Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Είσοδος + βιβλιοθηκάρα


 είσοδος





 Ο χοντρός στην θέση του συνοδηγού, αφού φύσηξε την μύτη του και μετά από ένα ααααααχ, είπε στο οδηγό
 - Καλά κάναμε και το πήραμε το παλικάρι. . .
 Ο οδηγός δεν απάντησε. Έριξε μόνο μια ματιά στον πίσω από τον καθρέφτη.
 - Θεσσαλονικάρα; Για δουλειές;. . . συνέχισε ο χοντρός.
- Όχι, ένα φίλο πάω να βρω. . . είπε ο πίσω και έμπλεξε τα δάχτυλα του. Το τρέμουλο έτσι δεν φαινόταν πολύ.
- Και πως ξέμεινες στα διόδια, μες στην βροχή;
- Να. . . Τσακώθηκα με την κοπέλα που ερχόμασταν μαζί και με κατέβασε.
- Γκόμενα;
- Παλιά.
- Παλιά; είπε ο οδηγός. . . Τι εννοείς;
- Ότι παλιά την έβλεπα γυμνή και ξαπλωμένη και εκείνη δεν με έβριζε τόσο συχνά.
 Ο χοντρός γέλασε. Ο οδηγός ρώτησε πάλι
- Και γιατί μαλώσατε τώρα;
- Δεν έχει νόημα. . . Πάντα κάτι βρίσκουμε. Απλώς τώρα ήμασταν μέσα στο αμάξι της και με κατέβασε. Καλύτερα όμως. Έτσι πως οδηγούσε. . . Μπορεί να την βρούμε πατικωμένη μες στις λαμαρίνες πιο κάτω.
 Ο χοντρός χτυπιόταν από τα γέλια.- Θες να την βρούμε πατικωμένη, ε;
- Δεν θέλω κανενός το κακό.
- Ούτε και το καλό, ε; Και πως σε λένε παλικάρι. . . ρώτησε ο οδηγός.
- Βασίλη.
- Παναγιώτης. . . είπε ο χοντρός και του έδωσε το μες στις μύξες χέρι του.
  Ξέμπλεξε τα χέρια του και το έσφιξε.
- Και αυτός είναι ο Τάσος. Δεν σου δίνει το χέρι του για μην αφήσει το τιμόνι και βρουν εμάς πατικωμένους στις λαμαρίνες.


 Τον άφησαν στο κέντρο, στο άγαλμα του Βενιζέλου.
 Έριξε μια ματιά στο ουρανό. Μαύρος και μουντρούχαλος, απογευματάκι. Η βροχή είχε σταματήσει και είχανε βγει αέρηδες. Σήκωσε τον σάκο του και άρχισε να κατεβαίνει προς την Μητροπόλεως. Από την είσοδο στο Καπάνι του ορμήξανε για τσιγάρα αφορολόγητα αλλά δεν πήρε. Αγόρασε ένα κουλούρι, έκατσε σε ένα παγκάκι και έβγαλε μια μπύρα από τον σάκο. Ήταν ζεστή αλλά δεν το πείραξε καθόλου. Ήπιε την μισή με μια γουλιά.
- Μόνο μία σήμερα. . . είπε και ήπιε την υπόλοιπη πάλι με μια γουλιά.
 Πιο πέρα, στο διπλανό παγκάκι, είδε ένα ζευγαράκι να πιάνεται με φιλιά και γέλια. Ο τύπος είχε αφήσει δίπλα του ένα πακέτο τσιγάρα.
 Σηκώθηκε, πήγε μπροστά τους και ζήτησε ένα τσιγάρο.
- Τόσο κόσμο έχει ρε φίλε εδώ πέρα, άλλου δεν βρήκες για τράκα.
- Έχεις δίκιο αλλά. . .
- Τι αλλά;
- Η μάρκα σου είναι μόνη που δεν μου φέρνει βήχα.
- Είσαι και εκλεκτικός, ε; Άντε πάρε, να μην σε πονάει και το λαιμουδάκι σου.
 Άνοιξε το πακέτο και πήρε ένα. Η κοπέλα του είπε ΄΄Πάρε δυο. . .΄΄.
 Χαμογέλασε, ευχαρίστησε αλλά όταν πήγε να πάρει το δεύτερο ο άλλος έκλεισε το πακέτο και το έβαλε στην τσέπη του.
- Πλάκα κάνει. . . είπε ο τύπος.
- Μαρμάρινη;
- Ε; είπε εκείνη. . . Τι είπε;
- Σας ευχαριστώ για το τσιγάρο.

