναι κωλοπετινίτσα, δεν θα λυθεί τίποτα, κι αν πεθάνετε όλοι εδώ εσείς, σκοτώνοντας οι μεν τους δε. . . .΄΄


  Από αυτόν τον άχρηστο, έβγαλες θαύμα και δεν πήρες χαμπάρι.


 Και οι δυο ηττημένοι; Τι λέτε καλέ; Τότε γιατί η σφαγή;


 Λείπανε στο τσίρκο αυτό, γαλλοθρεμμένοι - και όξωθρεμμένοι - μαλάκες - την αλήθεια να την λέμε.


 Ο Σκαρίμπας με τον Πεντζίκη, τραβάνε σε μια ταβέρνα στην Χαλκίδα, να φάνε ψαράκι που δεν θα φτάσει ποτέ.


 - Κοίτα να δεις. . . Αυτή την σκατοδουλειά δεν την κάνω, γιατί εμένα με περιμένουν τα παιδιά  μου να με δουν, να με χαρούν σπίτι μου.
- Και εγώ έχω ρε παιδιά. . .
- Ναι αλλά έτσι που σε κόβω, δεν πρέπει να σε περιμένουν τα παιδιά σου.


 Μαρία. . . Ας αρχίσει η μουσική.




Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

ενώ έλειπε ο τρίτος


- Κάτι κωμωδίες, αδήλωτες, μέχρι να τις ξεψαχνίσουν, καριολίκι από τα παρασκήνια, μαριονέτες που ακροβατούν με στιλ στα σκοινιά - θηλιές, οδοντικό νήμα - και
κάτι προηγουμένως δράματα ασήκωτα για έναν - αν μαζευτούν πολλοί μοιράζεται το πράμα/δράμα - μέχρι να σκάσει ένας από το πουθενά, με ένα αλεξικέραυνο στο κεφάλι και με την βλακεία στην μούρη και ρωτάει τι ώρα θα φάμε; γιατί τρωγόμαστε; αυτός εκεί, εκεί μωρέ, ο μυστήριος, γιατί θέλει να μας σκοτώσει; 
- Ε, γιατί εμείς είμαστε εδώ.
- Αντιλαλούν τα αρχίδια.
- Κουνάνε και το δάχτυλο.
- Γιατί δεν ξέρουν που να το βάλουν.
- Γιατί δεν έχουν που να το βάλουν.
- Της παλιάς σχολής.
- Δηλαδή;
- Πληρωνόντουσαν σε δραχμές.
- Α, αυτοί που είχανε τις πόρτες τους ανοιχτές.
- Γιατί δεν είχαν τίποτα της προκοπής για να τους κλέψουν.
- Δώσε κώλο στην οργή φωνάζουν τώρα.
- Ευτυχώς είμαστε εδώ.
- Καλύτερα και από καλά.
- Και δεν κοροϊδεύουμε και κανέναν.
- Το πολύ πολύ να χωθούμε σε καμιά τσέπη.
- Ίσα ίσα να μας ζεστάνει η φόδρα.
- Να την ζεστάνουμε και εμείς
- Μετά πάλι χαμαλίκι και χαρά.
- Και χαράμι όλα.
- Και χάραμα από την χαραμάδα.
- Και χαρακίρι και προτελευταία λόγια.
- Ουουουουου. . .
- Σκάσε, θα μας φολάρουν πάλι.
- Και από μόνοι μας. . .
- Ελεύθερα. . .

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

B.


σε χαίρομαι αλλά δεν μπορώ να σε ευχαριστήσω για τίποτα

σε φαντάζομαι όμως να αλλάζεις λίγο

για λίγο


να δηλώνεις εύκολα χαμαλίκια, αποκαθηλώσεις
 βερεσέδια και λιπάσματα

να συνδυάζεις πράγματα ασήκωτα και να τα σερβίρεις αγνώριστα
στραπατσαρισμένα, νόστιμα

θα προχωρήσεις  - αρρώστιες δεν θα σε ταλαιπωρήσουν
παρά μια και καλή -

έρωτες και προκοπή δεν θα ΄χεις
και έτσι θα αυτοσχεδιάσεις

από αυτά που χάθηκαν για να βρεθούν να μοιράσεις
επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο και πιο πέρα λίγο

για λίγο.


Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

από τον ΄΄Ξεναγό΄΄



  Σαν αποθηκούλα είναι. Πολύ πράμα. Ένα ζευγαράκι έφτυνε και γελούσε. Με το που το σάλιο έπεφτε στην θάλασσα, μια πρασινωπή λάμψη φαινόταν και το ζευγάρι συνέχιζε να γελάει ικανοποιημένο ότι με το σάλιο τους φτιάχνουν αστέρια ενώ τα παραπέρα ζευγάρια πιασμένα χάζευαν ψηλά.
  Άλλοι χαλαροί με τις πετονιές ψαρεύουν. Ένας έπιασε ψαράκι με τρία κεφάλια και ένα πόδι. Μιλούσε φλαμανδικά. Έχεις πάει στο Βέλγιο; Έχεις διαβάσει τον Μονόλογο του Λεοπόλδου, που έγραψε ο δαίμονας Twain; Όχι; Δεν πειράζει, θα σου πω μετά. . . Τι να πειράξει άμα δεν διάβασες ένα βιβλίο. Όλα τα ίδια λένε. Γιατί νομίζεις ότι τα γραπτά μένουν, ματάκια μου; [ Μας διακόπτει ένας κύριος που ρωτάει αν πάει καλά για Ιπποκράτειο. Τον στέλνω Θεαγένειο, με ευχαριστεί και χάνεται.] Τι έλεγα; Αποθηκούλα. . .  Πλαστικές σακούλες με δεκαχίλιαρα, πεντοχίλιαρα και πιο παλιά τον δημοσιογράφο George Polk, δεμένο χειροπόδαρα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Στο στομάχι του αστακός και μπιζέλια. Ακολούθησε δίκη - με κάτι τέτοιες δίκες είσαι σίγουρος ότι η νομική είναι επιστήμη, όπως όταν ο Mengele εφημέρευε και ο Φρόυντ τα έβγαζε όλα από το κεφάλι του. . . Θα αγοράσω στον ανιψιό μου το Σύνταγμα του κράτους, σε έκδοση τσέπης, version για πεντάχρονα, να το καταχαρεί. . . Γελάς; Υπάρχουν και άλλα. . . Αμάξια που φουντάρησαν - ένας φαντάρος πήρε το τζιπ του διοικητή του και βγήκε να βολτάρει με την κοπέλα του, έχασε τον έλεγχο και βούτηξε. Σώθηκαν και οι δυο και εκείνον τον περάσαν στρατοδικείο. Καμιά δεκαπενταριά πιάνα που έριξε το κολλητάρι του Δαλαμάγκα στο τσακίρ και εν πλω κέφι. Καπότες, σκατούλες, ποδήλατα, ένα προσχέδιο των Σημειώσεων Θαλάμου 245, παπούτσια, καβουράκια βραχνιασμένα. Έχει πράγμα πολύ. Αποθηκούλα.

από τον ΄΄Ξεναγό΄΄


- Μετά, που φάγανε τον Λαμπράκη. . .
- Το τροχαίο ναι. . . Χαμάλη Κοτζαμάνη. . .
- Πήγαμε με τον κουμπάρο παρέα έξω από το βορείου Ελλάδος να φωνάξουμε. . .
- Και σήμερα εκεί πάνε. , , τότε και ο ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο, αυτή η παμπόνηρη μουράκλα. . . σήμερα η κορμοστασιά του χαζεύει στην παράλια. . . ένας κουβάς σκατά και. . .
-  Μη με μπερδέυεις. . . τότε που λες ήρθανε οι χωροφυλάκοι να μας σκορπίσουνε. . . πήραμε την Καραολή και Δημητρίου. . .
- Των Κυπρίων. . .
- . . .και αρχίσαμε να τρέχουμε αλλά ο κουμπάρος ήταν κάπως γεμάτος και τον τσάκωσε ένας. . .
- Και τι έκανες;
- Έβαλα μια φωνή, ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥ, ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΕ. . . ο μουρόχαβλος ο χωροφύλακας μέχρι να καταλάβει,βούτηξα τον κουμπάρο και τροχάλα, κατεβήκαμε την Καραολή και Δημητρίου. . .
- . . . των Κυπρίων. . . Τότες ήταν που γύριζες το ποδήλατο στο Βαρδάρη και πίσω σου καθιστή η χήρα;

 Δεν απαντάει.