Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

ηχογράφηση πάνω στις ηχογραφήσεις


από τα παχουλά ηχεία ακούγονται αλυσίδες να πετάνε
και ποδοβολητό,
κατρακύλα στο Γολγοθά
κόκαλα άχρηστα, κόκαλα μουσικά 
& θα πάω να έβρω μια σπηλιά
από μια κασέτα παλιά
το ένα αρχίδι βρίζει τ΄ άλλο και τα δυο μας γράφουνε,
και άγημα με άσφαιρα, 
έρωτες σαν γέροντες χωρίς δόντια
- μόνο ένα, να πονάει -
εμβατήρια από τον κώλο για το μυαλό
αναμνήσεις ανά τέταρτο
ενός καλού ανθρώπου που έγινε ντέφι
για μια δεκαετία
καταπίνοντας τον διάολο,
το παράπονο του και τίποτε δεν ξερνάει
μισθός και μύθος, ο μονόπρακτος
και όλοι οι καριόληδες και συναρπαστικοί γεννημένοι
Οκτώβρη μήνα

μνήμη ξανασκαλιστή, 
δικαιολογίες πλάι στο επίδομα
στην καλή καρδιά, χαζή καρδιά,
που χτυπάει ανάποδα
μέχρι να μας σιάξουνε κι αείμνηστους.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Νίκο,



χωρίς να σε υποστηρίξει κανείς, Νίκο
είσαι πάντα με τις μικρές ομάδες.

ο ερευνήτης του παράξενου 
και κάπου πενήντα μπύρες παραπέρα
χώνομαι, ερευνητής του γελοίου.
να ανταμωθούμε για δανεικά.


με όλες τις σεβαστές σου αδυναμίες
ζωντανός απέχοντας από τις κακοτοπιές
και την κάθε ημερομηνία λήξης
- χωρίς να την αγνοείς
ή να την παραμυθιάζεις -
με όλες τις παράξενες ιστορίες
να μην τελειώνουν όπως
οι ταινίες που παίζεις
κάθε μέρα
στην κάθε σου ζωή.

Καλύτερη καρδιά

στον Ν.Ν.Ν.Ν.


   Τι ωραίος που ήτανε. Πλάι στα τρένα έβραζε, ούρλιαζε και τίποτα δεν μπορούσε να τον πειράξει. Κοιτάζανε, άλλοι τρομαγμένοι και άλλοι με την έκπληξη ΄΄τι φρούτο είναι αυτό; τι ήπιε; τι θέλει;΄΄ - όπως ένα βράδυ στην πλατεία Ελευθερίας στην Κοζάνη - αλλά κανείς δεν μίλησε. 
  Ό,τι ήταν να περάσει από πάνω του, πέρασε με καμάρι. Είχανε τον χρόνο για σκατομοιράσιες οι σκοταδόψυχοι. Μα αυτός έμενε στο ίδιο σημείο και πιο πέρα. Δεν θα καταλάβουν ποτέ, τίποτα. Το πολύ, πολύ να νομίσουν ή να νιώσουν λιγάκι, για λίγο. Μα ξέρει κι ας είναι η υγεία του για τα πανηγύρια. Το παρόν στους νεκροθάφτες, το μέλλον στους αρχαιολόγους. Τα υπόλοιπα για να έχουνε να να λένε. Αλλά και να μην έχουνε θα λένε.



  Ήταν όμως δυνατός και όμορφος εκείνο το βράδυ. Κάπως επικίνδυνος - για εκείνον. Όχι ρολόι σκέτο. Τσουλώντας εμφανίστηκε πλάι του ο φίλος του. Με εκείνο το χαμόγελο του, από πάντα, άκουγε και μιλούσε λίγο. . . Τον πήρε και γύριζαν την πόλη με τις εκκλησιές και τα φαγάδικα - κι άλλο τίποτα ( τι καμάρι άνετο. . . ). Παραπατούσε, φώναζε, έλεγε τις ίδιες ιστορίες με άλλο τρόπο. . . Ο τρόπος, αυτό είναι, το πως θα πονέσεις όταν σε ρημάξουν, το πως θα πουληθείς όταν δεν σε αγοράζουν. Αλλά όταν μιλούσε ο τρόπος άλλαζε. . . Πρόσθετε, αφαιρούσε, γαμοσταύριζε υπέρ εαυτού. . . Να συζητήσεις μαζί του, δεν γινόταν. . . Όχι γιατί άκουγε μόνο αυτά που έλεγε, αλλά γιατί καιγόταν, γιατί είχε όλα τα δίκια, τα δεσμά δικά του. Μόνο για εκείνο το βράδυ.
  Βουτούσε πράγματα, όχι βιδωμένα στην γη, τα πήγαινε παρακάτω και τα πετούσε. . . Ένα ηλίθιο φυτό μαζί με την γλάστρα βρέθηκε στο χέρι του και από εκεί στην θάλασσα. . . Τον κοιτούσαν όλοι και ο φίλος του ένιωθε ότι συνοδεύει την πιο όμορφη γυναίκα. . .  



  Κάποια στιγμή ένιωσε να χάνεται και είπε να γυρίσουν πίσω. Επιστροφή, μπύρα φθηνή, μπύρα πιο φθηνή, φθηνότερη - την γεύση θα κοιτάξουμε τώρα; - ήξερε το τέρας όλα τα περίπτερα - μπουρδέλα λουξ, ιταλικό πλακάκι να κοπάνανε τα τακούνια και στο τέλος Κορδελιό. Όταν μπήκαν στην κούρσα, έλεγε κομματιασμένα πράματα. . . Ό,τι θυμόταν και χαρά καμία. Χαρά χειροπιαστή, δηλαδή. Όλα στα λόγια και στα σάλια. Πήρε ένα ένα ασημί μαρκαδόρο και έγραψε στο ταμπλό του αμαξιού, ΄΄Χαμόγελό χωρίς γιατί΄΄.  Με δυο τόνους. Έτσι, πιο σωστά.