 Γύρισε στο παγκάκι και άναψε το τσιγάρο.
 Ωραίες πλακές. Η άλλη είχε φτάσει; Είχα και ΄γω κάποτε πλάκα. Ένα σκασμό πλάκες. Και τώρα; Μουντός, μουντρούχαλος ουρανός και τα τέρατα αγκαλιά στο δίπλα παγκάκι. Η άλλη πρέπει να έχει φτάσει. Όπως και να οδηγούσε, δεν παθαίνει τίποτα. Του το είχε πει. Εγώ δεν παθαίνω τίποτα ρε και χτυπούσε με δύναμη το κωλομέρι της. Οι άνεμοι τουλάχιστον είναι δικοί μου και ο βήχας έχει καιρό να με πιάσει, σκέφτηκε. Ωραίο τσιγάρο.
 Πέταξε το τσιγάρο, πήρε τον σάκο και περπάτησε μέχρι την Μητροπόλεως.
 Χτύπησε το κουδούνι κι από το θυροτηλέφωνο.
- Ναι.
- Εγώ είμαι.
- Ποιος;
- Εγώ.
- Σίμο.
- Σίμος.
- Ρε. . .
- . . .
- Σίμο. . . Μπορείς να ΄ρθεις σε κάνα δίωρο; Είμαι με την Κλάρα και. . .
- Σε ένα δίωρο;
- Ναι.
- Δίωρη η Κλάρα, ε Αντώνη;
- Άσε τις μαλακίες. . . Έλα σε δυο ώρες. Έχεις πολλά πράγματα; Αν είναι άφησε τα τώρα εδώ και. .
- Ένας σάκος είναι μόνο, τίποτα. . . Καλά. Θα πάω να χωθώ στην βιβλιοθήκη και θα σου σκάσω μετά.
- Ωραία. Έχει ζεστούλα εκεί.
- Κλάρα όμως δεν έχει.
- Άντε γαμήσου.
- Σε ένα δίωρο, Αντώνη.
- Κάν΄ το τρίωρο.
- Εντάξει, Αντώνη.

 Ενώ τραβούσε κατά την Εθνικής Αμύνης, τον έπιασε βήχας.
- Όχι ρε πούστη.
 Έκατσε σε μια γωνιά μέχρι ηρεμήσει. Του πήρε ένα δεκάλεπτο να βρει την ανάσα του. Αγόρασε ένα μπουκαλάκι νερό και έπινε λίγο λίγο. Τουλάχιστον δεν τον πονούσαν τα δόντια του - όσα του είχαν απομείνει. Αλλά δεν το πολυσκέφτηκε, για να μην αρχίσουν και αυτά να πονάνε.






βιβλιοθηκάρα




μυθολογία που δεν κέρδισε τίποτα
                         κάνεις
και επενδύσεις και χουφτώματα 
της καμαρίλας
με φως ανάκρισης ή χειρουργείου 
τα μάτια σου να κλωτσάει
να μην θυμάσαι ποιον πρέπει τώρα
να δαγκώσεις.


 Αυτά διάβασε στο πρώτο βιβλίο που πήρε στην βιβλιοθήκη. Βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα και περίμενε να περάσει το τρίωρο. Συνέχισε να διαβάζει, να δει που το πάει ο ποιητής. Κοίταξε το βιογραφικό πιο πριν. Γεννημένος το 1980 σε ένα χωριό της βόρειας Ελλάδας, σπουδές σε οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες και έπειτα ζωή ίσως χαρισάμενη στο εξωτερικό. Πάμε παρακάτω.

ένα χάδι τρελό
να μην σημαδεύει 
πέρα από το μεθαύριο
σαν να λύνει παζλ επιβίωσης
                           όπως όπως
από κόκαλα και μνήμες
από ημερομηνίες λήξης
από εμένα κολλημένο στους τοίχους
να λέω εντάξει
και τα ένσημα στους κυνόδοντες
ολίγα.

 Κάπου εδώ πρέπει να το πήρε απόφαση και να έφυγε στο εξωτερικό και μας άφησε πίσω. Κόκαλα και μνήμες. Σωστός. Η μνήμη είναι χαμαλίκισκέφτηκε. Έβγαλε ένα στυλό από τον σάκο του και το σημείωσε στο πλάι. Σωστός. Η μνήμη είναι χαμαλίκι.  Έψαξε να βρει κάποιο ποίημα όπου ο τίτλος θα ήταν μακρύτερος από τους στίχους από κάτω. Δεν βρήκε. Έβαλε το βιβλίο στην θέση του αφού πρώτα ρώτησε την βιβλιοθηκάριο αν το αγοράσαν ή ήταν δωρεά. 

- Γιατί ρωτάτε;
- Περιέργεια.
- Δωρεά είναι.
- Όμορφα. Σας ευχαριστώ.

 Κοίταξε κάποιες βιογραφίες όμως μετά από λίγο τον ξανάπιασε βήχας. Δεν ξανακάνω τράκα από σκατόψυχους, αποφάσισε. Ήπιε όσο νερό έμεινε στο μπουκάλι και ξαναπλησίασε την βιβλιοθηκάριο.

- Είστε καλά;
- Ναι, τσιγαρόβηχας. . . Θα περάσει.
- Να μην καπνίζετε τόσο.
- Δεν το ήθελα. . . Αυτοί που μου το κέρασαν επέμεναν και. . .
- Θα πάρετε κάποιο βιβλίο;
- Όχι πρέπει να φύγωΤα έχετε όλα τακτοποιημένα πάντως. Γκραν οργάνωση. Μπράβο σας.
- Σας ευχαριστώ.
- Μήπως έχετε ένα τσιγάρο;

Τον κοίταξε περίεργα, είπε ένα λεπτό, έβγαλε από την τσάντα της το πακέτο - η μάρκα του, δυο στα δυο σήμερα - και του έδωσε.

- Σας ευχαριστώ πολύ.
- Πάρτε δυο.
- Κι ένα για τ΄ αυτί. . . Σας ευχαριστώ πολύ.
- Τίποτα.

 Όταν βγήκε έξω από την βιβλιοθήκη, είδε ότι η βροχή είχε ξαναρχίσει. Γαμώ την Κλάρα σου. . . μούγκρισε. Kατέβηκε την Εθνικής Αμύνης μέχρι να βγει πάλι στην Μητροπόλεως. Όταν έφτασε στην Τσιμισκή, την άκουσε.

 - ΜΑΛΑΑΑΑΑΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑ. . . .

 Γύρισε και την είδε. Κατέβαινε φορτσάτη με το αμάξι προς Λευκό Πύργο. Είχε βγάλει το κεφάλι της από το παράθυρο και αναμαλλιασμένη ούρλιαζε.

 - ΜΑΛΑΑΑΑΑΑΚΑΑΑΑΑΑ. . . .

 Δεν είχε τρακάρει. Δεν θα πάθαινε ποτέ τίποτα - και χραπ, μια στο κωλομέρι. 
Την είδε να στρίβει Τσιμισκή. Έβγαλε μεταλλικό κουτάκι από την τσέπη του, ζωγραφισμένο walkman, το άνοιξε και μέτρησε τα χάπια. Τρία. Κατάπιε το ένα ξερά και τα μέτρησε πάλι για να είναι σίγουρος. Δυο.
 Άλλες δυο φορές μπορώ να την δω, κατέληξε.


τα δυο πρώτα κεφάλαια - μια πρώτη μορφή βρε -
του Χορού των Καβουριών.
τα δημοσιεύω εδώ για την Έλενα Βοντιτσιάνου,
χρόνια φίλη και 
μεγάλη καρδιά πάντα.